Η Γερμανία ερωτοτροπεί με την στρατιωτική ισχύ
10/09/2020Η διακήρυξη της Ρώμης (25-3-2017) είχε επιβεβαιώσει ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιλέγει το τρίτο σενάριο από τα πέντε που είχε παρουσιάσει ο τότε πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ με τη Λευκή Βίβλο. Το σενάριο που επιγράφεται Those who want more do more, (εκείνοι που θέλουν περισσότερο, να κάνουν περισσότερο) αποτελούσε ουσιαστικά το σενάριο πολλαπλών ταχυτήτων.
Αυτές υποτίθεται ότι θα διαμορφώνονταν με βάση τις “συμμαχίες των προθύμων” σε συγκεκριμένους τομείς πολιτικής, όπως π.χ. η άμυνα, η εσωτερική ασφάλεια, η φορολογία και ορισμένα κοινωνικά θέματα. Υιοθετήθηκε η στρατηγική της PESCO (Permanent Structured Cooperation), σε διάφορους τομείς, με προεξάρχοντα αυτόν της άμυνας. Ήταν μια επιλογή της Γερμανίας, όπως είχε ήδη προαναγγείλει με διάφορους τρόπους η Μέρκελ. Μάλιστα στη διακήρυξη υπήρχαν τέσσερις στόχοι, από τους οποίους πρώτος ήταν ο ακόλουθος:
“Μια ασφαλή και προστατευμένη Ευρώπη, μια Ένωση όπου όλοι οι πολίτες θα αισθάνονται ασφαλείς και θα μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα, όπου τα εξωτερικά μας σύνορα θα είναι ασφαλή, εφαρμόζοντας μια αποτελεσματική, υπεύθυνη και βιώσιμη μεταναστευτική πολιτική που θα σέβεται τα διεθνή πρότυπα, μια Ευρώπη αποφασισμένη να καταπολεμήσει την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα“.
Γίνεται εύκολα αντιληπτή η άμεση σχέση μεταξύ της επιλογής του τρίτου σεναρίου και του πρώτου στόχου που είχε τεθεί στην Διακήρυξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η παραπάνω επιλογή, με κύριο άξονα τα θέματα άμυνας και ασφάλειας, αποτελούσε από αρκετό καιρό πριν προτεραιότητα του Βερολίνου. Αιτία ήταν ότι είχε καταστεί επιτακτική ανάγκη η προσαρμογή της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής στα νέα πλανητικά δεδομένα. Η εκλογή του προέδρου Τραμπ είχε δώσει ώθηση στις παραπάνω διαδικασίες.
Στροφή στην εξωτερική πολιτική
Οι ΗΠΑ εξαρτούν ολοένα και περισσότερο την εξωτερική τους πολιτική από την προσέγγιση της “ισορροπίας δυνάμεων”. Βασίζονται πλέον περισσότερο στους περιφερειακούς φορείς για τη διαχείριση απειλών. Οι μακροπρόθεσμες αμερικανικές εγγυήσεις για την ασφάλεια της Ευρώπης υπήρξαν το σήμα κατατεθέν της ευρωπαϊκής άμυνας από το 1945. Το Βερολίνο δεν μπορεί πλέον να υπολογίζει σ’ αυτές.
Με την εκλογή Τραμπ είχε διαφανεί η επανεξέταση κύριων προσεγγίσεων της μεταπολεμικής αμερικανικής στρατηγικής. Αυτό ήταν από καιρό αναμενόμενο. Ο Τραμπ, όσον αφορά την εθνική στρατηγική των ΗΠΑ, εμφανίστηκε ως κύριος εκφραστής αναζήτησης νέων προσανατολισμών και προσεγγίσεων, παρά το γεγονός ότι το αμερικανικό κατεστημένο του ύψωσε εμπόδια και τον πίεσε να προσαρμοσθεί στο παραδοσιακό πλαίσιο.
Αυτό τελικά που συνέβη στην τετραετία της προεδρίας Τραμπ που σε λίγο τελειώνει ήταν ένας συμβιβασμός. Πολλά θα εξαρτηθούν από το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών του Νοεμβρίου. Τίποτα, πάντως, δεν μπορεί να προδικάσει κάποιος όσον αφορά τους στρατηγικούς προσανατολισμούς των ΗΠΑ. Είναι προφανής η διαφορά μεταξύ μιας υπερεκτατικής πολιτικής και της πολιτικής που διακήρυξε και εν μέρει εφάρμοσε ο πρόεδρος Τραμπ. Οι διακηρύξεις του υποδήλωναν αναζήτηση προϋποθέσεων για μία ισορροπία.
