Η δολοφονία Κουζού, ο Ερντογάν, το “Noor 1” και οι ιρανικές υπηρεσίες
14/08/2021Ο Μπουρχάν Κουζού, πρώην βουλευτής και ανώτερο στέλεχος του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στην Τουρκία, δολοφονήθηκε τον περασμένο Νοέμβριο, λόγω των σχέσεων του με τον περιβόητο Ιρανό ναρκοβαρόνο Νατζί Σαρίφι Ζινταστί. Αυτό δήλωσε πρώην σύμβουλός του. Τούρκοι αξιωματούχοι είχαν πει ότι ο Κουζού πέθανε από κορονοϊό, αλλά στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε από ένα άτομο που τον αποσύνδεσε από το μηχάνημα υποστήριξης της ζωής του, καθώς ήταν ξαπλωμένος στο δωμάτιο του νοσοκομείου, δήλωσε ο σύμβουλός του Σινάν Τσιφτσί την περασμένη Δευτέρα, χωρίς να αναφέρει ποιος μπορεί να ήταν ο φυσικός ή ηθικός αυτουργός.
Ο Κουζού, επικεφαλής της Συνταγματικής Επιτροπής της Εθνοσυνέλευσης κατά τη διάρκεια της θητείας του (2002-2018), ήταν υπό έρευνα για σχέσεις με τον Ζινταστί. Είχε κατηγορηθεί ότι πίεζε δικαστές να διευκολύνουν την απελευθέρωση του ναρκοβαρώνου από τις τουρκικές φυλακές. Κατά τον Τσιφτσί, «ο Κουζού θα έλυνε ζητήματα έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών και θα χρησιμοποιούσε περισσότερο τον Μπεράτ Αλμπαϊράκ» (γαμπρός του Ερντογάν και πρώην υπουργός Οικονομικών).
Ο Κουζού είχε επίσης ζητήσει τη βοήθεια του σημερινού αντιπροέδρου Φουάτ Οκτάι και του προέδρου της Εθνοσυνέλευσης Μουσταφά Σεντόπ για να κάνει χάρες, σύμφωνα με τον Τσιφτσί. Ο Κουζού ήταν ιδρυτικό μέλος του κόμματος και υπηρέτησε επίσης ως σύμβουλος του Ερντογάν. Ο πρώην βουλευτής τηλεφωνούσε σε εισαγγελείς και δικαστές, λέγοντας ότι η απελευθέρωση του Ζινταστί θα ήταν επωφελής για τις τουρκο-ιρανικές σχέσεις, έγραψε η εφημερίδα Habertürk τον περασμένο Φεβρουάριο.
Ο Κουζού κατηγορείται επίσης ότι άσκησε ανεπιτυχώς πιέσεις για χορήγηση τουρκικής υπηκοότητας στον Ζινταστί. Ο δημοσιογράφος Ισμαήλ Σαϊμάζ, που είχε πάρει συνέντευξη από τον Κουζού, υποστήριξε ότι ο Ζινταστί ήταν ένας από τους διαβόητους εμπόρους ναρκωτικών στην Τουρκία από τη δεκαετία του 1990 και θα ήταν πρακτικά αδύνατο για τον Κουζού να μην το γνωρίζει. Ο Ζινταστί συνελήφθη από την αστυνομία στην Τουρκία τον Απρίλιο 2018 ως ύποπτος για δολοφονία, υποκίνηση δολοφονίας και συμμετοχή στο δίκτυο Γκιουλέν. Αφέθηκε ελεύθερος έξι μήνες αργότερα και έφυγε για το Ιράν.
