Για την CIA δούλεψε ο Βίλι Μπραντ κατά το Spiegel
18/12/2021«Όταν ο Βίλι Μπραντ ήταν 35 ετών άρχισε να δουλεύει για την CIA», γράφει το γερμανικό πολιτικό περιοδικό Spiegel, που αναφέρει ότι αυτή η “στενή συνεργασία” κράτησε τουλάχιστον τέσσερα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ο Μπραντ είχε πάνω από 200 συναντήσεις με αμερικανικούς συνδέσμους. Στην πολιτική του ζωή πάντως (όπως όμως και ο προκάτοχός του Αντενάουερ) ναι μεν συνέχισε να στηρίζει τους ακραία τους Αμερικανούς, αλλά “πάτησε πόδι” στο θέμα της επαναπροσέγγισης με την τότε ΕΣΣΔ για χάρη της Ανατολικής Γερμανίας, κάτι στο οποίο οι ΗΠΑ αντιτίθεντο.
Το κατά πόσο η μετέπειτα ακραία φιλοαμερικανική πολιτική του και ο έντονος αντικομουνισμός του ήταν συνέπεια των παλιών “δεσμών” του με την CIA ή οφειλόταν απλώς στο κοινά σημεία με τους Αμερικανούς, είναι προς ιστορική διερεύνηση. Επίσης πρέπει να συνεξετασθεί και το γεγονός ότι μεταπολεμικά η Γερμανία ήταν ουσιαστικά όμηρος των ΗΠΑ για να ανασυγκροτηθεί οικονομικά και σιγά-σιγά στρατιωτικά. Επιπλέον, ακόμα και αν ο Μπραντ όντως δούλεψε ως κατάσκοπος των Αμερικανών, είναι άγνωστο αν το βασικό του κίνητρο ήταν η στήριξη που ήθελε από αυτούς για το δικό του όραμα, μιας ενωμένης σοσιαλδημοκρατικής Γερμανίας.
Η δε τραγική ειρωνεία είναι ότι ο Μπραντ έχασε την εξουσία τελικά όταν συνελήφθη για κατασκοπεία υπέρ των Σοβιετικών το δεξί του χέρι. Ο Γκύντερ Γκιγιόμ, στενός σύμβουλος του και εξ απορρήτων του, συνελήφθη ως πράκτορας της Στάζι και σε ένα μήνα ο Μπραντ παραιτήθηκε. Πολλοί πιστεύουν ότι η υπόθεση αυτή ήταν απλώς η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και ο Μπραντ είχε ήδη φθαρεί και είχε έρθει ούτως ή άλλως η “ώρα να πέσει”. Μάλιστα πολλοί αναρωτιόνται τώρα αν ο Μπραντ όντως δούλευε για τις ΗΠΑ, ή αν απεναντίας στην πραγματικότητα κατασκόπευε εκείνος τους Αμερικανούς, δίνοντάς τους ανώδυνες πληροφορίες.
Όταν μάλιστα το 1974 η KGB αντελήφθη ότι οι Ανατολικογερμανοί είχαν στρατολογήσει τον Γκιγιόμ, η ηγεσία της αντέδρασε έντονα και απαίτησε «να σταματήσει αυτή η συνεργασία, γιατί ο Μπραντ είναι πολύτιμος φίλος της ΕΣΣΔ και δεν πρέπει να διακυβευθεί να χάσει την εξουσία». Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει το πρώην στέλεχος της KGB, Βασίλι Μιτρόκιν, που αυτομόλησε στη Βρετανία το 1992.
Ο Γκιγιόμ, παιδί μιας κομμώτριας και ενός πιανίστα που έπαιζε πιάνο σε μπαράκια, εντάχθηκε στη νεολαία των ναζί όταν ήταν έφηβος, όμως αργότερα φαίνεται πως έκανε στροφή 180 μοιρών και το 1956 στρατολογήθηκε από την Στάζι. Φέρεται να δόθηκε σε αυτόν και στην σύζυγό του η εντολή να διεισδύσουν στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, κάτι που όντως έκανε, και απέκτησε στενούς δεσμούς φιλίας με τον Βίλι Μπραντ. Πέθανε από καρκίνο στα νεφρά το 1995, ενώ ο Μπραντ είχε ήδη πεθάνει το 1992 από καρκίνο εντέρου.
