Δεν κρύβει τον έρωτα του ο Μερτς για την Τουρκία!
05/06/2025
Ως έναν «εξαιρετικά πολύτιμο και σημαντικό σύμμαχο του ΝΑΤΟ» δήλωσε πως βλέπει την Τουρκία ο νέος καγκελάριος της χώρας, Φρίντριχ Μερτς, αναφέροντας πως θα κάνει «ό,τι περνά από το χέρι του» για να διευρύνει τους δεσμούς της Ατλαντικής Συμμαχίας με την γείτονα. Η Γερμανία έχει ως προτεραιότητα τους δεσμούς της με την τουρκική αμυντική βιομηχανία, για αυτό και είναι μία εκ των χωρών της ΕΕ που δεν δέχονταν τον αποκλεισμό της από την Ευρωπαϊκή Άμυνα. Έχει εκφραστεί δε θετικά στην παράδοση Eurofighter στην γείτονα. Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, ο διαχρονικός γεωπολιτικός έρωτας των δύο χωρών.
Για τη μεταπολεμική Γερμανία (υπό μια έννοια και για την Γερμανική Αυτοκρατορία από την ίδρυσή της το 1871) οι οικονομικές σχέσεις αποτελούν έναν πολύ σημαντικό παράγοντα αλληλεξάρτησης σε διακρατικό επίπεδο. Στην παραδοσιακή αντίληψη των Γερμανών, την περίοδο που αποτελούσαν την “οικονομική ατμομηχανή” της Ευρώπης, η οικονομική ισχύς αποτελεί παράγοντα εξαιρετικής αποτελεσματικότητας, προκειμένου να εδραιωθεί η κυριαρχία τους επί άλλων χωρών. Ανεξαρτήτως του αν για τη Γερμανία η κυριαρχία επιτυγχάνεται, τελικά, μέσω της πολιτικοστρατιωτικής ισχύος, όταν αυτή δεν είναι εφικτή, η οικονομική εξάρτηση των άλλων χωρών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να δημιουργηθούν οι όροι για την τελική κυριάρχηση.
Σε ό,τι αφορά τις γερμανοτουρκικές σχέσεις, αυτές ανάγονται στην εποχή της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και της αντίστοιχης Οθωμανικής και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, με ορισμένες μικρές επισκιάσεις, όπως τις επιφυλάξεις του απερχόμενου καγκελάριου Σολτς σχετικά με το κράτος δικαίου στην γείτονα. Οι σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας είναι πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές, στην ιστορική τους διαδρομή.
Οι δύο αυτοκρατορίες συμβίωναν στα τέλη του 19ου αιώνα με βάση τη στρατηγική τους συμπληρωματικότητα, αλλά με διαφορετικές προοπτικές. Η νέα γερμανική αυτοκρατορία του Γουλιέλμου, ανερχόμενη δύναμη στην κεντρική Ευρώπη, προσπαθούσε να ανταγωνιστεί την Αγγλία και τη Γαλλία. Η άλλη αυτοκρατορία, ο “ασθενής της Ευρώπης”, προσπαθούσε να αποφύγει τη διαφαινόμενη πολιτική και οικονομική κατάρρευση.
Όμως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατείχε μια στρατηγική γεωγραφική θέση εκείνη την εποχή, επειδή είχε τον έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ. Το 1896, ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος αρχίζει τη νέα αποικιακή πολιτική της Γερμανίας (μετά την αποπομπή του καγκελαρίου Μπίσμαρκ), προκειμένου η αυτοκρατορία “να βρει μια θέση στον ήλιο”. Στο πλαίσιο αυτό δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την υποστήριξη της οποίας είχε ανάγκη.
Η Γερμανία άνοιξε τις πόρτες της
Το Orient Express συνέδεε τη Δυτική Ευρώπη με την Κωνσταντινούπολη από το 1889 και ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ δέχτηκε αίτημα από τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο να επεκταθεί η σιδηροδρομική γραμμή μέχρι τη Βαγδάτη, διαμέσου της Ανατολίας. Στόχος ήταν η μετέπειτα επέκταση μέχρι τη Βασόρα ώστε να φθάσει στον Περσικό Κόλπο και να υπάρχει πρόσβαση στην Ινδία. Στη Βασόρα θα κατασκεύαζε γερμανική ναυτική βάση, γεγονός που θα έφερνε σε δύσκολη θέση την Αγγλία.
