Για ποια ΕΕ ψηφίζουν οι Ευρωπαίοι
09/06/2024Η ΕΕ βαδίζει προς τις ευρωεκλογές ευρισκόμενη στη χειρότερη δυνατή κατάσταση από την ίδρυσή της. Από την εκδήλωση της διεθνούς οικονομικής κρίσης και την κρίση του ευρώ, η Ευρώπη παραπατάει, αν και έχει καταφέρει να διατηρήσει μία κάποια ισορροπία. Δεν πρόλαβε να συνέλθει από την πανδημία και τις επιπτώσεις της και ο πόλεμος στην Ουκρανία παρόξυνε υφιστάμενα προβλήματα και προκάλεσε νέα.
Στην οικονομική δυστοκία προστέθηκε η ενεργειακή κρίση και ο συνακόλουθος πληθωρισμός, ενώ προσετέθη και η γεωστρατηγική κρίση. Κρίνοντας εκ των αποτελεσμάτων, οι αλλεπάλληλες οικονομικές κυρώσεις που επέβαλε η Δύση στη Ρωσία αποδείχθηκαν πιο βλαβερές για την Ευρώπη απ’ ό,τι για τη Ρωσία, η οποία εμφανίζει υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, λόγω της πολεμικής οικονομίας που εφαρμόζει.
Για την ακρίβεια, οι κυρώσεις λειτουργούν σαν αμφίστομη μάχαιρα, δηλαδή ναι μεν πλήττουν τη Ρωσία, αλλά όλα δείχνουν πως πλήττουν περισσότερο την Ευρώπη, χωρίς να αφήνουν αλώβητες και τις ΗΠΑ, οι οποίες, όμως, έχουν παραλλήλως και σημαντικά οφέλη. Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι δεν βρισκόμαστε 30 χρόνια πριν, όταν οι ΗΠΑ μπορούσαν να διαμορφώνουν τους κανόνες στην παγκόσμια οικονομία.
Αν και στα δυτικά ΜΜΕ, όταν ανακοινώνονταν οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, δεν υπήρχε αναφορά για το κόστος που αυτές θα είχαν κυρίως στις ευρωπαϊκές οικονομίες, τα γεγονότα δείχνουν ότι αυτό το κόστος όχι μόνο είναι υπαρκτό, αλλά και βαρύ. Δεν είναι μόνο η ενεργειακή ανεπάρκεια. Λόγω της ενεργειακής κρίσης και εν μέρει λόγω των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, έχει προκύψει υψηλός πληθωρισμός στη Δύση, ο υψηλότερος εδώ και πολλές δεκαετίες.
Αυτός ο πληθωρισμός, μάλιστα, δεν έχει προκύψει από την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί, οπότε και να μπορεί να τιθασευτεί με νομισματικά μέτρα. Είναι πληθωρισμός που πηγάζει από τις υψηλές τιμές της ενέργειας και ως εκ τούτου δεν αντιμετωπίζεται ακόμα και με περιοριστική οικονομική πολιτική, η οποία στις τωρινές συνθήκες θα οδηγήσει σε στασιμοπληθωρισμό. Σε αυτόν τον πόλεμο, λοιπόν, δεν πολεμούν μόνο στρατιώτες. Πολεμάει και η οικονομία, με τις πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Οι τωρινές ευρωεκλογές θα καταδείξουν το μέγεθος των διαφοροποιήσεων στον συσχετισμό των πολιτικών-κομματικών δυνάμεων ως παράγωγο αποτέλεσμα της πολύπλευρης κρίσης.
Ανακύπτει λογικά, όμως, το ερώτημα: Δεν είχαν οι Ευρωπαίοι τουλάχιστον υπολογίσει ότι οι κυρώσεις είναι αμφίστομη μάχαιρα; Δεν είχαν υπολογίσει τις επιπτώσεις στο επίπεδο της ενεργειακής τροφοδοσίας. Το αμερικανικό LNG κοστίζει στις ευρωπαϊκές οικονομίες, ειδικά στη γερμανική, πολλαπλάσια από όσο κόστιζε το ρωσικό φυσικό αέριο. Επειδή η οικονομία τρέχει με τον δικό της ρυθμό, οι συνέπειες των κυρώσεων στην Ευρώπη άρχισαν να φαίνονται λίγο αργότερα από την εφαρμογή τους, αλλά ήταν πλέον αργά.