Νέα διάσταση στο ευρωπαϊκό πείραμα
Το ΝΑΤΟ εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση αναμονής για τον τρόπο που θα συνεχίσει να υπάρχει, γεγονός που οδήγησε τον πρόεδρο Μακρόν να το χαρακτηρίσει “εγκεφαλικά νεκρό”. Το βάρος της Ρωσίας, ως περιφερειακής πυρηνικής δύναμης αυξάνεται ολοένα και πιο πολύ. Σ’ αυτές τις συνθήκες, η Γερμανία δείχνει να κάνει το πρώτο βήμα προς την καθιέρωση ενός νέου εθνικού και περιφερειακού πλαισίου ασφαλείας.
Η συζήτηση στη Γερμανία για μια νέα, πιο διεκδικητική εξωτερική πολιτική, που θα στηρίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στο στρατό της, δεν συνδέεται μόνο με τις ανησυχίες σχετικά με τη Ρωσία ή τις ΗΠΑ. Η Γερμανία έχει αποδεχθεί ότι η μοναδική της επιλογή είναι η συσπείρωση της Ευρώπης. Όπως, όμως, έχει διαφανεί εδώ και αρκετά χρόνια, η επιτυχία της στο οικονομικό μέτωπο υπήρξε περιορισμένη ή και καταστροφική για την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Η ΕΕ είναι μια οικονομική οντότητα, αλλά η οικονομία έχει μετατραπεί από συνδετικό στοιχείο σε σχεδόν διαλυτικό παράγοντα που τροφοδοτεί φυγόκεντρες τάσεις. Θα πρέπει να εισαχθεί κάτι καινούργιο στο ευρωπαϊκό πείραμα, αλλιώς το οικοδόμημα κινδυνεύει να αποσυντεθεί. Το Βερολίνο πιστεύει πως για να κρατηθεί ενωμένη η Ευρώπη απαιτείται η πρόσθεση μιας διαστάσεως που είχε παραβλεφθεί στις διαπραγματεύσεις για την ευρωπαϊκή ενοποίηση: Πρόκειται για την πολιτική-στρατιωτική διάσταση.
Μονόδρομος για τη Γερμανία
Το να υψωθεί ανάστημα απέναντι στη Ρωσία είναι κάτι που βρίσκει ανταπόκριση στα έθνη της Κεντρικής Ευρώπης και βόρειας Ευρώπης. Η ανάληψη ενός πιο ενεργού ρόλου στο εξωτερικό θα καταστήσει το Βερολίνο ακαταμάχητο στη σχέση του με το Παρίσι. Οι νύξεις του Βερολίνου ότι θα επεκτείνει τις διεθνείς στρατιωτικές επιχειρήσεις του, ιδιαίτερα στην Αφρική, ήταν ένα σαφές νεύμα προς το Παρίσι.
Η Γαλλία είχε παλαιότερα εκφράσει επανειλημμένα την επιθυμία της για μια βαθύτερη στρατιωτική και πολιτική συνεργασία με τη Γερμανία. Σ’ αυτή την κατεύθυνση είχε κινηθεί και ο πρόεδρος Μακρόν. Το Βερολίνο δεν είναι σε θέση να αναλάβει μόνο του σοβαρή στρατιωτική δράση. Είναι σε θέση, όμως, να προβάλει με κάποιον ασαφή τρόπο αυτή τη δυνατότητα, δημιουργώντας έτσι μία πολιτική δυναμική.
Στην Κεντρική Ευρώπη κυβερνήσεις έχουν αρχίσει μια ανεξάρτητη πορεία. Με τις ΗΠΑ απρόθυμες να εμπλακούν, η Γερμανία ή θα γίνει το αντίβαρο ή θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες. Η πολιτική έναντι της Ρωσίας δεν μπορεί από μόνη της να λειτουργήσει ως συνεκτικός παράγοντας. Η μετατροπή της Γερμανίας και σε σημαντική στρατιωτική δύναμη μπορεί από κάποιους να αντιμετωπιστεί θετικά, αλλά είναι σίγουρο, όμως, ότι θα εμφανιστεί ξανά η ανησυχία που πηγάζει από το παρελθόν.
Στην πραγματικότητα, πάντως, στα χρόνια που πέρασαν από εκείνη τη Διακήρυξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου λίγα πράγματα έχουν γίνει. Κι όχι μόνο αυτό. Όπως φαίνεται και με την κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο, στον γαλλογερμανικό άξονα εκδηλώνονται αποκλίνουσες τάσεις. Το Βερολίνο κοιτάζει προς τη μία κατεύθυνση και το Παρίσι προς την άλλη.