Παράλληλα, σχεδιάστηκε μια διακλάδωση προς την Δαμασκό που θα συνέχιζε μέχρι την Μεδίνα. Το δίκτυο θα εξυπηρετούσε τις οικονομικές βλέψεις της Γερμανίας στις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά θα διευκόλυνε και την πρόσβαση στις γερμανικές αποικίες της Ανατολικής Αφρικής. Επίσης, θα είχε εύκολη πρόσβαση στις πρώτες ύλες που ήταν απαραίτητες στην αναπτυσσόμενη ραγδαία γερμανική βιομηχανία.
Η αποδοχή του σχεδίου από τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ υποβοηθήθηκε από το γεγονός ότι η Γερμανία εμφανιζόταν σαν ισότιμος οικονομικός εταίρος που επιδίωκε μόνο οικονομικές συνεργασίες, σε αντίθεση με τους Άγγλους και Γάλλους που ασκούσαν αποικιακή πολιτική και διακρατούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό του δημοσίου χρέους της χώρας. Η Γερμανία άνοιξε τις πόρτες της και έγινε ο πρώτος οικονομικός εταίρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη. Η συνεργασία αυτή μετατράπηκε σε στενή αμυντική συμφωνία, με αποτέλεσμα οι Οθωμανοί να συμμετάσχουν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων.
Θα πρέπει να ειπωθεί ότι οι Γερμανοί είχαν σημαντικό ρόλο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από την εποχή του Τανζιμάτ, στην προσπάθεια εκμοντερνισμού της από το μέσο του 19ου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, είχαν ρόλο στην οργάνωση του οθωμανικού στρατού και γενικότερα στα αιτήματα εκσυγχρονισμού που προέβαλαν οι ανερχόμενες κοινωνικές κατηγορίες με αστικό και εθνικιστικό προσανατολισμό. Με τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου και οι δύο αυτοκρατορίες μετατράπηκαν σε Δημοκρατίες με τα γνωστά αποτελέσματα.
Αγαστές οικονομικές-εμπορικές σχέσεις
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης της κοινωνίας και της οικονομίας της στράφηκε πάλι προς την Τουρκία. Ενώ Γαλλία, Αγγλία και οι Κάτω Χώρες είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν εργατική δύναμη από τις αποικίες τους, η Γερμανία στράφηκε αφενός προς την εργατική δύναμη των ευρωπαϊκών χωρών του Νότου αλλά από το 1961 και προς την εργατική δύναμη της Τουρκίας. Μέχρι το 1969 περίπου 1.000.000 Τούρκοι εργάτες απασχολούνταν στις γερμανικές βιομηχανίες.
Μέχρι το 2001, ο νόμος για την γερμανική υπηκοότητα βασίζονταν στην έννοια jus sanguinis. Τη χρονιά αυτή ο νόμος άλλαξε (μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Σρέντερ) και η πλειοψηφία των Τούρκων μεταναστών (περίπου 3,5 εκατομμύρια το 2010) έλαβαν γερμανική υπηκοότητα και το δικαίωμα ψήφου. Το γεγονός αυτό, όπως είναι ευνόητο, έδωσε μεγαλύτερο πολιτικό βάρος στην τουρκική μειονότητα από αυτό που είχε προηγουμένως.
Η Γερμανία αποτελεί τον σπουδαιότερο προορισμό των τουρκικών εξαγωγών (το 2017 ανέρχονταν σε 17,4 δισ. δολάρια). Οι τουρκικές εξαγωγές στην Γερμανία συνίστανται σε οχήματα, διάφορα τμήματα και εξαρτήματα αυτοκινήτων και υφάσματα. Αντίστοιχα, οι κύριες εισαγωγές από τη Γερμανία είναι μηχανήματα, ηλεκτρονικά, οχήματα, φάρμακα, οπτικά και διάφορα τμήματα και εξαρτήματα για την κατασκευή κινητήρων αυτοκινήτων, καθώς και υλικό για σιδηροδρόμους.
Επίσης, σημαντικές είναι οι εισαγωγές οπλικών συστημάτων από τη Γερμανία, ειδικά την περίοδο μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία. Ο όγκος των γερμανικών εξαγωγών το 2018 ανήλθε στα 22,8 δισ. δολάρια. Τους οκτώ πρώτους μήνες του 2019 ανήλθαν σε 250,4 εκατ. ευρώ. Υπάρχει δηλαδή μια ασυμμετρία στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών σαφέστατα υπέρ της Γερμανίας.
