Χισέν Χαμπρέ: Πώς πέθανε ο δικτάτορας του Τσαντ που νίκησε τον Καντάφι
02/09/2021Ο πρώην πρόεδρος του Τσαντ Χισέν Χαμπρέ, ο οποίος εξέτιε ισόβια στη Σενεγάλη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, πέθανε από Covid-19 την περασμένη Τρίτη σε ηλικία 79 ετών. Το προξενείο του Τσαντ στο Ντακάρ ανέφερε ότι ο πρώην δικτάτορας υπέκυψε στο νοσοκομείο, όπου μεταφέρθηκε εσπευσμένα από ιδιωτική κλινική. «Ο Χαμπρέ βρίσκεται στα χέρια του Κυρίου του», δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης της Σενεγάλης Μάλικ Σαλ. Ο επικεφαλής της στρατιωτικής χούντας του Τσαντ, Μαχαμάτ Ιντρις Δεμπί Ιτνό, εξέφρασε συλλυπητήρια στην οικογένεια του Χαμπρέ και στον λαό του Τσαντ.
Ο Χαμπρέ ανέλαβε την εξουσία το 1982, κυβερνώντας με σιδερένια πυγμή μέχρι που κατέφυγε στη Σενεγάλη το 1990 αφού εκδιώχθηκε από τον πατέρα του Ιντρίς Δεμπί, ο οποίος πέθανε πολεμώντας αντάρτες νωρίτερα φέτος. Η διακυβέρνηση του Χαμπρέ σημαδεύτηκε από βάναυση καταστολή των διαφωνούντων, από βασανιστήρια και εκτελέσεις. Υπολογίζεται ότι ευθύνεται για τον θάνατο περίπου 40.000 ανθρώπων.
Στην εξορία στο Ντακάρ, ο Χαμπρέ έζησε ήσυχη ζωή σε ένα πολυτελές προάστιο με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Αλλά ο πρώην δικτάτορας, ο οποίος ονομαζόταν “Πινοσέτ της Αφρικής”, τελικά συνελήφθη το 2013 και δικάστηκε από ειδικό δικαστήριο που δημιουργήθηκε από την Αφρικανική Ένωση, βάσει συμφωνίας με τη Σενεγάλη. Η δίκη δημιούργησε νομικό και πολιτικό προηγούμενο, αφού για πρώτη φορά μια χώρα διώκει πρώην ηγέτη άλλης χώρας για εγκλήματα.
Τον Μάιο 2016, η Χαμπρέ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη γι’ αυτά. Η ποινή επιβεβαιώθηκε δευτεροβάθμια τον επόμενο χρόνο. Όταν ο Χαμπρέ άρχισε να εκτίει την ποινή του στη φυλακή Cap Manuel στο Ντακάρ, οι υποστηρικτές του εξέφρασαν ανησυχία για την υγεία του και πίεσαν για πιο ήπιες συνθήκες λόγω προχωρημένης ηλικίας. Πέρυσι, ένας Σενεγαλέζος δικαστής του επέτρεψε δίμηνη άδεια για να τον προστατεύσει από τον κορονοϊό. Οργανώσεις που εκπροσωπούν τα θύματα του Χαμπρέ, αν και αναγνώρισαν το δικαίωμά του να του φέρονται ανθρώπινα, αντιστάθηκαν στην ευνοϊκή μεταχείρισή του.
Ο πόλεμος των Toyota
Ο Χαμπρέ πιθανότατα θα μείνει στη μνήμη της Αφρικής για την ήττα της τέταρτης και τελευταίας απόπειρας του Καντάφι να ελέγξει το βόρειο Τσαντ, συγκεκριμένα τη Λωρίδα Αούζου. Στον αποκαλούμενο “Πόλεμο των Toyota” του 1986, οι πιο ευκίνητες δυνάμεις του Χαμπρέ διέσπασαν τις πολύ καλύτερα εξοπλισμένες λιβυκές δυνάμεις και συνέλαβαν τον διοικητή τους.
