Ευρώπη και Τουρκία χωρίς σπασμένο καθρέφτη
21/04/2019Η σύντομη αυτή παρέμβαση σκοπό έχει τη διασαφήνιση ορισμένων κρίσιμων παραμέτρων που θα πρέπει να μας απασχολήσουν στην εξέλιξη των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας. Τι περιμένουμε από αυτές τις σχέσεις; Κάτι που σίγουρα δεν περιμένουμε, παρά τα φληναφήματα που κυκλοφορούν τελευταία, είναι η ραγδαία ανάπτυξη ενός «ευρωστρατού» που θα μας εξασφαλίσει απέναντι στον απρόβλεπτο και επικίνδυνο γείτονα. Αντίθετα, ενδιαφέρον παρουσιάζει το εμπορικό και οικονομικό πεδίο. Εκεί είναι που θα πρέπει να διαμορφωθεί μια ελληνική στρατηγική ως προς τις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Διότι ενώ στην Αθήνα επαναλαμβάνουν το κλισέ περί ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι, η ενταξιακή προοπτική της γείτονος έχει εκλείψει. Καθώς διαχειριζόμαστε πλέον την απομάκρυνση από το υποτιθέμενο σενάριο της ένταξης, οι σχέσεις δεν θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας. Θα πρέπει, συνεπώς, με κάποιο τρόπο να διαμορφωθεί η εξέλιξη τους.
Όπως είναι γνωστό, οι σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας θεμελιώνονται, πολύ νωρίς, στη συμφωνία σύνδεσης του 1963, η οποία ακολούθησε την αντίστοιχη ελληνική που είχε υπογραφεί το 1961, πρώτη μεταξύ των συμφωνιών σύνδεσης. Ως στόχοι της συμφωνίας του 1963 τέθηκαν η σταδιακή επίτευξη τελωνειακής ένωσης και η σταδιακή ευθυγράμμιση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της Τουρκίας με αυτή της τότε ΕΟΚ. Η συμφωνία ανέφερε ρητώς και τη δυνατότητα πιθανής μελλοντικής προσχώρησης της Τουρκίας στην Κοινότητα.
Οι περιπέτειες των σχέσεων που ξεκίνησαν το 1963 πέρασαν από πολλά στάδια και ακόμη περισσότερα εμπόδια. Από το πρόσθετο πρωτόκολλο του 1973, την αίτηση της Άγκυρας το 1987 για την πλήρη προσχώρηση, την αναγνώριση στην Τουρκία του καθεστώτος υποψήφιας προς ένταξη χώρας μετά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999, την έναρξη των διαπραγματεύσεων προσχώρησης το 2005, τις δύσκολες Συνόδους κορυφής ΕΕ-Τουρκίας και τις κρίσεις που προκλήθηκαν κατά καιρούς.
Οι αιτίες αυτών των κρίσεων κυμαίνονται από προβλήματα με τα επιμέρους κεφάλαια των διαπραγματεύσεων μέχρι τις εντάσεις μετά την προσχώρηση της Κύπρου το 2004 και την αλαζονική αντίδραση της Άγκυρας. Επίσης, αφορούν στα ελλείμματα της Τουρκίας στο πεδίο της πολιτικής αιρεσιμότητας (μειονότητες, δικαιώματα, κράτος δικαίου) και στις υπαρξιακές ανησυχίες της ΕΕ απέναντι σε ένα μεγάλο μουσουλμανικό κράτος που –τυπικά– εξακολουθεί να επιζητεί την πλήρη ένταξη. Κι αυτό, ενώ επιχειρεί να προωθήσει μια πολιτική περιφερειακής ηγεμονίας στο σουνιτικό κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, συνδέοντας το σχετικά μετριοπαθές Ισλάμ με τον τουρκικό εθνικισμό.
Μεσογειακή Ένωση και ένταξη
Ο προβληματισμός για τις σχέσεις έχει περάσει και από τις –κατά καιρούς– ανοιχτά απορριπτικές θέσεις χωρών όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Αυστρία. Ενόψει των ανυπέρβλητων δυσκολιών, οι ιδέες για πιθανά εναλλακτικά σενάρια βρισκόταν συχνά κοντά στο προσκήνιο. Το 2007 ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί είχε προτείνει την ίδρυση μίας Οικονομικής, Πολιτικής και Πολιτιστικής Ένωσης των χωρών της Μεσογείου. Η Μεσογειακή Ένωση επρόκειτο να είναι κατά βάση οικονομική, αλλά θα είχε και πολιτικούς στόχους. Για τον φιλόδοξο Σαρκοζί, η επίλυση του Μεσανατολικού θα ήταν ένας από αυτούς.