Επίσης, αυτή η ασυμμετρία φαίνεται και στον όγκο των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων μεταξύ των δύο χωρών. Την περίοδο 2002-2018, η Γερμανία έχει τοποθετήσει Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στην Τουρκία ύψους 9,469 δισ. δολάρια. Η Τουρκία, αντίστοιχα, έχει τοποθετήσει Άμεσες Ξένες Επενδύσεις ύψους 2,443 δισ. δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας.
Πίσω από αυτές τις επενδύσεις υπάρχουν περίπου 80.000 γερμανοτουρκικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Γερμανία, με ετήσιο τζίρο περίπου 52 δισ. ευρώ. Απασχολούνται περίπου 500.000 άτομα σε 50 διαφορετικούς οικονομικούς τομείς. Από την άλλη μεριά περίπου 7.500 γερμανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην τουρκική επικράτεια.
Ο όγκος του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών ανήλθε περίπου στα 40 δισ. δολάρια το 2017, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 1,5% του γερμανικού διεθνούς εμπορίου και το 10% του αντίστοιχου τουρκικού. Οι συνολικές εξαγωγές της Γερμανίας το 2017 ανήλθαν σε περίπου 1,4 τρισ. δολάρια, ενώ οι τουρκικές εξαγωγές, αντίστοιχα, σε 156 δισ. δολάρια.
Με όχημα την ΕΕ
Από το τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου κι έπειτα, η Γερμανία επεδίωξε μια σχετικά ήρεμη εξωτερική πολιτική. Από την εκδήλωση της κρίσης στην Ουκρανία το 2013 (ίσως και νωρίτερα) το Βερολίνο φαίνεται πως είχε αρχίσει να αναγνωρίζει ανάγκη για μια αλλαγή. Το Βερολίνο, ήδη από την περίοδο που είχε συνταχθεί ανοιχτά με την τότε αντιπολίτευση της Ουκρανίας, είχε αποπειραθεί να βάλει ένα νέο πλαίσιο, αντίθετο προς την αυτοσυγκράτηση που παραδοσιακά επιδείκνυε, επιχειρώντας να αναλάβει μεγαλύτερο διεθνή ρόλο και να ενεργοποιηθεί περισσότερο πολιτικά και στρατιωτικά.
Τα επόμενα χρόνια, η Γερμανία άρχισε να βλέπει με ανησυχία τις εξελίξεις στην Μεσόγειο, ειδικά την προσπάθεια της Γαλλίας να γίνει κυρίαρχη ευρωπαϊκή δύναμη, για αυτό και επιχείρησε να μπει από το “παράθυρο” στην Λιβύη, χρησιμοποιώντας και την ΕΕ ως όχημα για την υλοποίηση των επιδιώξεων της. Για αυτό και καταδίκασε οποιαδήποτε πρωτοβουλία που δεν είχε τις γερμανικές ευλογίες. Μην ξεχνάμε πως η Γερμανία εκτός από έλλειψη φυσικών πόρων, έχει και έλλειψη μεγάλης ακτογραμμής.
Να σημειωθεί πως παγίως η Γερμανία απέφευγε να προβάλει μια ισχυρή εξωτερική πολιτική και την ανοιχτή προώθηση των εθνικών συμφερόντων της, ώστε να μην αναβιώσουν οι φόβοι περί γερμανικού εθνικισμού. Οι Γερμανοί έχουν αποφασίσει ότι αυτή η θέση είναι πλέον ξεπερασμένη και ότι η προώθηση των εθνικών συμφερόντων τους δεν ενέχει τους κινδύνους που ενείχε κάποτε, με την ρωσική εισβολή να λειτουργεί ως καταλύτης των τάσεων που προϋπήρχαν, τάσεις που υπό τον Μερτς παίρνουν διαστάσεις που ξυπνούν τις μνήμες της ιστορίας…
Σε όλο αυτό το σχεδιασμό η Τουρκία –στα μάτια και της νέας γερμανικής ηγεσίας– αποτελεί παίκτη, με τον οποίο μπορούν να συνεργασθούν. Υπό το φως της ιστορίας, φαίνεται ότι έχουν σφυρηλατηθεί στενές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα. Θα μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε τον ισχυρισμό ότι το Βερολίνο επιθυμεί οι σχέσεις του με την Άγκυρα να επανέλθουν σε εκείνες που ίσχυαν στις αρχές του 20ου αιώνα…