Η Δύση διαπραγματεύεται με τον εαυτό της αντί με τη Ρωσία!
20/12/2025
Η φράση ανήκει στο Σεργκέι Καραγκάνοφ αλλά παραπλήσια αποδίδεται και στον Κίσινγκερ. Με δεδομένη την άρνηση της Μόσχας για άνευ όρων προσωρινή εκεχειρία, το Κίεβο επιδιώκει να παραταθεί ένας πόλεμος που ολοφάνερα χάνει. Η Ευρώπη σαμποτάρει οποιαδήποτε ρύθμιση θα τερμάτιζε τον πόλεμο. Στο βαθμό που δεν ικανοποιούνται οι σημερινές της απαιτήσεις για ειρήνευση, η Ρωσία με προθυμία συνεχίζει έναν πόλεμο που η παράτασή του την φέρνει σε θέση να διεκδικήσει όλο και περισσότερα. Ο μόνος περιορισμός της είναι η θητεία Τραμπ.
Η Ουάσιγκτον επιθυμεί τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά κυνηγά ταυτόχρονα άλλες ασύμβατες επιδιώξεις, και κινείται υπό πολιτικούς περιορισμούς. Επιθυμεί μεν, αλλά δεν κάνει όσα πρέπει για τον τερματισμό, γιατί δεν θέλει να τα κάνει. Η πιο θολή στην ερμηνεία της από τους τέσσερις εμπλεκόμενους είναι η στάση της Ουάσιγκτον.
Μπορεί κανείς να διαφωνεί με τις παραπάνω ξεχωριστές εκτιμήσεις που έχουν εκτεθεί σε άλλες ευκαιρίες, αλλά στο βαθμό που ισχύουν είναι παράλογο να αναμένουμε ειρήνευση, όπως με την τελευταία πρωτοβουλία Τραμπ. Μόνο μια νέα, δραματική στροφή και αλλαγή προτεραιοτήτων της Ουάσιγκτον στην ανατολική Ευρώπη θα έλυνε τον παραπάνω γόρδιο δεσμό.
Πόσο κοντά βρισκόμαστε σε συμφωνία;
Με δεδομένη τη σκόπιμη ηπιότητα που το Κρεμλίνο αντιμετωπίζει τον Τραμπ, όσα είπε ο Πούτιν στο Νέο Δελχί πρέπει να προσεγγίζονται με τη βεβαιότητα ότι η ασυμφωνία με τους απεσταλμένους Τραμπ ήταν μεγαλύτερη από ό,τι αφήνει να εννοηθεί. «Έπρεπε να δούμε πρακτικά κάθε ένα σημείο [από τα 28]. Σε κάποια λέγαμε, ναι μπορούμε να το συζητήσουμε αυτό αλλά σε εκείνο δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε». Συνεπώς, στην αμερικανική πρόταση που χαρακτηρίστηκε υπόκλιση στο μαξιμαλισμό του Κρεμλίνου, κάποια από τα 28 σημεία η Μόσχα τα απέρριψε, κάποια άλλα “τα συζητά” και σε κάποια συμφωνεί.
Με τη διαβούλευση που ακολούθησε με Ευρώπη και Ζελένσκι η αρχική πρόταση είναι βέβαιο που έχει μετεξελιχθεί πιο μακριά από τις απαιτήσεις της Μόσχας. Έτσι στην επικείμενη νέα συνάντηση των απεσταλμένων του Κρεμλίνου στις ΗΠΑ η συζήτηση θα ξεκινά ως επί το πλείστον από σημείο πιο πίσω από την αρχική “βάση συζήτησης” στη Μόσχα. Παρ’ όλα αυτά θα διαπιστώσουν ότι είχαν μια παραγωγική ανταλλαγή απόψεων… διαφωνώντας. Ποιοι οι λόγοι πίσω από αυτή την σε πρώτη όψη ακατανόητη διαπραγματευτική τακτική της Ουάσιγκτον;
Τεχνητή αισιοδοξία
Η τεχνητή αισιοδοξία για την επίτευξη συμφωνίας εκπέμπεται τόσο από τις δηλώσεις Τραμπ και των απεσταλμένων του όσο και τις δηλώσεις Ευρωπαίων, Ζελένσκι και δυτικών Μέσων προσκείμενων στην προηγούμενη πολιτική Μπάιντεν, αισιοδοξία που μόνο στα πραγματικά δεδομένα δεν στηρίζεται. Ένας δείκτης των πραγματικών δεδομένων είναι το πόσο κοντά βρισκόμαστε σε νέα συνάντηση Τραμπ-Πούτιν. Τραμπ και Ευρώπη επιδιώκουν με την ψευδαίσθηση ότι βρισκόμαστε κοντά σε μια συμφωνία ειρήνευσης να χρεώσουν την αποτυχία στον απέναντι.