Αυτός ο αξιωματικός έτυχε να είναι ο Χαλίφα Χάφταρ, τώρα αρχηγός του εθνικού στρατού της Λιβύης. Η καταστροφική για τον Καντάφι εκείνη εκστρατεία, έδειξε την αποτελεσματικότητα βαρέων όπλων που τοποθετούνται στην καρότσα ημιφορτηγών. Τα οχήματα αυτά, γνωστά technicals, χρησιμοποιούνται τώρα ευρέως σε μάχες ατάκτων και πολιτοφυλακών σε Ιράν, Ιράκ, Συρία και Λιβύη.
Η Λιβύη εισέβαλε στο Τσαντ τον Ιούλιο 1980, καταλαμβάνοντας και προσαρτώντας τη Λωρίδα Αοζού. Οι ΗΠΑ και η Γαλλία απάντησαν, βοηθώντας το Τσαντ, η κυβέρνηση του οποίου υπέγραψε συνθήκη με τη Λιβύη. Ο λιβυκός στρατός βοήθησε τις κυβερνητικές δυνάμεις του Τσαντ, υπό τον Γκουκούνι, και έδιωξε τους αντάρτες του FAN από μεγάλο μέρος του βόρειου Τσαντ. Χωρίς την στήριξη των λιβυκών στρατευμάτων, που αποχώρησαν το Νοέμβριο 1981, ο Χαμπρέ με την πολιτοφυλακή του FAN κατέλαβε την εξουσία το 1982.
De facto διχοτόμηση του Τσαντ
Από το 1983 το Τσαντ ήταν de facto χωρισμένο, με το βόρειο μισό να ελέγχεται από την κυβέρνηση Γκουκούνι, που υποστηριζόταν από τη Λιβύη, ενώ το νότιο ήταν υπό την κυβέρνηση Χαμπρέ, ο οποίος υποστηριζόταν από την Δύση. Αυτή η κατάτμηση στον 16ο παράλληλο (η λεγόμενη “Κόκκινη Γραμμή”) σε ζώνες επιρροής Λιβύης και Γαλλίας αναγνωρίστηκε ανεπίσημα από το Παρίσι το 1984, μετά από συμφωνία να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από το Τσαντ. Η συμφωνία δεν τηρήθηκε από τη Λιβύη, η οποία διατηρούσε τουλάχιστον 3.000 άνδρες στο βόρειο Τσαντ.
Κατά την περίοδο 1984-86, ο Χαμπρέ ενίσχυσε τη θέση του, χάρη στη δυτική υποστήριξη και τις συγκρούσεις στο αντίπαλο στρατόπεδο μεταξύ Γκουκούνι και Ατσέιχ Ιμπν Ουμάρ για την ηγεσία. Ο Χαμπρέ συνήψε συμφωνίες με μικρότερες ομάδες, οι οποίες άλλαξαν στρατόπεδο. Στις αρχές 1987, η δύναμη της Λιβύης στο Τσαντ αποτελείτο από 8.000 στρατιώτες, 300 άρματα μάχης, πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών, συμβατικά πυροβόλα, ελικόπτερα Mi-24 και 60 μαχητικά αεροσκάφη. Αυτές οι δυνάμεις χωρίστηκαν στην Επιχειρησιακή Ομάδα Νότου και Ανατολής.