Σύμφωνα με τον Τσιφτσί, ο Κουζού έλαβε έως και 100 εκατ. δολάρια από τον Ζινταστί για τις χάρες. Στη συνέχεια αποφασίστηκε να δοθεί τέλος στην υπόθεση Κουζού, σκοτώνοντάς τον. Ο Τσιφτσί είπε ότι ο ίδιος ήταν μάρτυρας πολλών βρώμικων συναλλαγών του Κουζού, αλλά ότι δεν είχε κληθεί από εισαγγελείς να δώσει κατάθεση. Ο Κουζού ήταν επίσης υπό έρευνα προσπάθεια να αποτρέψει την αποφυλάκιση του Ορχάν Ουνγκάν, αντίπαλου του Ζινταστί στη διακίνηση ναρκωτικών.
Ξαναμιλάει ο Πεκέρ
Οι ισχυρισμοί του Τσιφτσί ακολουθούν εκείνους του Τούρκου αρχιμαφιόζου Σεντάτ Πεκέρ, ο οποίος ανεδείχθη σε διαδικτυακό σταρ, βγάζοντας βίντεο στο YouTube που συνδέουν κυβερνητικούς αξιωματούχους με το οργανωμένο έγκλημα. Πρόσφατα ο Πεκέρ επιβεβαίωσε την πληροφορία ότι ο Κουζού είχε προσπαθήσει να πετύχει την απελευθέρωση του Ζινταστί και την αίτησή του για τουρκική υπηκοότητα.
Σύμφωνα με μη κατονομαζόμενο δικαστικό (αναφέρεται ως C.O.), ο οποίος ασχολήθηκε με την υπόθεση, ο Κουζού τηλεφώνησε σ’ αυτόν και σε άλλους δικαστές πολλές φορές για να εξασφαλίσει την ελευθερία του Ιρανού. Ο δικαστικός μίλησε με τους ανακριτές που είχαν ξεκινήσει έρευνα για το πώς ο Ζινταστί είχε βγει από τη φυλακή. Ο Πεκέρ είπε ότι ο Κουζού τον κάλεσε ζητώντας από την εγκληματική οργάνωσή του να βοηθήσει τον Ουνγκάν να σταματήσει μια νομική υπόθεση εναντίον του Κουζού. Ο Ουνγκάν είχε συλλέξει πολλά έγγραφα για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του για διαφθορά, είπε ο Πεκέρ, προσθέτοντας ότι είχε ζητήσει από τον Ουνγκάν να διαγράψει την υπόθεση.
Το 2018 ορισμένα από τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης του Ζινταστί και ο ίδιος συνελήφθησαν στην Τουρκία ως ύποπτοι για τη δολοφονία του Σαΐντ Καριμιάν, ιδρυτή και επικεφαλής της Gem TV, καθώς και για άλλες δολοφονίες που σχετίζονται με διακίνηση ναρκωτικών. Αφέθηκαν ελεύθεροι λόγω έλλειψης επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, αλλά –σύμφωνα με καταγγελίες– επειδή δωροδόκησαν.
Τον Δεκέμβριο 2020, η τουρκική αστυνομία συνέλαβε 13 μέλη της εγκληματικής ομάδας του Ζινταστί στην Τουρκία με την κατηγορία της συνεργασίας με ιρανικές μυστικές υπηρεσίες. Το επίσημο πρακτορείο ειδήσεων Anadolu έγραψε ότι οι ιρανικές μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποιούν αυτήν την εγκληματική ομάδα για να δολοφονήσουν ή να απαγάγουν Ιρανούς αντιφρονούντες στην Τουρκία τουλάχιστον από το 2015.
Όργανο της ιρανικών υπηρεσιών
Ο Ζινταστί κατηγορείται κι ότι οργάνωσε τη δολοφονία του Ιρανού αντιφρονούντος Masoud Mowlavi στην Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο 2019. Σύμφωνα με τουρκικά Μίντια καθώς βίντεο που μετέδωσε το βρετανικό Sky News στις 16 Δεκεμβρίου 2020, η απαγωγή του Habib Asyud ή Chaab ήταν η τελευταία αποστολή που πραγματοποίησε η εγκληματική ομάδα για λογαριασμό της Τεχεράνης. Ο απαχθείς είναι Άραβας ιρανικής υπηκοότητας, ηγετική φυσιογνωμία στο αυτονομιστικό κίνημα στην πετρελαιοπαραγωγική επαρχία του Χουζεστάν, όπου υπάρχει μεγάλη αραβική κοινότητα.
