Εγκλωβισμένο στη στρατιωτική λογική του το Ισραήλ
27/10/2024Οι ισραηλινές επιχειρήσεις μετά την 7η Οκτωβρίου 2023 είχαν τρεις στόχους: Την επιστροφή των ομήρων, την καταστροφή της Χαμάς και την επιστροφή των κατοίκων και εποίκων στο βόρειο Ισραήλ. Παρά τις καρατομήσεις ηγεσιών, τους βομβητές, την ισοπέδωση της Γάζας και τις αεροπορικές επιδρομές στην πρωτεύουσα κυρίαρχου κράτους (Βηρυττός), και οι τρεις στόχοι έχουν αποτύχει. Αξίζει να δούμε από μια απόσταση τα όρια της στρατιωτικής λογικής του Ισραήλ.
Για δεκαετίες, η προσέγγιση του Ισραήλ για την ασφάλεια και οι μέθοδοι αντιμετώπισης των απειλών καθοδηγούνται από ένα δόγμα στρατηγικής κυριαρχίας, μια αναγκαιότητα που υπογραμμίζεται από την εχθρότητα, όπως προκύπτει από τη μη εφαρμογή των αποφάσεων του ΟΗΕ για λύση δύο κρατών. Τα τελευταία χρόνια, η δυναμική των στρατιωτικών τακτικών και των φιλοδοξιών του Ισραήλ έχει εξελιχθεί, διαμορφωμένη όχι μόνο από τις ανάγκες ασφαλείας, αλλά και από μακροπρόθεσμες φιλοδοξίες και μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές πιέσεις.
Θεμέλιο της στρατιωτικής στρατηγικής του Ισραήλ είναι το δόγμα της ποιοτικής υπεροχής, που έχει ρίζες στην ανάγκη να αμυνθεί έναντι δυνητικά συντριπτικών αντιπάλων. Αυτό έχει οδηγήσει το Ισραήλ να επενδύσει σε στρατιωτική τεχνολογία αιχμής, από συστήματα αεράμυνας μέχρι προηγμένες δυνατότητες πληροφοριών που διασφαλίζουν ότι το κράτος παραμένει σε εγρήγορση για αναδυόμενες απειλές. Δεν αναφέρουμε το εξαιρετικά αμφιλεγόμενο πυρηνικό του οπλοστάσιο, την ύπαρξη του οποίου επισήμως αρνείται. Ενώ αυτό το δόγμα ιστορικά παρείχε μια αίσθηση ασφάλειας, τα όριά του γίνονται σαφή, καθώς οι συγκρούσεις σε Γάζα, Λίβανο και Συρία αντανακλούν μια πρόκληση για χρήση στρατιωτικής ισχύος με σκοπό τη διαρκή σταθερότητα.
Στη Γάζα, οι προσπάθειες του Ισραήλ να διαλύσει την υποδομή της Χαμάς μέσω αεροπορικών επιδρομών έχουν οδηγήσει σε βαριές απώλειες αμάχων (εξετάζονται από το Διεθνές Δικαστήριο του ΟΗΕ ως γενοκτονία), κατεστραμμένες υποδομές και κατηγορίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στον Λίβανο, οι συγκρούσεις Ισραήλ-Χεζμπολάχ καταδεικνύουν την ανθεκτικότητα της δεύτερης, καθώς έχει προσαρμοστεί στις τακτικές του Ισραήλ με την πάροδο του χρόνου. Αυτά υπογραμμίζουν τη δυσκολία εξασφάλισης της ειρήνης μόνο με στρατιωτικά μέσα, υποδηλώνοντας την ανάγκη για διπλωματικές λύσεις.
Η σύγκρουση με το Ιράν
Στο επίκεντρο των ισραηλινών φόβων βρίσκεται η σχέση με το Ιράν. Αν και δεν μοιράζεται σύνορα, η επιρροή του διαπερνά την περιοχή. Η υποστήριξή σε Χεζμπολάχ και Χαμάς, καθώς και οι πυρηνικές φιλοδοξίες του, εκλαμβάνονται ως υπαρξιακές απειλές στο Ισραήλ. Τα τελευταία χρόνια, ακολουθεί πολιτική προληπτικής αποτροπής για να εξουδετερώσει την επιρροή του Ιράν, συμπεριλαμβανομένων στοχευμένων χτυπημάτων σε ιρανικά στοιχεία στη Συρία και επιχειρήσεων σαμποτάζ για να αναχαιτίσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Η προσέγγιση αυτή, όμως, εγείρει την πιθανότητα πυροδότησης ευρύτερης σύγκρουσης.