Οι Λίβυοι ήταν προετοιμασμένοι για πόλεμο, στον οποίο θα παρείχαν επίγεια και αεροπορική υποστήριξη στους συμμάχους τους στο Τσαντ και θα λειτουργούσαν ως πεζικό κρούσης. Μέχρι το 1987, ωστόσο, ο Καντάφι είχε χάσει συμμάχους και οι λιβυκές φρουρές έμοιαζαν με απομονωμένα “νησιά” στη Σαχάρα του Τσαντ. Οι Λίβυοι έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσουν τις ενισχυμένες ένοπλες δυνάμεις του Τσαντ, οι οποίες αποτελούνταν από 10.000 στρατιώτες, με επικεφαλής ικανούς διοικητές, όπως ο Ιντρίς Ντέμπι, ο Χασάν Τζαμούς και ο Χαμπρέ. Και ενώ στο παρελθόν είχαν περιορισμένη κινητικότητα, λίγα αντιαρματικά και αντιαεροπορικά κι όχι αεροπορία, το 1987 μπορούσε να βασιστεί στη Γαλλία να κρατήσει μακριά τα λιβυκά αεροσκάφη. Το σημαντικότερο, τους παρείχε 400 ημιφορτηγά Toyota εξοπλισμένα με πυραύλους MILAN.
Ο Χισέν Χαμπρέ εκδιώκει τους Λίβυους
Ο Χαμπρέ επέλεξε ως πρώτο στόχο για την ανακατάληψή του στο βόρειο Τσαντ, την καλά οχυρωμένη βάση επικοινωνιών της Λιβύης Φάντα. Την βάση υπερασπίζονταν 2.000 Λίβυοι και η τοπική πολιτοφυλακή, εφοδιασμένοι με άρματα και πυροβολικό. Οι δυνάμεις του Χαμπρέ έριξαν 4.000-5.000 άνδρες στη μάχη. Εκμεταλλευόμενες την καλύτερη γνώση του εδάφους, απέφυγαν μια μετωπική επίθεση και με την ευκινησία τους περικύκλωσαν τους Λίβυους και στη συνέχεια συνέτριψαν την άμυνά τους. Στη μάχη, 784 Λίβυοι σκοτώθηκαν και 100 άρματα μάχης καταστράφηκαν, με απώλειες 50 μόνο στρατιώτες του Τσαντ.
Η απρόσμενη ήττα εξέπληξε τον Καντάφι, ο οποίος κήρυξε επιστράτευση. Αψηφώντας τη Γαλλία, διέταξε τον βομβαρδισμό της Αράντα, αρκετά νότια του 16ου παραλλήλου. Η Γαλλία ανταπέδωσε με αεροπορική επίθεση στο Ουάδι Ντουμ και κατέστρεψε το εκεί σύστημα ραντάρ, τυφλώνοντας ουσιαστικά τη Λιβυκή Πολεμική Αεροπορία στο Τσαντ για αρκετούς μήνες. Ο Καντάφι έστειλε και άλλα τάγματα στο Τσαντ (ειδικά στο Φάγια-Λάργκο και το Ουάδι Ντουμ), με αποτέλεσμα το σύνολο των λιβυκών δυνάμεων στο Τσαντ να φτάσει συνολικά τις 11.000 στρατιώτες.
Τον Μάρτιο 1987, η κύρια λιβυκή αεροπορική βάση στο Ουάδι Ντουμ καταλήφθηκε από τις δυνάμεις του Τσαντ. Αν και υπερασπιζόταν έντονα από ναρκοπέδια, 5.000 στρατιώτες, άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα και αεροσκάφη, η βάση των Λιβύων καταλήφθηκε από μια μικρότερη δύναμη του Τσαντ με επικεφαλής τον Τζαμούς. Οι δυνάμεις του Τσαντ επέβαιναν σε φορτηγά εξοπλισμένα με πολυβόλα και αντιαρματικά όπλα. Μεγάλος αριθμός αρμάτων μάχης, τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού, πυροβολικού, αεροσκαφών και ελικοπτέρων καταλήφθηκαν ή καταστράφηκαν. Οι πανικόβλητοι Λίβυοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες περνώντας μέσα από τα δικά τους ναρκοπέδια.