Στην υπηρεσία των ΗΠΑ
Η κωδική ονομασία του Μπραντ, σύμφωνα πάντα με το Spiegel, ήταν “O-35-VIII” και φέρεται να ήταν πληροφοριοδότης της υπηρεσίας αντικατασκοπείας των ΗΠΑ (CIC, Counter Intelligence Corps) επί μια τετραετία. Σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό η στενή συνεργασία κράτησε μέχρι τις 17 Μαρτίου 1952. Δουλειά του Βίλι Μπραντ ήταν να ενημερώνει τους Αμερικανούς για τη νεολαία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (την FDJ) και για το κυβερνών Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα (SED), αλλά και για τα ναυπηγεία, τα εργοστάσια, το σιδηροδρομικό σύστημα και το τηλεφωνικό δίκτυο του σοβιετικού στρατού στην τότε Ανατολική Γερμανία. Η αμερικανική υπηρεσία μάλιστα χαρακτήριζε τον πράκτορα O-35-VIII «αξιόπιστο».
Ο Μπραντ, ο οποίος τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης το 1971, όταν κατά το Spiegle δούλευε για τους Αμερικανούς, βρίσκονταν στο μεταίχμιο δραστηριοτήτων και αποφάσεων. Αρχικά ήταν μάλιστα κομμουνιστής ή πάντως αριστερός ή αυτό φερόταν να είναι. Όταν αναρριχήθηκε στα ύπατα αξιώματα, είκοσι χρόνια μετά, από τη μία επιδοτούσε την “Ostpolitic” για να ενισχυθούν οι δεσμοί με την τότε ΕΣΣΔ (και ουσιαστικά, με την Ανατολική Γερμανία) όμως από την άλλη ήταν υπέρ της εισβολής των Αμερικανών στο Βιετνάμ και είχε σχεδόν ακραία φιλοαμερικανική πολιτική, ενώ στήριζε και αυταρχικά καθεστώτα που είχαν τις πλάτες των ΗΠΑ.
Το τελευταίο, αν πάντα ευσταθεί το δημοσίευμα του Spiegel, ίσως ερμηνεύεται από το σκοτεινό παρελθόν του: δεν θα μπορούσε ποτέ να αποστασιοποιηθεί από τους Αμερικανούς και την πολιτική τους, αφού “τον κρατούσαν”. Ίσως όμως ερμηνεύεται και από την ρεαλιστική πολιτική που ακολουθούσαν τότε σχεδόν όλοι ανεξαιρέτως οι Γερμανοί πολιτικοί. Την ίδια χρονιά που αρχίζει να δουλεύει για τους Αμερικανούς (το 1948) υιοθετεί και επισήμως το όνομα Βίλι Μπραντ, που μέχρι τότε το χρησιμοποιούσε μόνον για να υπογράφει αντιναζιστικά κείμενα ως δημοσιογράφος.
Στην νεολαία των Σοσιαλιστών
Το πραγματικό του όνομα ήταν Herbert Ernst Karl Frahm και είχε γεννηθεί στη Λυβέκκη ή Λίμπεκ σαν σήμερα, στις 18 Δεκεμβρίου του 1913. Η μητέρα του ήταν ανύπανδρη και δούλευε ως ταμίας σε εμπορικό. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος από το Αμβούργο, αλλά ο Μπραντ δεν τον γνώρισε ποτέ. Λεγόταν John Heinrich Möller και πέθανε όταν ο γιος του ήταν πλέον καγκελάριος. Ο Μπραντ είχε μόνον το επώνυμο της μητέρας του, κάτι αρκετά δύσκολο εκείνα τα χρόνια, που τα παιδιά αυτά λέγονταν απλώς “νόθα”.
Καθώς η μητέρα του τα έφερνε πολύ δύσκολα βόλτα και δούλευε κάθε μέρα σκληρά, ή ίσως και για κοινωνικούς λόγους της εποχής εκείνης με τους άγραφους νόμους των “παιδιών χωρίς πατέρα”, τον ανέθρεψε ουσιαστικά ο πατριός της μητέρας του και τύποις παππούς του. Αυτός και η δεύτερη γυναίκα του μεγάλωσαν τον μετέπειτα καγκελάριο και τον φρόντισαν μέχρι τα 22 του, που ο πατριός του πέθανε.
