Είκοσι χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου – Η δύση της Δύσης;
09/09/2021Η εικοστή επέτειος από την 11η Σεπτεμβρίου συνέπεσε με την ταπεινωτική αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το φιλελεύθερο κοσμοσύστημα με επίκεντρο τις ΗΠΑ συνταράσσεται, η ισχύς του προβάλλει λυμφατική. Πολλοί το διαπίστωσαν οψιγενώς, όμως το έτος-ορόσημο στην διεθνή πολιτική ιστορία δεν υπήρξε το 1989, αλλά το 1979.
Τότε ήταν που ανατράπηκε ο Σάχης στο Ιράν και η ανατέλλουσα δύναμη του σύγχρονου πολιτικού Ισλάμ (τελείως διαφορετικό από το πατρογονικό Σαουδαραβικό υπόδειγμα) απέκτησε κρατική οντότητα, η Μάργκαρετ Θάτσερ εκλέχθηκε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου με ένα πρόγραμμα επιστροφής στο night-watchman state (κράτος νυχτοφύλακας) του 19ου αιώνα και ο Τενγκ Σιαοπίνγκ ξεκίνησε το πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων, το οποίο δεν έφερε τον καπιταλισμό στην Κίνα (όπως νομίζει ο στωμύλος Economist), απλά πέτυχε να αντλήσει ξένο κεφάλαιο λόγω του φθηνού εργατικού δυναμικού και της αχανούς εσωτερικής αγοράς.
Η πολιτική του Τενγκ δεν διέφερε ουσιαστικά από αυτήν του Τίτο στην Γιουγκοσλαβία ή του Καντάρ στην Ουγγαρία, απλά ο γιγαντισμός των μεγεθών στην Κίνα είχε κοσμοϊστορικές συνέπειες στην εξέλιξη του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Κατά τα άλλα, σήμερα στην Κίνα δεν υφίστανται ουσιαστικά κατοχυρωμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας, η Δικαιοσύνη αποτελεί επίσημο βραχίονα του κόμματος και στις (περίπου) ιδιωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν υποχρεωτικά κομματικές επιτροπές.
Συλλογική αυταπάτη
Η κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας, βαθιά και πολύπτυχη, αναδεικνύει τα όρια μιας συλλογικής αυταπάτης των ιθυνουσών σφαιρών στο σταυροδρόμι πολιτικής, στρατιωτικής, οικονομικής και πνευματικής ισχύος. Η ελαττωματική διάστιξη της στρατιωτικής ισχύος, με τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις να μετατρέπονται σε ΜΚΟ “εκπολιτισμού” Αφγανών και Ιρακινών, συνιστά τον κολοφώνα της “μπουσικής” ύβρεως. Βασικό καθήκον κάθε στρατού είναι να σκοτώνει, προς επίτευξη συγκεκριμένου, οριοθετημένου πολιτικού σκοπού, όχι να διδάσκει gender studies σε Αφγανόπουλα.
Αιτία της ύβρεως και της πλήρους αποτυχίας υπήρξε μια βαθύτατα οριενταλιστική προσέγγιση των Αφγανών και Ιρακινών. Οι Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί που σχεδίασαν τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας (πρώην φιλελεύθεροι σχεδόν όλοι) έπρεπε να είχαν μελετήσει περισσότερο Έντουαρντ Σαΐντ και λιγότερη Χάνα Άρεντ. Ή, όπως το έθεσε ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, κάθε τόπος έχει την δική του οντολογία, άρα και την δική του δεοντολογία. Αυτά που δουλεύουν στις εύφορες όχθες του Πότομακ ίσως δεν μεταγγίζονται στην Κανταχάρ.
Όχι γιατί ο πολιτισμός της Κανταχάρ είναι κατώτερος, αλλά επειδή είναι διαφορετικός. Άλλα πράγματα τον γοητεύουν και τον συγκινούν, εγγίζουν τις χορδές του. Συνιστά ολοκληρωτισμό να επιδιώκεις να υποτάξεις τον πλούτο της ανθρώπινης δημιουργίας σε ένα χωνευτήρι συγκεκριμένης προέλευσης και αισθητικής. Η διαφορετικότητα που κηρύσσεις πρέπει να είναι οργανική και αληθινή, όχι νομοθετικό διάταγμα και ψευδεπίγραφες ποσοστώσεις στις προσλήψεις και τους διορισμούς.