Ο μεγάλος ηττημένος στην ΕΕ
Η επιδείνωση της καθημερινότητας ειδικά για τα μικρομεσαία στρώματα στις ευρωπαϊκές χώρες έχει προσλάβει διαστάσεις. Αναμφισβήτητα, όμως, ο μεγάλος ηττημένος από τον οικονομικό πόλεμο Δύσης-Ρωσίας είναι η Γερμανία. Μπορεί να μην είναι σε πρώτο πλάνο το κόστος που πληρώνει, αλλά είναι κοινό μυστικό ότι το σταμάτημα της ροής του φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου πλήττει όχι μόνο το επίπεδο ζωής των γερμανικών νοικοκυριών, αλλά και την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της γερμανικής βιομηχανίας. Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με την Ουκρανία και τη Ρωσία, η Γερμανία δεν πληρώνει σε αίμα, αλλά σε χρήμα. Πληρώνει συρρικνώνοντας την οικονομική της ευμάρεια και το βιομηχανικό και κατ’ επέκταση εμπορικό της πλεονέκτημα. Κι αυτό, επειδή το γερμανικό οικονομικό θαύμα των τελευταίων δεκαετιών στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στη φθηνή ρωσική ενέργεια.
Οι γερμανορωσικές σχέσεις χαρακτηρίζονταν ιστορικά από γεωπολιτικό ανταγωνισμό, αλλά και από τη συμπληρωματικότητα των οικονομιών τους, γεγονός που δημιουργούσε ένα κλίμα αμφιθυμίας. Ακόμα και στο πλαίσιο του παλαιού Ψυχρού Πολέμου –όπως έδειξε η Οστ Πολιτίκ του καγκελάριου Βίλι Μπραντ– οι Γερμανοί δεν έπαψαν ποτέ να βλέπουν και προς Ανατολάς, αρχικά με σκοπό την επανενοποίηση των δύο Γερμανιών και στη συνέχεια για εμπορική και κατά το δυνατόν οικονομική διείσδυση.
Έτσι, όταν χαλάρωσε κάπως ο Ψυχρός Πόλεμος, από τον καιρό ακόμα της Σοβιετικής Ένωσης, η ρωσική ενέργεια άρχισε να ρέει προς τη Γερμανία και σιγά-σιγά και προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Η οικονομική διείσδυση της Γερμανίας προς Ανατολάς προσέλαβε ορμητικό χαρακτήρα μετά την επανενοποίησή της, την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Τον ίδιο ορμητικό χαρακτήρα προσέλαβε και η εισαγωγή ρωσικής ενέργειας, τροφοδοτούμενη από τη συμπληρωματικότητα της γερμανικής με τη ρωσική οικονομία σε συνθήκες πλέον παγκοσμιοποίησης.
Όταν, μάλιστα, επικράτησε η αντιρωσική “πορτοκαλί” επανάσταση στην Ουκρανία κι άρχισαν τριβές μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, επειδή οι Ουκρανοί κατακρατούσαν ρωσικό φυσικό αέριο από τους χερσαίους αγωγούς, που διέρχονταν από τη χώρα τους και κατέληγαν στη Γερμανία. Οι τριβές εκείνες προκάλεσαν προβλήματα στην ομαλή τροφοδοσία της Γερμανίας (κι όχι μόνο), γεγονός που οδήγησε στην απόφαση της παράκαμψης της Ουκρανίας με την κατασκευή στη Βαλτική του υποθαλάσσιου αγωγού NordStream 1. Ο NordStream 1 κρίθηκε τόσο πολύτιμος για τη γερμανική οικονομία που οδήγησε στη συμφωνία Γερμανίας-Ρωσίας για την κατασκευή και του NordStream 2 για μεταφορά πρόσθετων ποσοτήτων ρωσικού φυσικού αερίου, από τις οποίες θα τροφοδοτούνταν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτοπαγιδευμένη η Γερμανία
Η ρωσική εισβολή λειτούργησε σαν τομή. Λόγω και της κατάλληλης πολιτικής, διπλωματικής και επικοινωνιακής προετοιμασίας από την πλευρά των Αμερικανών, η Δύση συστρατεύθηκε ταχύτατα και με πρωτοφανή ένταση στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, υιοθετώντας το ένα μετά το άλλα τα πακέτα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Ενδεικτικό του αντιρωσικού πυρετού που κυριάρχησε και στο γερμανικό πολιτικό σύστημα είναι ότι άρχισαν να κατηγορούν τους προηγούμενους καγκελάριους Χέλμουτ Κολ, Γκέρχαρντ Σρέντερ και Άνγκελα Μέρκελ ότι εξάρτησαν τη Γερμανία από τη ρωσική ενέργεια.