Ενώ οι ενέργειες του Ισραήλ έχουν σχεδιαστεί για να αποτρέψουν τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν, έχουν προκαλέσει ευθυγράμμιση μεταξύ Ιράν και άλλων δυνάμεων, ιδίως Ρωσίας και Κίνας. Αυτή αμφισβητεί τη στρατηγική αυτονομία του Ισραήλ, καθώς οποιοδήποτε μελλοντικό ισραηλινό χτύπημα στο Ιράν θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντιπαράθεση (μέσω “αντιπροσώπων” ή και όχι) με αυτές τις δυνάμεις, περιπλέκοντας τους ισραηλινούς αμυντικούς υπολογισμούς. Επιπλέον, οι συμμαχίες του Ιράν με κρατικούς και μη κρατικούς φορείς στην περιοχή προκαλούν στο Ισραήλ πολυμέτωπη πρόκληση που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί μόνο με στρατιωτικά μέσα. Τέτοιες πολυπλοκότητες υπογραμμίζουν τη σημασία της εξισορρόπησης της επιθετικής αποτροπής με τις προσπάθειες διπλωματικής σταθεροποίησης της περιοχής, μια ισορροπία που το Ισραήλ δεν έχει επιτύχει.
Κεντρικό ζήτημα στη στρατιωτική προσέγγιση του Ισραήλ είναι η εξάρτησή του από συλλογικά τιμωρητικές εκστρατείες του. Οι αεροπορικές επιδρομές, οι οικονομικοί αποκλεισμοί και οι στοχευμένες δολοφονίες αποτελούν μεθόδους που έχει χρησιμοποιήσει για να αποτρέψει τους αντιπάλους του και να αποδυναμώσει τις δυνατότητες των εχθρών του. Ωστόσο, αυτές οι τακτικές συνοδεύονται από ηθικό κι ανθρωπιστικό κόστος. Στη Γάζα, οι απώλειες αμάχων και υποδομών αμάχων όχι μόνο έχουν εντείνει τη διεθνή επίκριση, αλλά έχουν τροφοδοτήσει οργή, απόγνωση και διάθεση για αντίποινα στους Παλαιστινίους.
Οι τιμωρητικές εκστρατείες του Ισραήλ
Η βιβλιογραφία υποδεικνύει ότι οι τιμωρητικές στρατιωτικές στρατηγικές σπάνια αποφέρουν βιώσιμη ειρήνη. Αντίθετα, συχνά οδηγούν σε παγιωμένη εχθρότητα, καθώς οι άμαχοι πληθυσμοί αυξάνουν την αντίστασή τους. Στον Λίβανο, οι προηγούμενες τιμωρητικές εκστρατείες του Ισραήλ ενίσχυσαν την ταυτότητα της Χεζμπολάχ ως δύναμης αντίστασης, εδραιώνοντας έτσι τη βάση υποστήριξής της. Παρομοίως, οι παρατεταμένοι αποκλεισμοί και οι αεροπορικές επιδρομές στη Γάζα μάλλον ενίσχυσαν την αποφασιστικότητα των Παλαιστινίων. Αυτά τα αποτελέσματα υπογραμμίζουν το παράδοξο της ισραηλινής στρατηγικής: Ενώ τα τιμωρητικά μέτρα προσφέρουν βραχυπρόθεσμα τακτικά πλεονεκτήματα, συχνά υπονομεύουν τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα. Καθίσταται έτσι αναγκαία η επαναξιολόγηση των μεθόδων για την επίτευξη ασφαλείας.
Η αεροπορική ισχύς έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη στρατηγική του Ισραήλ, επιτρέποντάς του να πλήττει στόχους με ακρίβεια, ελαχιστοποιώντας τους κινδύνους για το προσωπικό του. Στον αντίποδα, η μέχρι στιγμής ανεπιτυχής χερσαία εισβολή προκαλεί σημαντικές απώλειες στρατιωτών και τεθωρακισμένων. Ωστόσο, η εξάρτηση από την αεροπορική ισχύ έχει περιορισμούς σε συγκρούσεις με δυνάμεις βαθιά ενσωματωμένες σε άμαχους πληθυσμούς, όπως η Χεζμπολάχ και η Χαμάς. Η αεροπορική ισχύς ήταν αποτελεσματική στη εξόντωση ηγετών, αλλά αποδείχθηκε λιγότερο αποτελεσματική στην εξάλειψη επιχειρησιακών δυνατοτήτων ή στην αποτροπή εχθροπραξιών. Το φαινόμενο αυτό καταδεικνύει την περιορισμένη χρησιμότητα της τακτικής του “αποκεφαλισμού”. Η εξάλειψη ηγεσιών και η καταστροφή υποδομών δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε κατάρρευση των δυνατοτήτων του αντιπάλου.