Οι βαριά εξοπλισμένες λιβυκές δυνάμεις βρέθηκαν απομονωμένες σε ξένο έδαφος, εκτεθειμένες σε έναν ευκίνητο εχθρό. Έτσι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο πόλεμος των Toyota προσέλκυσε την προσοχή των ΗΠΑ, όπου εξετάστηκε η δυνατότητα χρήσης του Χαμπρέ για την ανατροπή του Καντάφι. Κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ουάσινγκτον, ο Χαμπρέ έλαβε υπόσχεση για βοήθεια 32 εκατ. δολαρίων και αντιαεροπορικών πυραύλων Stinger.
Παρά τη νίκη, η κυβέρνηση Χαμπρέ ήταν αδύναμη και βρήκε δυναμική αντίδραση από τη φυλή Zaghawa, η οποία το Νοέμβριο 1990 νίκησε τις δυνάμεις του Χαμπρέ. Επικεφαλής ήταν ο Ιντρίς Ντέμπι πρώην διοικητής του στρατού, ο οποίος είχε συμμετάσχει σε συνωμοσία εναντίον του Χαμπρέ το 1989 και στη συνέχεια κατέφυγε στο Σουδάν. Οι Γάλλοι επέλεξαν να μην βοηθήσουν τον Χαμπρέ, επιτρέποντάς του, όμως, να απομακρυνθεί. Ο Χαμπρέ κατέφυγε στο Καμερούν και οι αντάρτες μπήκαν στη πρωτεύουσα Ντζαμένα στις 2 Δεκεμβρίου 1990. Στη συνέχεια ο Χαμπρέ εξορίστηκε στη Σενεγάλη.
Ευφυής πολέμαρχος και αιμοσταγής δικτάτορας
Όσο κυβερνούσε ο Χαμπρέ «έσφαξε τους δικούς του για να καταλάβει και να διατηρήσει την εξουσία… έκαψε ολόκληρα χωριά, έστειλε γυναίκες να υπηρετήσουν ως σκλάβες του σεξ για τα στρατεύματα του και έχτισε κρυφά μπουντρούμια για να βασανίζει τους εχθρούς του», είπε ο Ριντ Μπρόντι, δικηγόρος που εκπροσώπησε τα θύματα. Ο Μπρόντι δήλωσε ότι ζητούσε εδώ και μήνες να εμβολιαστεί ο πρώην δικτάτορας.
Η καταδίκη του Χαμπρέ θεωρήθηκε καμπή στην δίωξη των εγκλημάτων στην Αφρική, όπου το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC) γινόταν δημοφιλές. Ο πρώην δικτάτορας διατάχθηκε να πληρώσει έως 30.000 ευρώ σε κάθε θύμα που υπέστη βιασμό, αυθαίρετη κράτηση και φυλάκιση κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, καθώς και στους συγγενείς τους. Ωστόσο, οι ομάδες που εκπροσωπούν τα θύματα λένε ότι δεν έχουν πληρωθεί. Η Ζακελίν Μουντέινα (δικηγόρος που εκπροσωπεί θύματα του Χαμπρέ) είπε ότι «ο θάνατος [του] δεν απαλλάσσει το Τσαντ ή την Αφρικανική Ένωση από την αποζημίωση των θυμάτων. Θα συνεχίσουμε τον αγώνα ώστε τα θύματα να επιστρέψουν στα δικαιώματά τους».
Το τέλος ενός ευφυούς πολέμαρχου που ταπείνωσε τον πανίσχυρο τότε Καντάφι και μετέπειτα κυβέρνησε το Τσαντ με σιδηρά και αιματοβαμμένη πυγμή τελικά δεν ήρθε από κάποιο αντίπαλο δέος, ή από κάποια αυτοδικία από θύμα του. Τον σκότωσε ο κορονοϊός, αλλά –όπως λέει ο T.S. Eliot στο ποίημα “Οι Κούφιοι Άνθρωποι” «Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος. Όχι με μια έκρηξη αλλά με έναν κλαυθηρμό».