Η Αγία Σοφία στην ισλαμική σκακιέρα του Ερντογάν
21/07/2020Η ισλαμική συνείδηση του προέδρου Ερντογάν, που καθοδηγεί τη σημερινή διακυβέρνηση του, εμπεδώθηκε στα νεανικά του χρόνια όταν συμμετείχε στη νεολαία του κόμματός Εθνικής Σωτηρίας υπό τον αντιδυτικό ισλαμιστή Νετσμετίν Ερμπακάν και εν συνεχεία στο κόμμα Ευημερίας, με το οποίο εξελέγη δήμαρχος Κωνσταντινούπολης. Ο Ερντογάν ωρίμασε τις ισλαμικές πολιτικές του πεποιθήσεις, μετέχοντας ως ενεργό στέλεχος τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 στο κόμμα Ευημερίας και το έτερο ισλαμικό κόμμα της Αρετής που ίδρυσε ο Ερμπακάν.
Η ιδεολογία και των δύο κομμάτων στηρίζονταν στο πολιτικό-θρησκευτικό μανιφέστο “Εθνική Άποψη” (Millî Görüş) που δημοσίευσε ο Ερμπακάν το 1969. Αυτό προωθούσε, αφενός την αντικατάσταση του κοσμικού χαρακτήρα της σύγχρονης Τουρκίας που δημιούργησε ο Ατατούρκ από τις ηθικές αξίες του Ισλάμ και αφετέρου την ιδεολογική ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με επαναφορά της τουρκικής επιρροής στα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Οι φανατικοί ισλαμιστές οπαδοί των κομμάτων του Ερμπακάν είχαν πολλάκις στο παρελθόν διαδηλώσει έξω από την Αγία Σοφία με ζητούμενο την αλλαγή της χρήσης της από μουσείο σε τέμενος και τον τερματισμό του διαλόγου μεταξύ των θρησκειών, όπως συνέβη χαρακτηριστικά το 2006. Ήταν τότε που ένα εκατομμύριο διαδηλωτές έξωθεν της Αγίας Σοφίας, είχαν κηρύξει ανεπιθύμητο τον επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας, ο οποίος επρόκειτο να επισκεφθεί επίσημα την Τουρκία, κατόπιν πρόσκλησης του πρώην προέδρου της χώρας Αχμέτ Σεζέρ.
Το ισλαμικό μονοπάτι που είχε χαράξει ο Ερμπακάν ακολουθεί πιστά ο σημερινός πρόεδρος της Τουρκίας, με την έλλειψη σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας, τις διακρίσεις σε βάρος των θρησκευτικών μειονοτήτων και την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της νεοθωμανικής-ισλαμικής του ατζέντας.
Σημείο αναφοράς των μουσουλμάνων
Η προεδρική απόφαση για την αλλοίωση της φυσιογνωμίας του ιστορικό-θρησκευτικού μνημείου της Αγίας Σοφίας και μετατροπής του σε τζαμί στηρίχθηκε στην ακυρωτική απόφαση, ενός κατ’ επίφαση δημοκρατικού θεσμού, του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί σχετικού διατάγματος του 1934. Το διάταγμα όριζε το καθεστώς της Αγίας Σοφίας ως μουσείο και αποτελεί τον κρίκο στην αλυσίδα των διαχρονικών σχεδιασμών των τουρκικών ισλαμικών κομμάτων για επανασύνδεση με το οθωμανικό παρελθόν.
Προδήλως, ο Τούρκος πρόεδρος εργαλειοποιεί την Αγία Σοφία προκειμένου, αφενός να ισχυροποιηθεί εκλογικά το κυβερνών κόμμα, κάνοντας έκκληση στον ακραίο, τουρκικό θρησκευτικό εθνικισμό και αφετέρου να αναδειχθεί σε ηγετική προσωπικότητα στον αραβοϊσλαμικό κόσμο. Προς πραγμάτωση του τελευταίου, με την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, επιχειρεί να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη ισάξια με τα Ιεροσόλυμα και την Μέκκα.