Ο Μπραντ είχε ήδη μπει από την εφηβεία του στη νεολαία του Σοσιαλιστικού Κόμματος (του τότε SPD), αλλά αποχώρησε στα 21 του για να ενταχθεί στη νεολαία του κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος. Επαγγελματικά ασχολείτο με τα ναυπηγικά, αλλά όταν άρχισαν να κυριαρχούν οι ναζί, διέφυγε στη Νορβηγία και άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος. Το 1934 συμμετείχε στην ίδρυση της Διεθνούς Επαναστατικής Νεολαίας και εκλέχθηκε μάλιστα γραμματέας της.
Ταξίδεψε τότε κρυφά στη Γερμανία με πλαστά χαρτιά ως Νορβηγός φοιτητής και έγραψε ρεπορτάζ για την κατάσταση που επικρατούσε εκεί, ενώ το 1937 πήγε στην Ισπανία για να καλύψει δημοσιογραφικά τον Εμφύλιο, αλλά ίσως και από ιδεολογία. Τότε η ακροδεξιά γερμανική κυβέρνηση του αφαίρεσε την ιθαγένεια και ο Μπραντ έγινε Νορβηγός. Εν συνεχεία, λόγω της γερμανικής κατοχής, διέφυγε στην ουδέτερη Σουηδία.
Εκεί έζησε με νορβηγική υπηκοότητα μέχρι το 1945 και έδινε διαλέξεις για την κατάσταση στις χώρες υπό γερμανική κατοχή. Στα τέλη του 1946 επέστρεψε στο Βερολίνο ως δημόσιος υπάλληλος της νορβηγικής κυβέρνησης και το 1948 εντάχθηκε ξανά στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και ξανάγινε Γερμανός πολίτης. Εκείνη τη χρονιά χωρίζει την πρώτη του σύζυγο (πήρε τρεις), παντρεύεται την δεύτερη σε λίγους μήνες, κάνει επίσημο όνομα και στο ληξιαρχείο το μέχρι τότε ψευδώνυμό του Βίλι Μπραντ, αρχίζοντας να δουλεύει για τους Αμερικανούς.
Το Τείχος του Βερολίνου
Το 1949 και ενώ (κατά το Spiegel) δουλεύει πια για τους Αμερικανούς, ο Μπραντ εκλέγεται στην δυτικογερμανική Bundestag (την ομοσπονδιακή Βουλή) ως βουλευτής του Δυτικού Βερολίνου. Παράλληλα ήταν και εκπρόσωπος στο τοπικό κοινοβούλιο του Δυτικού Βερολίνου. Το 1950, ενώ ήταν πλέον μέλος της Bundestag, εξέδιδε το “Berliner Stadtblatt” που πρόσκειτο στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα για το οποίο μυστικά φέρεται να έπαιρνε κονδύλια (170.000 γερμανικά μάρκα) από την αμερικανική κυβέρνηση (περίπου 500.000 ευρώ σε σημερινά λεφτά). Σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό, το 1952 σταματούν οι συναντήσεις με τους Αμερικανούς πράκτορες και η κατασκοπεία για τις ΗΠΑ φαίνεται τυπικά να λήγει.
Από τον Οκτώβρη του 1957 και για δέκα χρόνια ο Μπραντ ήταν στην τοπική κυβέρνηση στο Δυτικό Βερολίνο. Η ένταση στις σχέσεις με την Ανατολή, στάθηκε η αιτία να υψωθεί το 1961 το Τείχος του Βερολίνου, κάτι που θύμωσε τον Μπραντ και τον έφερε σε έντονη κόντρα με τους Αμερικανούς. Ήταν μεν πολύ επικριτικός έναντι των σοβιετικών και δριμύτατος μετά τα γεγονότα του 1956 στην Ουγγαρία, αλλά δεν εγκατέλειπε το όνειρο της επανένωσης. Το Τείχος του Βερολίνου τον σόκαρε και θεώρησε ότι οι ΗΠΑ δεν έκαναν το χρέος τους. Το 1958 είχε προτείνει μάλιστα να γίνει το Βερολίνο “ουδέτερη πόλη” αλλά αυτό δεν έγινε δεκτό ούτε από τους σοβιετικούς, ούτε από τους Αμερικανούς.