Δεν έκαναν τον κόπο, ωστόσο, να αναρωτηθούν εάν χωρίς το φθηνό και σίγουρο ρωσικό φυσικό αέριο θα μπορούσαν τα γερμανικά προϊόντα να είναι τόσο ανταγωνιστικά διεθνώς, ώστε να προσκομίζουν τόσο μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα στη Γερμανία και έτσι να την έχουν καταστήσει ηγεμονική δύναμη στην ΕΕ. Το υψηλό κόστος του αμερικανικού LNG παράγει πληθωρισμό και ανεβάζει τις τιμές των γερμανικών βιομηχανικών προϊόντων, καθιστώντας τα λιγότερο ελκυστικά στις διεθνείς αγορές, ειδικά σε περίοδο ισχνών αγελάδων παγκοσμίως.
Η Γερμανία είχε μέσω του ευρώ καταφέρει να κυριαρχήσει στην ευρωπαϊκή οικονομία, οδηγώντας άλλες ευρωπαϊκές βιομηχανικές χώρες σε κρίση (π.χ. Ιταλία). Όλα, λοιπόν, δείχνουν ότι η γερμανική οικονομία υφίσταται μεγάλο πλήγμα. Χάνοντας, όμως, το οικονομικό της πλεονέκτημα, η Γερμανία δεν έχει τίποτα να βάλει στη ζυγαριά για να λειτουργήσει ως μεγάλη δύναμη, ή έστω ως ηγετική δύναμη στην ΕΕ. Και βεβαίως το ευρώ εκ των πραγμάτων θα χάσει σημαντικό μέρος από την οικονομική βάση που το στηρίζει, η οποία σε μεγάλο βαθμό είναι το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας από τις εκτεταμένες εξαγωγές της.
Ενώ αυτό το ζήτημα όφειλε να είναι στο κέντρο της ευρωπαϊκής δημόσιας συζήτησης για το θέμα της Ουκρανίας και τις συνέπειες των κυρώσεων στη Ρωσία, σχεδόν απουσιάζει. Αντιθέτως, κυριαρχούν πολεμικοί τόνοι, στο πλαίσιο μίας κλιμάκωσης της σύγκρουσης με τους Ρώσους, η οποία εξωθεί σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια. Είναι αλήθεια ότι τέτοιοι προβληματισμοί εκφράζονται σε κλειστά δυτικά δωμάτια, αλλά το κλίμα στον δημόσιο λόγο, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί από τον Φεβρουάριο του 2022 είναι απαγορευτικό για μία τέτοια συζήτηση.
Αυτοπαγιδευμένη, λόγω και του “ιδεολογικού” τρόπου που εξαρχής προσέγγισε το πρόβλημα, η Γερμανία ουσιαστικά χάνει τον τρίτο της μεγάλο πόλεμο. Οι Αμερικανοί κατάφεραν να τινάξουν στον αέρα τη ρωσογερμανική σχέση, η οποία πάντα αποτελούσε από ενόχληση μέχρι εφιάλτη για την Ουάσινγκτον. Μόνο εάν η Ρωσία ηττηθεί στρατηγικά, θα δικαιωθεί η στάση του Βερολίνου.
Αυτό το ενδεχόμενο, όμως, κατά γενική ομολογία συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες. Πρώτον, επειδή οι εξελίξεις στα μέτωπα είναι υπέρ της Μόσχας. Δεύτερον, επειδή μία μεγάλη πυρηνική δύναμη δεν μπορεί να ηττηθεί στρατηγικά, γιατί εάν κινδυνεύσει να υποστεί τέτοια ήττα θα καταφύγει αναπόφευκτα στα πυρηνικά όπλα της, όπως προβλέπει το δόγμα όλων των πυρηνικών κρατών.