Δηλαδή να την καταστήσει σε νέο κέντρο του σουνιτικού Ισλάμ, στο οποίο κάθε μουσουλμάνος οφείλει μία φορά τουλάχιστο στην ζωή του να προσευχηθεί. Η ανακοίνωση της απόφασης για την Αγία Σοφία προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα στον αραβοϊσλαμικό κόσμο, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με κυρίαρχο συναίσθημα αυτό της αποδοχής του Τούρκου προέδρου ως αποφασιστικού ηγέτη που αποκατέστησε την ισλαμική τάξη σε ένα ιστορικό-θρησκευτικό μνημείο.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι διατυπώθηκαν και επικριτικές απόψεις έναντι της απόφασης Ερντογάν, με το επιχείρημα ότι ανοίγει διάπλατα την κερκόπορτα στην θρησκευτική μισαλλοδοξία και τον φανατισμό, φλερτάροντας με ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις (όπως η Χαμάς) και υπονομεύοντας μετριοπαθείς Άραβες ηγέτες που στηρίζουν την ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών.
Διγλωσσία του Ερντογάν
Τον εν λόγω επιχείρημα ενισχύθηκε από την επίσημη ανακοίνωση για την Αγία Σοφία που υπέγραψε ο Τούρκος πρόεδρος στην αγγλική και την αραβική γλώσσα, καθώς στο αγγλικό κείμενο (που απευθύνεται στο δυτικό ακροατήριο) υποστηρίζει ότι «οι πόρτες της Αγίας Σοφίας θα είναι, όπως συμβαίνει με όλα τα τζαμιά μας, ανοιχτές σε όλους, είτε είναι ξένοι είτε ντόπιοι, μουσουλμάνοι ή μη μουσουλμάνοι».
Όμως στο αραβικό κείμενο, που απευθύνεται στον αραβο-ισλαμικό κόσμο, επισημαίνει ότι «η αναβίωση της Αγίας Σοφίας αποτελεί ένδειξη για την αποκατάσταση της ελευθερίας στο τέμενος Αλ-Άκσα» και σε άλλο σημείο αναφέρει ότι «η ανάσταση της Αγίας Σοφίας είναι ένας χαιρετισμός μέσα από την καρδιά μας προς όλες τις πόλεις που συμβολίζουν τον πολιτισμό μας, από τη Μπουχάρα στην Ανδαλουσία».
Η διγλωσσία Ερντογάν, όπως αποτυπώνεται στις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ της αγγλικής και αραβικής ανακοίνωσης, οφείλει να λειτουργήσει ως κώδωνας κινδύνου για την νεοοθωμανική και ισλαμική πορεία που διάγει η Τουρκία και να ενεργοποιήσει τις δυτικές κυβερνήσεις προς την κατεύθυνση αντίληψης της νέας πραγματικότητας, ώστε να δράσουν εγκαίρως.
Εξάλλου, η εργαλειοποίηση της Αγίας Σοφίας από τον Ερντογάν στέλνει πανταχόθεν το μήνυμα ότι η κοσμικότητα του τουρκικού κράτους βρίσκεται σε κίνδυνο και ότι, σε απόλυτη συνέπεια λόγων και πράξεων, ο ίδιος επιχειρεί την ανάδειξη του σε ηγέτη παγκόσμιου βεληνεκούς και εκφραστή του πανισλαμισμού (δηλαδή της ένωσης των απανταχού μουσουλμάνων με στόχο την κυριαρχία του Ισλάμ).
Στοίχημα του προέδρου Ερντογάν είναι να ηγηθεί μίας “Ισλαμικής Άνοιξης” και να κυριαρχήσει ιδεολογικά, εκεί που απέτυχαν οι ηγέτες της “Αραβικής Άνοιξης”. Τα στοιχήματα ωστόσο στο διεθνές περιβάλλον ελλοχεύουν κινδύνους και παγίδες, στις οποίες ενίοτε πέφτουν αυτοί που τις φιλοτεχνούν.