Η αθέατη όψη της νεοσυντηρητικής στρατηγικής – Το τρίγωνο Τραμπ-Ισραήλ-Ιράν
13/09/2019Η ρητορική των νεοσυντηρητικών της κυβέρνησης Μπους για εκδημοκρατισμό και “αναμόρφωση” της Μέσης Ανατολής ήταν η βιτρίνα της αμερικανικής στρατηγικής για άμεσο έλεγχο της περιοχής που παράγει το φθηνότερο και περισσότερο πετρέλαιο στον πλανήτη. Αλλά και η βιτρίνα για εξυπηρέτηση της στρατηγικής του Ισραήλ, η σημερινή εκδοχή της οποίας είναι αυτά που συμβαίνουν στο τρίγωνο Τραμπ-Ισραήλ-Ιράν.
Υπό την καθοδήγηση των νεοσυντηρητικών, οι Αμερικανοί επεδίωξαν μέσω της λεγόμενης “αναμόρφωσης” της Μέσης Ανατολής να αποκτήσουν τέτοια ερείσματα, που να τους εξασφαλίσουν στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι μελλοντικών ανταγωνιστών: έναντι της συμμάχου Ευρώπης, αλλά και έναντι της ανερχόμενης Κίνας, η οποία έχει ζωτική ανάγκη από ενέργεια για να στηρίξει την ιλιγγιώδη οικονομική ανάπτυξή της.
Η Ρωσία έχει τους δικούς της ενεργειακούς πόρους και από αυτή την άποψη είναι ανεξάρτητη. Η Ουάσινγκτον ήθελε τότε να αποτραπεί η πολιτική χειραφέτηση της ΕΕ από την αμερικανική κηδεμονία. Στόχος της ήταν, επίσης, να παρεμποδισθεί η οικονομική ανάκαμψη και η πολιτική-στρατιωτική ενδυνάμωση της Ρωσίας, καθώς και η άνδρωση της Κίνας, ώστε να μην είναι μελλοντικά σε θέση να αμφισβητήσουν την αμερικανική ηγεμονία.
Οι στόχοι αυτοί ουσιαστικά ήταν κοινά αποδεκτοί στην Ουάσινγκτον. Οι μετριοπαθείς (εκφραστής τους ο τότε υπουργός Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ) επεδίωκαν την υλοποίηση αυτών των στόχων μέσω πολιτικών-διπλωματικών χειρισμών. Αντιθέτως, οι νεοσυντηρητικοί (εκφραστές τους ο τότε αντιπρόεδρος Ντικ Τσέινι και ο τότε υπουργός Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ) την επεδίωκαν με την ανατροπή των γεωπολιτικών ισορροπιών μέσω της προβολής ισχύος.
Εδραίωση της Pax Americana
Θεωρούσαν ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να εκμεταλλευθούν το πλεονέκτημα ισχύος που διέθεταν εκείνη την περίοδο για να αποκτήσουν στρατηγικά ερείσματα, τα οποία θα εμπόδιζαν τα επόμενα χρόνια να αμφισβητηθεί η Pax Americana. Η εισβολή και η εγκατάσταση των Αμερικανών στο Ιράκ ήταν ένα κρίσιμο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Οι νεοσυντηρητικοί κέρδισαν τον πρώτο γύρο. Επέβαλαν τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ και υποχρέωσαν τους σκεπτικιστές της Ουάσινγκτον σε μάχες οπισθοφυλακών.
Η σχετικά εύκολη ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν ενίσχυσε τη θέση των “γερακιών” και έδωσε πρόσθετη αξιοπιστία στη στρατηγική τους. Επεδίωκαν ρήξεις και ανατροπές με σκοπό να προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις στη διεθνή σκηνή. Πίστευαν ότι θα λειτουργούσε η θεωρία του ντόμινο όσον αφορά την αλλαγή του γεωπολιτικού χάρτη της Μέσης Ανατολής και εμφανίζονταν έτοιμοι να παρέμβουν στρατιωτικά όπου οι εξελίξεις θα έπαιρναν ανεπιθύμητη τροπή.
Ο έλεγχος αυτής της περιοχής είναι στρατηγικής σημασίας κυρίως λόγω του πετρελαίου. Το Ιράκ δεν έχει μόνο τα μεγαλύτερα μετά τη Σαουδική Αραβία πετρελαϊκά αποθέματα. Είναι και γεωπολιτικό σταυροδρόμι. Στην Ουάσινγκτον πίστευαν ότι, ελέγχοντάς το, θα είχαν τη δυνατότητα να ελέγξουν σε μεγάλο βαθμό όλη την περιοχή. Αυτό που απέφευγαν να πουν οι νεοσυντηρητικοί ήταν ότι η στρατηγική τους δεν είχε αποκλειστικό στόχο την εδραίωση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ.
Η αθέατη όψη
Παράλληλο και ισχυρό κίνητρό τους ήταν και η διαμόρφωση φιλικού γεωπολιτικού περιβάλλοντος για το Ισραήλ. Το Ισραήλ συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι υφίσταται περικύκλωση. Από γεωπολιτικής απόψεως, όμως, αυτή έχει προ πολλού πάψει να υφίσταται. Τα μέτωπά του τόσο με την Αίγυπτο όσο και με την Ιορδανία είχαν κλείσει. Η Συρία ήταν αδύναμη και πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Οι μόνες χώρες που δυνητικά θα μπορούσαν τότε να απειλήσουν την ασφάλεια του Ισραήλ ήταν το Ιράκ και το Ιράν, που δεν έχουν κοινά σύνορα μαζί του.