Το 1961 συναντήθηκε με τον Τζον Κένεντι και ο Αμερικανός πρόεδρος του είπε ότι ήλπιζε να αναρριχηθεί στα ύπατα αξιώματα «για να απαλλαγούμε και από τον Αντενάουερ». Ο Κόνραντ Αντενάουερ, καγκελάριος από το 1949, ενόχλησε τους Αμερικανούς επειδή ο 1955 επισκέφθηκε την Μόσχα και αποκατέστησε σχέσεις με τους Σοβιετικούς. Ήταν πλέον 87 ετών, όμως μάχιμος. Το 1963 έχασε εξαιτίας εσωκομματικών διαμαχών και παραιτήθηκε.
Οι σχέσεις με τον Κένεντι
Ο Αντενάουερ δεν πήγαινε πάντως ούτε εκείνος σε τίποτα κόντρα στους Αμερικανούς, γιατί ουσιαστικά σε αυτούς στήριξε την ανασυγκρότηση της χώρας του, κάνοντας τις αναγκαίες παραχωρήσεις. Όμως είχε κι εκείνος σαν τον Μπραντ αργότερα, ως “κόκκινη γραμμή” το θέμα της Ανατολικής Γερμανίας και εναντιώθηκε ως προς αυτό στις ΗΠΑ, καθώς προσέγγισε την ΕΣΣΔ. Παράλληλα οι ΗΠΑ ενοχλήθηκαν και από τον γαλλογερμανικό άξονα που δομήθηκε επί των ημερών του Αντενάουερ.
Ο Κένεντι μάλιστα είχε φτάσει στο άκομψο σημείο να καλέσει στον Λευκό Οίκο πρώτα τον Μπραντ (που ηγείτο της αντιπολίτευσης ακόμη) και μετά τον Αντενάουερ, που ήταν καγκελάριος. Ο Κένεντι έπαιζε σε διπλό ταμπλό, υποστηρίζοντας ότι ήταν κατά του Ψυχρού Πολέμου, αλλά το Τείχος του Βερολίνου τον ικανοποιούσε ως “προβοκάτσια”, γιατί εμφάνιζε ως “κακούς” τους σοβιετικούς. Ο Μπραντ τότε ήταν μια από τις λίγες φορές που τσακώθηκε με τους Αμερικανούς. Θύμωσε και ο Κένεντι από τις δηλώσεις του “εκλεκτού” του στην Γερμανία. Στο τέλος “τα βρήκαν”.
Το 1966 ο Μπραντ έγινε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση συνεργασίας και το 1969 καγκελάριος. Ως καγκελάριος εισήγαγε την νέα “Ostpolitik” δημιουργώντας καλύτερες σχέσεις με το Ανατολικό Μπλοκ. Αποκατέστησε τις σχέσεις με την Ρουμανία και την Τσεχοσλοβακία καθώς και με την Γιουγκοσλαβία. Το 1969 ξανάκανε άνοιγμα προς την Ανατολική Γερμανία και το 1970 συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό της Βίλι Στοφ. Το 1971 πήρε το Νόμπελ Ειρήνης για τη συμβολή του στην βελτίωση των σχέσεων με την Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία και την ΕΣΣΔ.
Δυσαρεστημένοι ήταν κυρίως όσοι είχαν εκτοπισθεί με το “χωρισμό” των Γερμανών σε ανατολικούς και δυτικούς και θεωρούσαν τον διάλογο με τους ανατολικούς “προδοσία”. Οι υποστηρικτές του Μπραντ έλεγαν ότι η επαναπροσέγγιση ενθαρρύνει αλλαγές και “σπάει” την απομόνωση και την αντίληψη των ανατολικών ότι πολιορκούνται από εχθρικά κράτη. Πίστευαν ότι αργά ή γρήγορα η Γερμανία θα ενωνόταν πάλι και όσοι ήταν πραγματικά φίλοι του γερμανικού λαού και δεν φοβούνταν ένα “πανίσχυρο έθνος” διπλάσιο σε έκταση, θα έπρεπε να στηρίζουν την επαναπροσέγγιση με τους Σοβιετικούς. Θεωρούσαν ότι η άτεγκτη πολίτικη και η αποστασιοποίηση θα ύψωνε ισχυρότερο τείχος και δεν θα έφερνε ποτέ την επανένωση. Ξέρουμε ποιους δικαίωσε η ιστορία ως προς αυτό, αλλά μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ τι πραγματικά σκεφτόταν ο Βίλι Μπραντ το 1948 ή και σε όλη του την σταδιοδρομία για τις ΗΠΑ.