Γιατί δεν θα αποκατασταθούν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις
04/04/2019Μπορεί ο εκτελών χρέη υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ να είχε εκφράσει την πρόβλεψη ότι το πρόβλημα σχετικά με το αντιαεροπορικό σύστημα S-400 θα λυθεί, αλλά τα όσα έλαβαν χώρα τις προηγούμενες ημέρες στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον τον διέψευσαν. Η άρνηση της Άγκυρας, μέσω ενός ελιγμού, οδήγησε στη σκλήρυνση της αμερικανικής στάσης. Στην πραγματικότητα, το μήνυμα που στέλνουν οι Αμερικανοί είναι ότι η θέση της Τουρκίας στην Ατλαντική Συμμαχία τίθεται υπό αίρεση. Με άλλα λόγια το ρήγμα βαθαίνει.
Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις επικαθορίζονται από το γεγονός ότι σε πολύ μεγάλο ποσοστό οι Τούρκοι πιστεύουν πως η Ουάσιγκτον μεθοδεύει τον ακρωτηριασμό της χώρας τους. Θεωρούν την αμερικανική υποστήριξη προς τους Κούρδους της Συρίας ως απόδειξη ότι δρομολογείται η δημιουργία κουρδικού κράτους. Προς αυτή την κατεύθυνση, άλλωστε, ωθεί εδώ και καιρό το Ισραήλ. Οι Τούρκοι πιστεύουν ότι η ίδρυση αυτόνομης κουρδικής οντότητας στη βόρεια Συρία εκ των πραγμάτων θα θέσει σε αμφισβήτηση την εδαφική ακεραιότητα και της χώρας τους.
Δεν έχουν αμφιβολία ότι το PYD/YPG συνεχίζει να αποτελεί παρακλάδι του PKK, έστω κι αν οι Δυτικοί, για προφανείς λόγους, ισχυρίζονται το αντίθετο. Θεωρούν, λοιπόν, πως η Δύση, παίζοντας το κουρδικό χαρτί, μεθοδεύει τον ακρωτηριασμό της Τουρκίας. Αυτό, ωστόσο, ήταν ο κύριος λόγος πριν το πραξικόπημα του 2016. Εκείνο το γεγονός έπεισε οριστικά τον Ερντογάν ότι οι Αμερικανοί τον θεωρούν εμπόδιο, ότι τον έχουν προγράψει και ως εκ τούτου ότι επιδιώκουν την ανατροπή του.
Η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Ουάσιγκτον καθιστά μονόδρομο για τον Τούρκο πρόεδρο τον γεωπολιτικό εναγκαλισμό με τον Πούτιν. Αυτός είναι ο λόγος που όσο θα βρίσκεται στο τιμόνι, η Τουρκία δεν πρόκειται να επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί”, ακόμα κι αν οι ΗΠΑ αποδεχθούν τις απαιτήσεις της στο συριακό μέτωπο. Οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων, μετά από ένα μικρό διάλειμμα σχετικής ηλιοφάνειας, όταν απελευθερώθηκε ο πάστορας Μπράνσον, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις επιστρέφουν στη ζώνη της καχυποψίας και στα όρια της ρήξης. Η έμμεση υπονόμευση της τουρκικής λίρας εντάσσεται ακριβώς σ’ αυτό το πλαίσιο.
Όπως είναι γνωστό, αμέσως μετά το πραξικόπημα του 2016, ο Ερντογάν δρομολόγησε μαζικές εκκαθαρίσεις σε όλο το εύρος των κρατικών μηχανισμών, ειδικά των κρίσιμων για την εθνική ασφάλεια. Αποτέλεσμα αυτών των εκκαθαρίσεων δεν ήταν μόνο το ξήλωμα όλων των δικτύων επιρροής που διέθεταν οι Αμερικανοί και δευτερευόντως οι Ευρωπαίοι στην Τουρκία.