Αν και από πολιτικής απόψεως αυτό το ενδεχόμενο ήταν μάλλον απίθανο, το Τελ Αβίβ ήθελε να τελειώνει και με τους δύο ανωτέρω αντιπάλους του στην περιοχή. Μέσω των αφανών, αλλά ισχυρών, μηχανισμών επιρροής του εβραϊκού λόμπι στα αμερικανικά κέντρα λήψης αποφάσεων, ωθούσε την Ουάσινγκτον να αναλάβει για λογαριασμό του αυτή την αποστολή. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα που το Ισραήλ πιέζει τις ΗΠΑ να αναλάβουν στρατιωτική δράση εναντίον του Ιράν, ή τουλάχιστον να το πλήξουν με εξοντωτικές κυρώσεις.
Το εβραϊκό λόμπι, βεβαίως, δεν ταυτίζεται με την εβραϊκή κοινότητα των ΗΠΑ, στους κόλπους της οποίας υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός προσώπων που αντιτίθενται σ’ αυτή την πρακτική. Η στρατηγική για “αναμόρφωση” της Μέσης Ανατολής, πάντως, προωθήθηκε με το ένδυμα ότι εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της υπερδύναμης. Η στρατηγική του Ισραήλ μπορεί να απουσίαζε από τη βιτρίνα, από τη ρητορική, αλλά ουσιαστικά έπαιζε σχεδόν καθοριστικό ρόλο.
Παλαιστινιακό κράτος
Σύσσωμη σχεδόν η Ευρώπη πίεζε τότε τις ΗΠΑ να αναλάβουν δραστική πρωτοβουλία για την επίλυση του Παλαιστινιακού στη βάση της αναγνώρισης ανεξάρτητου κράτους. Σωστά θεωρούσε ότι μία τέτοια εξέλιξη σε μεγάλο βαθμό θα εκτόνωνε την αντιαμερικανική πλημμυρίδα στον μουσουλμανικό κόσμο και κατ’ επέκτασιν θα συρρίκνωνε την απήχηση των τζιχαντιστών.
Το Παλαιστινιακό δεν ήταν ποτέ ένα οριοθετημένο τοπικά περιφερειακό πρόβλημα. Ήταν η αιτία και ο πυρήνας της ευρύτερης αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης. Γι’ αυτό και εξαρχής απέκτησε τεράστια συμβολική σημασία όχι μόνο για τους Άραβες, αλλά συνολικά για τον μουσουλμανικό κόσμο, από το Μαρόκο μέχρι την Ινδονησία. Το συμβολικό αυτό πολιτικό φορτίο μεγάλωσε ακόμα περισσότερο με την άνοδο του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Μάζες μουσουλμάνων δαιμονοποίησαν τον αμερικανικό παράγοντα, επικαλούμενες το αναμφισβήτητο γεγονός ότι υποστήριζε άνευ όρων το Ισραήλ και ανεχόταν σκανδαλωδώς ακόμα και την πιο άγρια κρατική τρομοκρατία εναντίον των Παλαιστινίων.
Ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς δυτικότροποι μουσουλμάνοι δεν έχουν επ’ αυτού αντεπιχείρημα. Μ’ αυτή την έννοια, το Παλαιστινιακό εκ των πραγμάτων λειτουργούσε ως μηχανισμός πολιτικής νομιμοποίησης της ισλαμικής τρομοκρατίας στα μάτια των απανταχού μουσουλμάνων. Γι’ αυτό και η επίλυσή του αποτελούσε και αποτελεί κλειδί για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ Δύσης και Ισλάμ.
Το μικρό Ισραήλ χειραγωγεί τις ΗΠΑ
Στην Ουάσινγκτον ήταν αρκετοί που το είχαν αντιληφθεί, αλλά λίγοι τολμούσαν να έλθουν σε αντίθεση με ένα δόγμα, το οποίο αποτελεί ταμπού της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, στους κόλπους των αμερικανικών ελίτ έχουν πληθύνει οι φωνές που θεωρούν ότι η άνευ όρων υποστήριξη προς το Ισραήλ βλάπτει σοβαρά τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Γενικά και αφηρημένα και η κυβέρνηση Μπους είχε ταχθεί υπέρ της ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους. Τίποτα, όμως, δεν έπραξε προς αυτή την κατεύθυνση. Κάποια στιγμή τέθηκε θέμα να αναληφθεί σχετική πρωτοβουλία, αλλά τελικώς δεν δόθηκε συνέχεια. Ο πρόεδρος Ομπάμα είχε σχετική πολιτική βούληση και έκανε κάποια βήματα, αλλά ούτε και αυτός είχε την τόλμη να έλθει σε σύγκρουση με το εβραϊκό λόμπι για να σπάσει τον φαύλο κύκλο.
Ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και κατέχοντας θέσεις-κλειδιά στους πολιτικούς-διοικητικούς θεσμούς και στην οικονομία στις ΗΠΑ, το εβραϊκό λόμπι κατάφερε να αποτρέψει πρωτοβουλίες που θα έλυναν το πρόβλημα. Για την ακρίβεια, επέτυχε να παρουσιάσει την εθνικιστική στρατηγική του Ισραήλ σαν αιχμή του δόρατος της αμερικανικής αντιτρομοκρατικής εκστρατείας.
Στην πραγματικότητα, το Ισραήλ είχε καταφέρει σε σημαντικό βαθμό να χειραγωγεί εμμέσως την υπερδύναμη. Η υπεράσπισή του αποτελεί για δεκαετίες όχι μόνο σταθερά, αλλά και υψηλή προτεραιότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτή είναι η αιτία που με διάφορα προσχήματα η ρητορική υπέρ της αναγνώρισης παλαιστινιακού κράτους μένει για πολλά χρόνια νεκρό γράμμα.