Γιατί επισκέφτηκε εκ νέου τη Βρετανία ο Τραμπ
21/09/2025
Η πρόσφατη επίσκεψη του Προέδρου Τραμπ στη Βρετανία είναι εντελώς πρωτοφανής: Κανένας Αμερικανός Πρόεδρος δεν την έχει επισκεφτεί δύο φορές στη διάρκεια της θητείας του. Οι επενδυτικές συμφωνίες που σφραγίστηκαν με τις Microsoft και Google και η συμφωνία για την κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων θα μπορούσαν να έχουν προχωρήσει χωρίς τα έξοδα που συνεπάγεται μια χλιδάτη κρατική επίσκεψη και την παροχή δείπνου από την βασιλική οικογένεια. Ένα δελτίο τύπου θα ήταν αρκετό. Γιατί, λοιπόν, επιθυμεί η Ουάσινγκτον και το Λονδίνο να δείξουν στον κόσμο, και ιδιαίτερα στην ΕΕ, ότι η αποκαλούμενη “ειδική σχέση” παίρνει πάλι τα πάνω της;
Ένας λόγος είναι η διάθεση υποβάθμισης των πρόσφατων στιγμών αμηχανίας, όπως όταν ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Βανς επέκρινε τη στάση της Βρετανίας αναφορικά με την ελευθερία έκφρασης. Παρόλο που ο πρώτος επέκρινε και την ΕΕ, αφιέρωσε περισσότερο χρόνο για τη Βρετανία, εξ’ ου και η ξαφνική ανάγκη να καταδειχθεί στην ΕΕ η σχέση ΗΠΑ-Βρετανίας παραμένει εν τούτοις ξεχωριστή. Ο Τραμπ είναι φυσικά αντιδημοφιλής στο βρετανικό λαό εν γένει, εξ’ ου και το χαμηλό προφίλ της επίσκεψης. Παρόλα αυτά τα επικοινωνιακά του πιασάρικα σλόγκαν μιλάνε από μόνα τους: “οι δεσμοί μεταξύ των χωρών μας είναι ανεκτίμητοι. Η σχέση αποτελεί υπέροχη κληρονομιά και οι δύο κυβερνήσεις καθιστούν τους δεσμούς αυτούς ισχυρότερους από ποτέ”.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τους πραγματικούς λόγους της επίσκεψης, στον αντίποδα των κομπασμών, χρειαζόμαστε τη βοήθεια της ιστορίας. Οι βρετανο-αμερικανικές σχέσεις υπέστησαν σφοδρό πλήγμα από τις αυτομολήσεις των Burgess, Maclean και Philby προς τη Μόσχα στα 1961 και 1963, από την άρνηση του Πρωθυπουργού Wilson να συνδράμει στρατιωτικά τις ΗΠΑ στο Βιετνάμ και από την άρνηση του Πρωθυπουργού Edward Heath να επιτρέψει στις ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν τις βρετανικές βάσεις στην Κύπρο για να συνδράμουν το Ισραήλ στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ.
Ήταν ο Χένρι Κίσιντζερ, στην πραγματικότητα, που ανοικοδόμησε την ειδική σχέση μετά την αποχώρηση από την εξουσία του γκωλικού ανταγωνιστή του, Χηθ, τo 1974. Κατόπιν, επί Μάργκαρετ Θάτσερ, υπήρξε σημαίνον ειδύλλιο με τον Πρόεδρο Ρέιγκαν, που ξεπεράστηκε σε ένταση μόνο από το ειδύλλιο των Μπους και Μπλερ γύρω από το Ιράκ. Όπως συνήθιζε να λέει ο Πρόεδρος Ντε Γκολ, η Βρετανία εντός της ΕΟΚ θα χρησίμευε ως Δούρειος Ίππος της Αμερικής.
Εναντίωση της Βρετανίας στις ΗΠΑ;
Αφού η Βρετανία εντάχθηκε στην ΕΟΚ, βρέθηκε στο μέσο μιας διελκυστίνδας μεταξύ Ουάσινγκτον και Βρυξελλών, επιλέγοντας εν τούτοις πάντα την πρώτη, όπως συνέβη με τον πόλεμο στο Ιράκ. Μετά ήρθε το Brexit και η επακόλουθη απώλεια της ευρωπαϊκής βάσης της Ουάσινγκτον, δηλαδή του Λονδίνου. Ο πόλεμος του ΝΑΤΟ εναντίον της Ρωσίας, και η επιμελώς ασαφής στάση του Προέδρου Τραμπ, συμπεριλαμβανομένης μιας συνάντησης με τον Πρόεδρο Πούτιν στην Αλάσκα, και ο ευρωπαϊκός θυμός και φθόνος, καταδεικνύουν την τρέχουσα ρευστότητα των δυτικών διακρατικών σχέσεων, με τους Γάλλους, τους Βρετανούς και τους Γερμανούς να διαγκωνίζονται για τα πρωτεία ρωσοφοβίας, ενώ η Ουγγαρία και η Σλοβακία διαφωνούν.
Πίσω από όλα αυτά κρύβεται ο πιο σημαντικός λόγος: η παραδοσιακή εναντίωση της Βρετανίας και της Αμερικής σε έναν ευρωπαϊκό στρατό που θα είναι εντελώς ανεξάρτητος από το ΝΑΤΟ και ο ανταγωνισμός ισχύος στην Ευρώπη. Μια πραγματικά ανεξάρτητη ΕΕ θα αποτελούσε ανάθεμα για τους Αγγλοσάξονες, και υπήρξε πάντα, αφού (όπως με τον Ντε Γκολ) υπάρχει πάντα η πιθανότητα καλών σχέσεων μεταξύ μιας –υπό γερμανικής ηγεσίας– Ευρώπης και της Μόσχας.
Από την εφεύρεση του όρου ‘γεωπολιτική’, ίσως και παλιότερα, η Βρετανία έχει πολεμήσει τις καλές σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Βερολίνου, αφού αυτό θα ισοδυναμούσε με αποδυνάμωση της βρετανικής επιρροής και ενδυνάμωση των ευρωρωσικών σχέσεων. Η επίσκεψη του Προέδρου Τραμπ έδωσε τέλος στην όποια πιθανότητα ενός ανεξάρτητου ευρωπαϊκού στρατού, εξ’ ου και η εύκολη επιλογή ενός αντιρωσικού “συνασπισμού των προθύμων”, προφανώς υπό αγγλοσαξονική ηγεσία.
Εκτός των παραπάνω, η επίσκεψη προσέφερε ένα χρήσιμο αντιπερισπασμό για τη βρετανική κυβέρνηση, η οποία αναρρώνει ήδη από μια σειρά σκανδάλων παραιτήσεων. Η επίσκεψη θα μπορούσε να κρατήσει την κυβέρνηση στην εξουσία για λίγους μήνες ακόμα. Τέλος, υπάρχουν υποψίες ότι σημαντικό κίνητρο για την επίσκεψη ήταν η πρόθεση του Τραμπ να πείσει τον Πρωθυπουργό Στάρμερ να ακυρώσει την επικείμενη ανακοίνωση αναγνώρισης παλαιστινιακού κράτους, ώστε να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τις βάσεις στην Κύπρο για να συνδράμει το Ισραήλ στη γενοκτονία των Παλαιστινίων. Αν το Λονδίνο προχωρήσει με την αναγνώριση, αυτό θα επιφέρει σίγουρα πλήγμα στην αποκαλούμενη “ειδική σχέση”. Ας δούμε αν το Λονδίνο θα ενδώσει στους Σιωνιστές, καταπατώντας τη δέσμευσή του.