Έξι τρισεκατομμύρια δολάρια πέταξαν οι Αμερικανοί, με ουρανομήκη οίηση, στο σαθρό εγχείρημα μεταμόρφωσης της Μείζονος Μέσης Ανατολής, και τελικά έμειναν να κοιτάζουν ασκαρδαμυκτί την κατάρρευση του θλιβερού προτεκτοράτου του Αφγανιστάν μέσα σε λίγες ώρες. Και αυτήν την φορά δεν έχουμε απλά να κάνουμε με μία επανάληψη της Σαϊγκόν του 1975, αλλά ίσως με την ηχώ του Σουέζ του 1956. Τότε, ο φαφλατάς Άντονι Ήντεν (γνωστός και από την δυσώνυμη δράση του στο Κυπριακό) εξαναγκάστηκε να προσυπογράψει το ατιμωτικό τέλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Ο αντίκτυπος στη χώρα μας
Η ραγδαία άνοδος της Κίνας σε αυτά τα είκοσι χρόνια, με πλησμονή ισχύος και αυτοπεποίθησης, ανέδειξε και τις παθογένειες των δυτικών φιλελεύθερων αναλύσεων οι οποίες αποδείχθηκε ότι είχαν την πνευματική εμβρίθεια και το διανοητικό εκτόπισμα ενός τσίζμπεργκερ. Σαν τους ιεραποστόλους του 19ου αιώνα, αγνόησαν τα εγγενή πλεονάσματα δύναμης και τις πολιτιστικές παραδόσεις του κινεζικού λαού και τώρα, σε ένα πραγματικά αξιοθρήνητο θέαμα αναρωτιούνται (πάλι…) «ποιος έχασε την Κίνα» (λες και οι Κινέζοι λενινιστές γραφειοκράτες είχαν πάρει ποτέ στα σοβαρά τις παραινέσεις της WSJ και τις προφητείες του Μπιλ Κλίντον ότι το κινητό τηλέφωνο θα καταργήσει τις δικτατορίες –ναι, το είπε και αυτό…).
Σήμερα, κύριο στήριγμα των ΗΠΑ για το άδηλο μέλλον της κυριαρχίας τους στον 21ο αιώνα αποτελεί η ολβιόδωρη γεωγραφική τους θέση, που επέτρεψε στην Ουάσιγκτον, με την ασπίδα δύο ωκεανών, να ηγεμονεύσει σε μία θαλασσοκρατορία εφάμιλλη των Αθηναίων, των Ενετών και των Βρετανών. Το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό είναι (ακόμα…) πολλαπλασιαστής εθνικής ισχύος και εγγυητής του διεθνούς εμπορίου στις θαλάσσιες αρτηρίες.
Όλα αυτά, ο πιθανός θάνατος δηλαδή ενός ολόκληρου ηγεμονικού συστήματος, δεν συμβαίνουν κάπου μακριά για να τα σχολιάζουμε ως παρατηρητές. Η συγκαιριανή διμερής σχέση μας με τις ΗΠΑ είναι η καλύτερη και στενότερη από την εποχή του Παπάγου, χωρίς την αμερικανική ασέβεια του ’50 και του ’60, κάτι που εκτιμούμε. Ειδικά στον σκληρό πυρήνα του κράτους, υφίσταται αξιόλογος συντονισμός. Η συμμαχία με το Ισραήλ έχει αναδείξει σε δεσπόζουσα θέση τις ελληνικές προτεραιότητες, κυρίως στο Κογκρέσο (Βουλή και Γερουσία) που αποτελεί μακροπρόθεσμη επένδυση για τις ημέτερες επιδιώξεις.
Βλέπουμε όμως ότι, όπως στην Κριμαία το 2014, έτσι και στην Καμπούλ το 2021 (και αύριο ίσως στην Ταϊβάν), η αμερικανική υπόσχεση για βοήθεια θρυμματίζεται με τρόπο εκκωφαντικό. Αντιλαμβανόμαστε τι θα συμβεί σε μία ελληνοτουρκική κρίση: σιγά μην επέμβουν οι Αμερικανοί. Μόνο στις δικές μας δυνάμεις μπορούμε να υπολογίζουμε. Επειδή αυτό θα το κάνουν σημαία γνωστοί κύκλοι, έπεται βομβαρδισμός μισελληνικών, εθνοκτόνων προτάσεων για grand bargain με την Τουρκία και τα συναφή.