Το σχέδιο για τη Μεσογειακή Ένωση ναυάγησε νωρίς, αλλά η Τουρκία είχε προλάβει να εκφράσει την έντονη αντίθεση της με την ιδέα. Υπολογίζοντας (σωστά) ότι η προτεινόμενη Ένωση αποτελούσε (και) διέξοδο για τη συνεχιζόμενη διελκυστίνδα των σχέσεων Ευρώπης–Τουρκίας, ο υπουργός ευρωπαϊκών υποθέσεων και σύμβουλος του Ερντογάν, Εγκεμάν Μπαγκίς, είχε σπεύσει να κατακεραυνώσει το γαλλικό σχέδιο: «Η πρόταση δεν μπορεί να εκληφθεί ως εναλλακτική λύση, με δεδομένο ότι όλες οι χώρες που άρχισαν ενταξιακές διαπραγματεύσεις τις ολοκλήρωσαν. Εάν η Τουρκία αποτελέσει την εξαίρεση, το μήνυμα προς το ενάμισι δισεκατομμύριο μουσουλμάνους της υφηλίου θα είναι πολύ αρνητικό».
Είναι γεγονός ότι επίσημη θέση της Άγκυρας παραμένει η πλήρης ένταξη, ενώ υποστηρικτές της ευρωπαϊκής πορείας μπορούσαν παλαιότερα να βρεθούν ακόμη και εντός του AKP (π.χ. ο Γιασάρ Γιακίς, πρώην υπουργός Εξωτερικών). Είναι όμως επίσης γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν μια αυξανόμενη αδιαφορία, αλλά και μια εντεινόμενη αντίθεση της μεγάλης πλειοψηφίας των Τούρκων απέναντι στην προοπτική ένταξης στην ΕΕ. Με δυο λόγια, το πλοίο έχει σαλπάρει και από τις δυο πλευρές: ούτε η ΕΕ ούτε η Τουρκία προσανατολίζονται πια σε μελλοντική ένταξη.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει καλές εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία, με την οποία διατηρούμε πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο (με εξαίρεση κάποια έτη) και σχετικά δυναμική προοπτική περαιτέρω ανάπτυξης. Παρότι η κρίση της τουρκικής οικονομίας βρίσκεται σε εξέλιξη (πτώση στις κατασκευές, κάμψη εξαγωγών, πτώση λίρας, εξάντληση συναλλαγματικών διαθεσίμων), η μακροπρόθεσμη εικόνα δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Η Τουρκία, η Ιταλία, η Γερμανία, η Βουλγαρία, η Κύπρος, η Βρετανία και οι ΗΠΑ αποτελούν τις κύριες αγορές των ελληνικών εξαγώγιμων προϊόντων και υπηρεσιών. Ενώ παράλληλα οι κακές εξελίξεις στα οικονομικά της γείτονος σημαίνουν ότι δύσκολα η Τουρκία θα βρει κάποιον, πέρα από τη Δύση και το ΔΝΤ, για να τη στηρίξει με τρόπο που θα ικανοποιήσει και τις διεθνείς αγορές.
Τι είδους σχέση;
Άρα μας ενδιαφέρει μια συνεχιζόμενη σχέση ΕΕ-Τουρκίας. Τι είδους σχέση; Τόσο οι οικονομικές διαδράσεις όσο και το κρίσιμο πεδίο του ελέγχου της μετανάστευσης, μας οδηγούν στην ανάγκη συστηματικής και σχετικά σιωπηλής διερεύνησης σεναρίων για ένα νέο καθεστώς σύνδεσης που σταδιακά θα ρυθμίσει τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι μια νέα εταιρική σχέση μεταξύ των δυο μερών θα υπάρξει στα επόμενα χρόνια. Το ερώτημα είναι εάν η ελληνική πλευρά θα συμβάλει κατά το δυνατόν λεπτομερώς στη διαμόρφωση της, ως μέλος της ΕΕ και μάλιστα ως μέλος με συγκριτικά αρκετά ισχυρές διμερείς εμπορικές σχέσεις με την γείτονα.
Εν κατακλείδι. Όταν καθίσει η σκόνη από τις ευρωεκλογές, από τα κούφια λόγια, από τις πραγματικές ή φαντασιακές γεωπολιτικές στοχεύσεις Τούρκων, Ισραηλινών, Αμερικανών, Αιγυπτίων και άλλων, τρεις θα είναι –σε τελική ανάλυση– οι βασικοί πυλώνες που θα μας επιτρέψουν να ανταποκριθούμε με επιτυχία στη δομική πρόκληση που συνιστά στο διηνεκές η Τουρκία για την Ελλάδα.
Ο πρώτος είναι το περαιτέρω χτίσιμο της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος, χωρίς την οποία το μέλλον διαγράφεται γκρίζο. Δεύτερος πυλώνας παραμένει το ΝΑΤΟ σε συνδυασμό με την ενισχυμένη διμερή στρατηγική συνεργασία Ελλάδας-ΗΠΑ. Ο τρίτος, ίσως λιγότερο ορατός αλλά εξίσου σημαντικός, θα αποκτήσει υπόσταση εάν διαμορφωθεί με τη συμβολή και της Αθήνας ένα μελλοντικό εταιρικό καθεστώς ΕΕ-Τουρκίας που θα μας βγάλει από το επικίνδυνο αδιέξοδο της δήθεν ενταξιακής πορείας.