Είναι σε εξέλιξη δυο παράλληλα παιχνίδια απόδοσης ευθυνών (blame game), του Τραμπ απέναντι στους υπόλοιπους εμπλεκόμενους περιλαμβανομένης της Ευρώπης στην προσπάθεια απεμπλοκής από την ήττα, και της Ευρώπης απέναντι στη Μόσχα για την αποτυχία ειρήνευσης ενώ η Ευρώπη σήμερα είναι το κατεξοχήν κόμμα του πολέμου.
Ενδεικτικό της τεχνητής αισιοδοξίας το ξαναζεσταμένο φαγητό περί εγγυήσεων ασφαλείας τύπου άρθρου 5 του ΝΑΤΟ. Πρέπει να αποκλειστούν γιατί ούτε η Ουάσιγκτον θέλει, ούτε από το Κογκρέσο θα περνούσε, ούτε η Μόσχα θα αποδεχόταν, ενώ οι Ευρωπαίοι αδυνατούν να παράσχουν. Παρ’ όλα αυτά, κουβέντα να γίνεται, οι “ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας” που ήταν και η βασική αιτία του πολέμου (ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ) ξανάγιναν περίπου δεδομένες, όπως και μετά την Αλάσκα όταν και δεν κατέληξαν πουθενά. Το δε κείμενο αμερικανικών εγγυήσεων που έχει κυκλοφορήσει έχει στην πραγματικότητα σημαντική διαφορά από το άρθρο 5 του ΝΑΤΟ.
Επί της ουσίας. Μπορεί η Ουκρανία να θεωρεί απειλή τη Ρωσία και να ζητά εγγυήσεις ασφαλείας; Προφανώς και μπορεί. Μπορεί, όμως, και η Ρωσία να θεωρεί τις μονομερείς “εγγυήσεις” από τη Δύση ενδεχόμενο εφαλτήριο μιας ουκρανικής προκλητικότητας και απειλής με δυτική κάλυψη στο πλαίσιο ενός πολέμου δι’ αντιπροσώπων; Επίσης μπορεί. Συνεπώς, δεν έχουμε να κάνουμε με αυτονόητο δικαίωμα από τη μια πλευρά και παράλογο μαξιμαλισμό από την άλλη: όχι μόνο η πρώτη απειλή αλλά και η δεύτερη υλοποιήθηκαν μόλις τα προηγούμενα χρόνια.
Η Ουάσιγκτον και το μέλλον του πολέμου
Επιστρέφουμε λοιπόν στο βασικό ερώτημα. Γιατί ο Τραμπ περιορίζεται σε επιλογές και μια διαδικασία διαπραγμάτευσης που δεν οδηγεί σε λύση; Το εμφανές blame game του Τραμπ, όχι μόνο είναι δύσκολο να πετύχει αυτό που θέλει, αλλά δεν αρκεί να ερμηνεύσει την ακατανόητη διαπραγματευτική τακτική. Δεν αρκούν να την ερμηνεύσουν ούτε οι υπαρκτοί περιορισμοί που θέτει η αντιπολίτευση στις ΗΠΑ και στο εσωτερικό Ρεπουμπλικάνων και κυβέρνησης για τη πολιτική Τραμπ στο ουκρανικό.
Η νέα Στρατηγική για την Εθνική Ασφάλεια μπορεί να μην αναφέρεται στη Ρωσία ως αντίπαλο ή άμεση απειλή όπως επί Μπάιντεν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ακριβώς έτσι. Ιδιαίτερα όσο η Ρωσία συμπλέει με την Κίνα. Επίσης, μπορεί να είναι ειλικρινής όταν υποστηρίζει ότι επιδιώκει μια στρατηγική ισορροπία στην Ευρώπη, αλλά το περιεχόμενο αυτής της «ισορροπίας» δεν είναι τόσο φιλορωσικό όσο καταγγέλλεται.
Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να απεμπλακούν από ένα καθεστώς δικής τους σύγκρουσης με τη Ρωσία – αυτό είναι σαφές – αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι καταβάλλουν την ελάχιστη προσπάθεια να αποκαταστήσουν τις σχέσεις Ρωσίας-Ευρώπης, δηλαδή τις τεταμένες ή εχθρικές σχέσεις της υπόλοιπης Δύσης με τη Ρωσία, παρά τα λιγοστά περί του αντιθέτου λεγόμενα. Απεναντίας, η αναφορά ότι “οι ευρωπαϊκές σχέσεις με τη Ρωσία είναι σήμερα βαθιά εξασθενημένες και πολλοί Ευρωπαίοι θεωρούν τη Ρωσία υπαρξιακή απειλή”, δεν συνοδεύεται από υποδείξεις πολιτικής και ενεργειών για τροποποίηση αυτής της εχθρικής σχέσης.
Η ρητορική Ρούτε δεν συναγωνίζεται τον Μερτς και τον Στάρμερ όχι μόνο στην ανάγκη στρατιωτικοποίησης της ΕΕ που βεβαίως είναι και επιθυμία της Ουάσιγκτον. Τους συναγωνίζεται και στον αντιρωσισμό και στη θεώρηση της Ρωσίας ως άμεσης απειλής. Δεν είναι προσωπική επιλογή του Ρούτε άσχετη με τον “μπαμπάκα”. Δεν θα έκανε ο Ρούτε την πρόσφατη άκρως φιλοπόλεμη και αντιρωσική ομιλία στο ΝΑΤΟ χωρίς την κάλυψη αν όχι την υπόδειξη της Ουάσιγκτον. Τέλος, ενώ έχουμε βαρεθεί να κατηγορεί κάθε τόσο ο Τραμπ τον Μπάιντεν για τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν τον έχει κατηγορήσει ποτέ ότι οδήγησε σε απόλυτη ρήξη τις σχέσεις Ρωσίας-Ευρώπης. Γιατί άραγε; Γιατί απλώς αυτή η διάσταση της σύγκρουσης στην Ουκρανία συνεχίζει να ευνοεί τις ΗΠΑ και την πολιτική τους.
Ο Τραμπ σε πρώτη φάση σερβίρισε στη Μόσχα το πάγωμα του ουκρανικού μετώπου που δεν ευτύχισε. Πρότεινε από το 2024 ευρωπαϊκά “ειρηνευτικά” στρατεύματα στην Ουκρανία, για να υποχωρήσει πρόσφατα, μάλλον μετά την Αλάσκα. Τώρα επιχειρεί νέο πιο γενναίο άνοιγμα προς τη Μόσχα, με μεγάλη φροντίδα στις διατυπώσεις της πρόσφατης Εθνικής Στρατηγικής, και παράλληλη περιφρόνηση της ΕΕ, αλλά κάθε άλλο παρά έχει εγκαταλείψει μια πολιτική ανάσχεσης της Ρωσίας, κατά προτίμηση μέσω τρίτων (Ευρώπη), και κατά προτίμηση χωρίς να συγκρούονται οι ίδιες οι ΗΠΑ.
Η ετερογονία των σκοπών
Η διάσταση αυτή της αμερικανικής πολιτικής μαζί με το blame game κατά της Ευρώπης και της εσωτερικής αντιπολίτευσης και τους περιορισμούς που θέτει η τελευταία, ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό την αλλοπρόσαλλη, μεσοβέζικη, ατελέσφορη τακτική επίλυσης του ουκρανικού, όπου ο Λευκός Οίκος παριστάνει το μεσολαβητή και ταυτόχρονα παραμένει μέρος της σύγκρουσης, επιτίθεται στην Ευρώπη και εκθειάζει τον Πούτιν αλλά ταυτόχρονα είναι οι Ευρωπαίοι με τους οποίους κυρίως συνεννοείται γιατί τους χρειάζεται κλπ. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η τακτική δύσκολα θα οδηγήσει σε ένα τέλος της ουκρανικής κρίσης χωρίς στρατιωτική νίκη της Ρωσίας που θεωρητικά ή πραγματικά είναι ψηλά στις προτεραιότητες Τραμπ.
Η εξεύρεση μιας ειρηνικής επίλυσης της κρίσης στην Ουκρανία ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία δεν σκοντάφτει μόνο στην Ευρώπη και στο Κίεβο αλλά και στην απόσταση που χωρίζει ακόμη τις επιθυμίες Μόσχας και Ουάσιγκτον για το αυριανό τοπίο σε Ουκρανία και Ευρώπη που θα ακολουθήσει το τέλος του πολέμου. Ωστόσο, μια τέτοια επίλυση παραμένει η πρώτη επιθυμητή επιλογή για Μόσχα και Ουάσιγκτον σε αντίθεση με Ευρώπη και Κίεβο, απ’ όπου και οι τριβές ΗΠΑ-Ευρώπης για το ουκρανικό και ο αποκλεισμός της τελευταίας από τις απευθείας διαπραγματεύσεις.
