Γιατί είναι πολύ δύσκολη η ειρήνη στην Ουκρανία
25/04/2025
Η όποια αισιοδοξία δημιούργησαν οι αρχικές δηλώσεις του νέου Αμερικανού προέδρου για σύντομο τερματισμό των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία έχει εδώ και καιρό εξατμιστεί. Συσκέψεις επί συσκέψεων, καθώς και θεατρικού τύπου “παραινέσεις” προς το εξαρτώμενο από τις ΗΠΑ μέρος – της Ουκρανίας δηλαδή και του Ζελένσκι – δεν έχουν αποδώσει τίποτα.
Οι βασικοί όροι που θέτουν οι αντίπαλες πλευρές για την ειρήνευση φαίνονται απαγορευτικοί για οποιουδήποτε είδους συμφωνία. Η μεν Ουκρανία δεν αποδέχεται και δεν διαπραγματεύεται την παραχώρηση εδαφών της – συμπεριλαμβανομένης ίσως και της Κριμαίας – η δε ρωσική πλευρά δεν θα επιθυμούσε την παρουσία στρατευμάτων του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης με οποιαδήποτε ιδιότητα κοντά στα σύνορά της. Στα δε υπόλοιπα και δευτερεύοντα οι δύο πλευρές δείχνουν να μιλούν ολότελα διαφορετική γλώσσα.
Όπως είχαμε γράψει στην αρχή της “ειδικής επιχείρησης”, οι πόλεμοι που καθορίζουν το μέγεθος και την μορφή κρατών και καθεστώτων και καθορίζουν τους παγκόσμιους συσχετισμούς, τελειώνουν δύσκολα. Ο δε τρόπος που θα τελειώσουν σφραγίζει την συνέχεια της πορείας των εμπλεκόμενων πλευρών. Στο μεν πρώτο, ο κλασσικός στόχος του πολέμου, η αφαίρεση δηλαδή από τον εχθρό της ικανότητας και της διάθεσης να πολεμήσει, έχει, όπως τα στοιχεία δείχνουν, πολύ δρόμο μπροστά του.
Αν και οι εκατέρωθεν απώλειες ανθρώπινου δυναμικού είναι άγνωστες, οι εικόνες που προέρχονται από τα πεδία των μαχών πολλούς μήνες τώρα, δεν προδικάζουν συγκρούσεις εξοντωτικού χαρακτήρα. Οι εκτιμήσεις για 50 ως 100.000 νεκρούς στα πεδία των μαχών για κάθε πλευρά στα τρία χρόνια που διαρκεί ο πόλεμος δεν είναι καταλυτικές και πολιτικά μη διαχειρίσιμες. Οι δε υλικές απώλειες, ειδικά της ουκρανικής πλευράς, κρύβονται κάτω από την γενναιόδωρη οικονομική στήριξη των “δυτικών” – πηγή πλουτισμού για πολλούς στην χώρα. Όπλα δε και πυρομαχικά πάντα βρίσκονται όταν χρειάζεται να βρεθούν.
Με τον τρόπο αυτό, το μέτωπο μετακινείται σε βάρος της ουκρανικής επικράτειας, με ρυθμούς εντυπωσιακά ράθυμους. Οι φετινοί ημερήσιοι μέσοι όροι των πέντε ως δέκα τετραγωνικών χιλιομέτρων ρωσικής προέλασης φαντάζουν εξαιρετικά υποτονικοί, για μία χώρα 604.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Οι Ρώσοι χρειάστηκαν 18 μήνες για να καταλάβουν το ασήμαντο χωριό της Μπιελοχορίβκα! Το μέτωπο των χιλίων χιλιομέτρων δείχνει να κρατά με ευθύνη και των δύο αντιμαχόμενων: Ακόμα και όταν επιτευχθεί μια διάσπαση του μετώπου – από την ρωσική πλευρά συνήθως – δεν διατίθενται εφεδρείες για την ουσιαστική εκμετάλλευση του ρήγματος.