Ιστορικά, η αποτελεσματικότητα της αεροπορικής ισχύος έχει περιοριστεί στον ασύμμετρο πόλεμο, όπου οι αντίπαλοι μπορούν να προσαρμοστούν και να αναδιοργανωθούν γρήγορα. Οι εμπειρίες του Ισραήλ στο Λίβανο και τη Γάζα υπογραμμίζουν αυτή την πραγματικότητα, καθώς οι ένοπλες ομάδες ανασυγκροτούνταν συνεχώς μετά τα ισραηλινά πλήγματα, διατηρώντας την επιχειρησιακή τους παρουσία. Η συνεχιζόμενη ανθεκτικότητα αυτών των ομάδων θέτει υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα μιας στρατηγικής που βασίζεται στην αεροπορική υπεροχή, υποδηλώνοντας ότι χωρίς ταυτόχρονες πολιτικές προσπάθειες, τα στρατιωτικά κέρδη μπορεί να είναι παροδικά. Κατά συνέπεια, η εξάρτηση του Ισραήλ από την αεροπορική ισχύ είναι εν τέλει ανεπαρκής για την αντιμετώπιση των στόχων του.
Οι περιφερειακές ανακατατάξεις
Η διάρκεια και κλιμάκωση των συγκρούσεων δεν δοκίμασε μόνο τον ισραηλινό στρατό, αλλά οδήγησε και σε περιφερειακές ανακατατάξεις. Έχουν προκύψει μέχρι πρότινος αδιανόητες συμμαχίες μεταξύ περιφερειακών δυνάμεων που παραδοσιακά είχαν θρησκευτικές και πολιτικές διαφορές. Οι σουνιτικές και σιιτικές παρατάξεις βρήκαν κοινή βάση στην αντίθεσή τους με τις πολιτικές εθνοκάθαρσης και στόχευσης αμάχων του Ισραήλ. Η υποστήριξη της Χεζμπολάχ προς τη Χαμάς αντανακλά ενοποίηση των στόχων μεταξύ ομάδων που διαφορετικά θα παρέμεναν αντίπαλες. Αυτή η περιφερειακή αναδιάταξη περιπλέκει τις στρατηγικές προοπτικές του Ισραήλ. Η ιστορικά πρωτοφανής επαναπροσέγγιση Ιράν-Σαουδικής Αραβίας κατακτά νέα δυναμική.
Οι συμμαχίες του Ιράν με Ρωσία και Κίνα προσθέτουν πολυπλοκότητα, καθώς αυτές οι παγκόσμιες δυνάμεις παρέχουν υποστήριξη που ενισχύει την επιρροή του Ιράν και μειώνει την ικανότητα του Ισραήλ να ενεργεί μονομερώς εναντίον της. Η μεταβαλλόμενη ισορροπία δυνάμεων αμφισβητεί την παραδοσιακή εξάρτηση του Ισραήλ από τις διαιρέσεις μεταξύ των αντιπάλων του, απαιτώντας αναπροσαρμογή των στρατηγικών του και μεγαλύτερη εμπλοκή σε διπλωματικές λύσεις, προεχόντως στη λύση δύο κρατών. Τα περί επανειλημμένης προσφοράς τέτοιας λύσης από το Ισραήλ και άρνησης των Παλαιστινίων δεν αντέχουν στην παραμικρή κρίση με βάση τα στοιχεία.
Το πολύπλοκο περιβάλλον ασφαλείας του Ισραήλ καθιστά αναγκαία την επανεκτίμηση της στρατηγικής του. Ενώ οι στρατιωτικές του ικανότητες φέρονταν ως αξιοσημείωτες μέχρι πρότινος, η αδυναμία της στρατιωτικής δύναμης να επιτύχει πολιτικούς στόχους είναι προφανής. Οι τιμωρητικές εκστρατείες και οι τακτικές αποκεφαλισμού δεν έχει αποφέρει βιώσιμη ασφάλεια. Το δίλημμα είναι σαφές: επίπονη διπλωματία ή μη-νίκη που είναι συνώνυμη της ήττας.
Λαμβάνοντας υπόψη τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, το Ισραήλ μπορεί να εξασφαλίσει σταθερό ειρηνικό ορίζοντα, εξισορροπώντας τις ανάγκες ασφαλείας του με την αναζήτηση περιφερειακής σταθερότητας. Αυτό προϋποθέτει, όμως, άλλη ηγεσία με άλλη στρατηγική, που δεν διαφαίνεται ούτε στην αντιπολίτευση. Αν κρίνουμε από ισραηλινές δημοσκοπήσεις απορρίπτεται μεν ο Νετανιάχου, όχι όμως ο πυρήνας της πολιτικής του για τα κατεχόμενα εδάφη. Αυτό προοικονομεί δυνητικά μοιραίες ήττες, ιδίως μετά από την αναμενόμενη εντός των προσεχών ετών απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου σε διεθνείς συνθήκες που δεν μοιάζουν πλέον με την “μονοπολική στιγμή”. Η επείγουσα ανάγκη για αλλαγή ρότας είναι, φρονούμε, πολύ προτιμότερη από τον πειρασμό χρήσης του πυρηνικού οπλοστασίου, από τον οποίο δεν υπάρχει απολύτως κανένας γυρισμός για κανέναν.