Από το νεοοθωμανικό ρεύμα στο καθεστώς Ερντογάν
Αποτέλεσμα ήταν, επίσης, ότι στη γειτονική χώρα εγκαθιδρύθηκε ένα σχεδόν προσωποπαγές καθεστώς, ποιοτικά διαφορετικό όχι μόνο από το μετακεμαλικό, αλλά και από το νεοοθωμανικό, όπως διαμορφωνόταν μέχρι το 2012-13. Είναι ενδεικτικό ότι κορυφαία στελέχη του νεοοθωμανικού κινήματος, όπως οι Γκιούλ, Αρίντς, Σενέρ και Νταβούτογλου σήμερα βρίσκονται στο απόλυτο περιθώριο.
Σήμερα το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι ήταν πριν 10 χρόνια. Στην πραγματικότητα, το νεοοθωμανικό ρεύμα έχει μεταλλαγεί στο σημερινό καθεστώς Ερντογάν. Ο Ερντογάν από ηγέτης ενός ρεύματος έχει μετατραπεί σε άτυπο μονάρχη, σε νεοσουλτάνο. Με κέντρο αυτόν έχει διαμορφωθεί ένα νέο συγκρότημα εξουσίας.
Δεν είναι μόνο η συμμαχία με τους Γκρίζους Λύκους του Μπαχτσελί στο πολιτικό-εκλογικό επίπεδο. Είναι και η ενσωμάτωση στους κρατικούς μηχανισμούς στελεχών βαθέος κεμαλικού κράτους, τα οποία είχαν σαφές αντιδυτικό ιδεολογικό πρόσημο. Έτσι, στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και στο ερντογανικό συγκρότημα εξουσίας, εκτός από τους παραπάνω και όσους από την παλιά φρουρά των κομματικών στελεχών προσχώρησαν απολύτως στον Τούρκο πρόεδρο, κεντρικό ρόλο παίζουν και συγγενείς και υποτακτικοί του.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα δεν ορίζονται και κατανοούνται συλλογικά από μία άρχουσα ελίτ, αλλά από το νεοσουλτάνο και τη νέα αυλή του. Με άλλα λόγια, το προσωπικό συμφέρον του Ερντογάν αναγορεύεται σε εθνικό συμφέρον της Τουρκίας. Όντας πεπεισμένος πως οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τον ανατρέψουν (όχι αδικαιολόγητα) δεν τους εμπιστεύεται. Και επειδή δεν τους εμπιστεύεται, δεν πρόκειται να επιστρέψει στο “μαντρί” ό,τι κι αν του προσφέρουν, αλλά και όσο κι αν τον απειλούν.
Προφανώς, ο Τούρκος πρόεδρος ποτέ δεν πρόκειται να το πει ευθέως. Αυτό, ωστόσο, είναι και θα είναι το κριτήριό του. Μπορεί σε τακτικό επίπεδο να συμπλεύσει κάποιες φορές με τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους, αλλά μέχρις εκεί. Γι’ αυτό με τη ρητορική του, στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, καλλιεργεί συστηματικά, άλλοτε εμφανώς κι άλλοτε αφανώς, τον αντιαμερικανισμό.
Το γεγονός, μάλιστα, πως προϋπήρχε διαδεδομένη η υποψία πως οι ΗΠΑ επιδιώκουν να διαμελίσουν την Τουρκία, διευκολύνει την προπαγάνδα του καθεστώτος Ερντογάν. Στο ιδεολογικό επίπεδο, μάλιστα, χρησιμοποιεί ισλαμικά στερεότυπα για να αναβιώσει και παροξύνει τα υπαρκτά αντιδυτικά αισθήματα στην τουρκική κοινωνία, ειδικά στη “βαθιά Τουρκία”. Την πρακτική αυτή αναμένεται να συνεχίσει και να εντείνει μετά τς απώλειες που είχε στις πρόσφατες τοπικές εκλογές.
Με τον τρόπο αυτό προσδίδει ευρύτερες ιδεολογικοπολιτικές διαστάσεις στο τωρινό ρήγμα. Η αντίθεση δεν είναι πλέον ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στον Ερντογάν. Είναι ανάμεσα στη Δύση και στη “βαθιά Τουρκία”. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία, όσο τουλάχιστον στο τιμόνι της θα βρίσκεται ο Ερντογάν, έχει ήδη χαθεί για τη Δύση. Απλώς, τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Ευρωπαίοι αρνούνται να το συνειδητοποιήσουν.