Μας λείπουν κρίσιμα στοιχεία για να έχουμε μια πλήρη εικόνα των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Χρειάζεται να επιστρατεύσουμε την λογική για να εκτιμήσουμε ότι η αιμορραγία της ουκρανικής πλευράς είναι βαρύτερη της απέναντι ρωσικής. Η τυχόν κατάρρευση του Κιέβου δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα – τον κοντινό τουλάχιστον. Η δε εκλογίκευση του πολέμου, με την αποφυγή επιθέσεων κατά μέτωπο και την δημιουργία λαβίδων από την ρωσική πλευρά, δείχνει να καρκινοβατεί τους τελευταίους μήνες. Οι λαβίδες σταματούν χωρίς να κλείσουν και οι μετωπικές επιθέσεις – ακόμα και από το βάθος των εσοχών – αναλαμβάνουν τα υπόλοιπα. Μερικές καταστάσεις θυμίζουν τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Tί συνέβη στον Ά Παγκόσμιο
Καθώς αναφερθήκαμε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο θα ήταν ίσως χρήσιμο να εξετάσουμε τον τρόπο που τελείωσε ο πόλεμος αυτός, συγκρίνοντας τα τότε δεδομένα με τα σημερινά της Ουκρανίας. Τον μήνα της ανακωχής, τον Νοέμβριο του 1918, οι πολεμικές επιχειρήσεις γίνονταν ακόμα μέσα στο γαλλικό έδαφος. Η γερμανική αμυντική γραμμή χονδρικά κρατούσε, ενώ τα φαινόμενα αποσύνθεσης που παρουσιάστηκαν σε μερικές μονάδες γενικεύθηκαν μόνο μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων.
Η Γερμανία δεν κινδύνευε από τα ανατολικά – η Ρωσία είχε βγει από τον πόλεμο τον Μάρτιο του 1918 – και η λεηλασία της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας είχε επιλύσει το επισιτιστικό πρόβλημα της χώρας. Η διάλυση της Αυστροουγγαρίας μέσα σε έναν ωκεανό αποσχίσεων και επαναστάσεων ευνοούσε μάλλον την γερμανική οικονομία πολέμου, η οποία απαλλάχθηκε από το καθήκον της υλικής στήριξης του πολυδάπανου – όσο και αναποτελεσματικού – αυστροουγγρικού στρατού.
Η δε αμερικανική απειλή βρισκόταν ακόμα μακριά – δεν μπορείς να δημιουργήσεις στρατό εκατομμυρίων μέσα σε μερικούς μήνες (οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο τον Απρίλιο του 1917 χωρίς να έχουν, πρακτικά, στρατιωτικές δυνάμεις) και να τον μεταφέρεις πέρα από τον ωκεανό. Με λίγα λόγια η Γερμανία ήταν σε δύσκολη θέση, όχι όμως σε απελπιστική κατάσταση.
Και όμως η Γερμανία αποδέχθηκε τον τερματισμό του πολέμου μέσα από μια ανακωχή που μετάθετε την επίλυση όλων των σοβαρών ζητημάτων – τις ίδιες τις αιτίες και τις ρίζες του πολέμου – για μετέπειτα διαπραγμάτευση, σε μια μεγάλη Συνδιάσκεψη Ειρήνης. Η κρίση του καθεστώτος, η έκπτωση της πανίσχυρης αυτοκρατορικής εξουσίας και η αμηχανία του νέου πολιτικού σκηνικού – όπου κυριαρχούσαν οι σοσιαλδημοκράτες, οδήγησε στην άκριτη αποδοχή των συμμαχικών προτάσεων για διακοπή – στη βάση αρχών – του πολέμου.
Οι “αρχές” αναφέρονταν στα Δεκατέσσερα Σημεία του Προέδρου των ΗΠΑ, Ουίλσον, ως βάση για διακοπή του πολέμου. Υποστηρίζεται ότι στο Βερολίνο, οι νέοι πολιτικοί ηγέτες εκτιμούσαν ότι η Γερμανία θα βγει ενισχυμένη από τους όρους της ειρήνης, καθώς θα ενσωμάτωνε – στο όνομα της “αυτοδιάθεσης” – μεταπολεμικά τις γερμανικές επαρχίες της Αυστροουγγαρίας και μέρος των διάχυτων στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη εστιών με γερμανικούς πληθυσμούς.