Αντίθετα, το κακό σενάριο της στρατιωτικής λύσης της σύγκρουσης παραδόξως βρίσκει πιο κοντά Ρωσία και Ευρώπη ως δεύτερη επιλογή και για τις δύο, παρά την ασυμβατότητα των επιδιώξεών τους, βρίσκει αντίθετες τις ΗΠΑ και βέβαια είναι το χειρότερο για την Ουκρανία που θα απομείνει. Η μεν Ρωσία θα έχει ικανοποιηθεί από το στρατιωτικό αποτέλεσμα, η δε Ευρώπη μπορεί να συνεχίσει στη σημερινή αδιέξοδη πολιτική της (βλ. SLpress 24/11/25).
Τι θέλουν οι Ουκρανοί;
Τα δυτικά Μέσα πρόβαλαν δημοσκόπηση του Διεθνούς Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας του Κιέβου σύμφωνα με την οποία το 72% υποστηρίζει το σχέδιο Ζελένσκι και Ευρώπης για εκεχειρία στη σημερινή γραμμή του μετώπου, μεθερμηνευόμενη σε μια πλασματική εικόνα συντριπτικής εναντίωσης στην παραχώρηση εδαφών και συντριπτικής υποστήριξης της πολιτικής Ζελένσκι και Ευρώπης. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Σε δημοσκοπήσεις του ίδιου Ινστιτούτου προ διμήνου και προ εξαμήνου την καθαρή ερώτηση ότι “η Ουκρανία δεν πρέπει να παραδώσει εδάφη ακόμη και αν αυτό σημαίνει παράταση του πολέμου και κινδύνους για την ανεξαρτησία της χώρας”, ΝΑΙ απαντούσε σταθερά το 52-54% ενώ το 38% αποδεχόταν παραχώρηση εδάφους. Το 52-54% είναι περίπου ο μισός πληθυσμός και απέχει πολύ από το 72% της ερμηνείας της τελευταίας δημοσκόπησης. Εκτός αυτού η μεγάλη εμπιστοσύνη που οι δημοσκοπήσεις του Ινστιτούτου δείχνουν να απολαμβάνει ακόμη ο Ζελένσκι έρχονται σε αντίφαση με άλλες δημοσκοπήσεις και είναι το λιγότερο ύποπτες.
Η γνωστή αμερικανική εταιρία Gallup που παρακολουθεί την Ουκρανία από την αρχή του πολέμου έχει δημοσιεύσει τα παρακάτω αποτελέσματα.
Τα ποσοστά της διακεκομμένης μπλε γραμμής συγκεντρώνει η απάντηση “η Ουκρανία πρέπει να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί το τέλος του πολέμου το δυνατόν συντομότερα” και της πράσινης γραμμής “η Ουκρανία πρέπει να συνεχίσει να πολεμά μέχρι να νικήσει”. Τα αποτελέσματα συμβαδίζουν με την πληροφορία από ουκρανικές πηγές ότι μόνο ένας στους τέσσερις επίστρατους κατατάσσεται οικειοθελώς (οι υπόλοιποι τρεις με τη βία).
Ακόμη και αν δεχθούμε την εγκυρότητα των δημοσκοπήσεων του Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας του Κιέβου, σε συνδυασμό με την Gallup μας δίνουν μια εικόνα διαφορετική από το 72% που προβάλλουν τα δυτικά Μέσα. Χοντρικά 24% δεν επιθυμούν συμβιβασμό με τη Ρωσία, 31% επιθυμούν συμβιβασμό το συντομότερο δυνατό αλλά χωρίς παραχώρηση εδάφους και 38% επιθυμούν συμβιβασμό το συντομότερο δυνατό ακόμη και με παραχώρηση εδάφους.
Η πολιτική Ζελένσκι δεν ακολουθεί τόσο το 52-54% που απλώς δεν επιθυμεί παραχώρηση εδαφών, όσο το 24% που επιθυμεί συνέχιση του πολέμου με όποιο κόστος. Από αυτή την άποψη είναι μια μειοψηφική κυβέρνηση όπως και οι προηγούμενες εθνικιστικές κυβερνήσεις μετά το 2014. Αλλά αυτό όπως και οι εντεινόμενες αντιθέσεις δυτικών δυνάμεων στο επίπεδο εξουσίας του Κιέβου, κυρίως μεταξύ ΗΠΑ και Βρετανίας, αντιθέσεις που δυσκολεύουν την επιβολή λύσης από τη Δύση, είναι μια άλλη συζήτηση.