Η συνέχεια δεν ήταν η επιθυμητή για το Βερολίνο. Οι νικητές σύμμαχοι επέβαλαν έναν αυστηρό χερσαίο αποκλεισμό στην Γερμανία τον χειμώνα του 1918-19 που, σε συνδυασμό με τον ναυτικό αποκλεισμό, στέρησε την χώρα από βασικά αγαθά, τρόφιμα και κάρβουνο, προκαλώντας εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς από τις στερήσεις και τις επιδημίες. Τον Ιούνιο του 1919 οι Γερμανοί εκπρόσωποι υποχρεώθηκαν να υπογράψουν την ταπεινωτική και καταστροφική συνθήκη των Βερσαλλιών. Ο τρόπος με τον οποίο τερματίστηκε ο πόλεμος, η αθέτηση “αρχών”, υποσχέσεων και προσδοκιών, άνοιξε τον δρόμο για έναν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πιο ολοκληρωτικό και αδυσώπητο από τον πρώτο. Σε αυτόν δεν υπήρξε “ανακωχή”.
Τί δεν μπορούν να δεχτούν Ουκρανία-Ρωσία
Τα όσα συνέβησαν στο, όχι και τόσο απόμακρο, 1919, εξηγούν ίσως τους δισταγμούς και τις φοβίες των αντιμαχόμενων στην Ουκρανία. Για την Ρωσία οι υποσχέσεις και οι “αρχές” των “δυτικών” ελάχιστη πλέον αξία έχουν. Δεν μπορεί να κερδίσει αποφασιστικά τον πόλεμο, αλλά και δεν μπορεί να δεχτεί μια ειρήνη βασισμένη σε υποσχέσεις. Η δε Ρωσία του 2025 δεν είναι Γερμανία του 1918. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχει μια σταθερή –συγκυριακά έστω– “ενδοχώρα”: την Κίνα, το Ιράν, την Βόρεια Κορέα, την Ινδία…
Η είσοδος και η εγκατάσταση νατοϊκών δυνάμεων στο έδαφος της Ουκρανίας, με “ειρηνευτικές” έστω ιδιότητες, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Πέρα από την θεσμική νατοποίηση της Ουκρανίας, η παρουσία βρετανικών και γαλλικών στρατευμάτων θα σημαίνει ουσιαστική νατοποίηση. Θα ήταν ως η Μόσχα να έχει χάσει τον πόλεμο και να οδεύει προς “Βερσαλλίες”.
Για το Κίεβο η κατάσταση είναι πιο δυσάρεστη. Η αίσθηση ή η ψευδαίσθηση ότι το μέτωπο “κρατάει” – έστω και με άφθονες νατοϊκές δυναμωτικές ενέσεις – καθώς και ο επαρμένος λόγος της ουκρανικής ηγεσίας, ανεβάζουν το πολιτικό κόστος κάθε ειρηνευτικής διαδικασίας που θα περιέχει παραχωρήσεις. Το καθεστώς Ζελένσκι νομιμοποιεί την πολιτική του κυριαρχία χάρη στις πατριωτικές του επιδόσεις. Η τυχόν ακύρωσή τους θα σημαίνει και την δική του ακύρωση.
Πρόκειται για μια εξέλιξη την οποία δεν θα επιθυμούσε η εγχώρια άρχουσα τάξη και, πολύ περισσότερο, το Παρίσι, το Λονδίνο και το Βερολίνο. Το μετά Ζελένσκι μέλλον της χώρας είναι άδηλο. Είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί διάδοχη ηγετική ομάδα τόσο πειθήνια στις επιθυμίες των μητροπόλεων της δυτικής Ευρώπης. Εξάλλου σε μια κατεστραμμένη χώρα, όπου περισσεύουν εκείνοι που έχασαν τα πάντα στον πόλεμο, όλα μπορούν να συμβούν.
Η ειρήνη στην Ουκρανία δεν ήρθε μαζί με την προεδρία Τραμπ, παρά τις αισιόδοξες διακηρύξεις του τελευταίου. Τριανταπέντε χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου, η μονοκρατορία των ΗΠΑ δεν έχει πειστικά επιχειρήματα. Οι σχεδιασμοί της είναι ριψοκίνδυνοι και μάλλον δεν θα πετύχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η πολιτική και οικονομική αναδιάταξη του κόσμου με την επανατοποθέτηση των ΗΠΑ σε αυτόν δανείζεται στοιχεία από τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες. Η δε διάσταση προθέσεων και σχεδίων ως προς τα πραγματικά δεδομένα του κόσμου ήταν, ιστορικά, μια επικίνδυνα απρόβλεπτη κατάσταση.