Μετά την αποφυλάκισή του, ο Ζινταστί επέστρεψε στο Ιράν και παρά τις καταδίκες του για διακίνηση ναρκωτικών και για τη δολοφονία ενός σωφρονιστικού υπαλλήλου στο παρελθόν, ζει ελεύθερος. Πηγές λένε ότι συνεργάζεται ανοιχτά με τις μυστικές υπηρεσίες και διευθύνει ακόμη και την επιχείρησή του ναρκωτικών από εκεί. Έχει χτίσει σπίτια στο χωριό καταγωγής του και ένα συγκρότημα διαμερισμάτων στην Ούρμια, στο οποίο έδωσε το όνομα της μητέρας του Ναφιά.
Στοιχεία που έχουν πλέον βγει στην επιφάνεια δείχνουν ότι το καρτέλ του Ζινταστί μπορεί επίσης να εμπλέκεται στη δολοφονία του Ιρανού φυγόδικου δικαστικού Γκολαμρεζά Μανσούρι στο Βουκουρέστι τον Ιούνιο 2020. Ο φυγάς, που κατηγορείται ότι δωροδοκήθηκε με περίπου μισό εκατομμύριο δολάρια, βρέθηκε νεκρός σε ύποπτες συνθήκες στο ξενοδοχείο του. Η δολοφονία του δικαστή Μανσούρι στο Βουκουρέστι μπορεί να πραγματοποιήθηκε από άνδρες που συνδέονταν με τον Χοσεΐν Καρίμι-Ριγκαμπάντι, συγγενή του Ζινταστί. Η συμμετοχή του Καρίμι-Ριγκαμπάντι μπορεί να εξηγήσει τη σκοτεινότητα της υπόθεσης του Μανσούρι.
Ο Μανσούρι πήγε στη Ρουμανία μετά από συμβουλή για να αποφύγει τη σύλληψη με κατηγορίες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Γερμανία. Μάλλον ήταν παγίδα. Ο Καρίμι-Ριγκαμπάντι έζησε στο Βουκουρέστι για πάνω από 25 χρόνια όπου διοικούσε ένα από τα μεγαλύτερα καρτέλ ναρκωτικών. Ήταν καταζητούμενος από την Αμερικανική Υπηρεσία Καταπολέμησης των Ναρκωτικών (DEA) για πολλά χρόνια για το ρόλο του στη διεθνή διακίνηση ηρωίνης και τελικά συνελήφθη στην Αυστρία τον Μάρτιο 2007 και εκδόθηκε στις ΗΠΑ. Αφέθηκε ελεύθερος μετά από πέντε χρόνια και επέστρεψε στο Ιράν όπου ζει τώρα.
Σχέσεις και με Γκιουλέν
Ο Ζινταστί συμμετείχε σε μια μαζική επιχείρηση διακίνησης ναρκωτικών το 2014, την οποία ανακάλυψε η ελληνική αστυνομία, κατάσχοντας δύο τόνους ηρωίνης. Δεκάδες συνελήφθησαν μετά την ανακάλυψη της ηρωίνης, της μεγαλύτερης ποσότητας έως τώρα στην Ευρώπη. Ακολούθησε μια αλυσίδα ύποπτων δολοφονιών σε διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, όπου ζούσε ο Ζινταστί και η οικογένειά του. Τουλάχιστον 17 άτομα που συνδέονται με την επιχείρηση έχουν σκοτωθεί σε τρεις ηπείρους τα τελευταία έξι χρόνια.
Τα τελευταία 26 χρόνια, ο 46χρονος Ζινταστί είχε συλληφθεί για σοβαρές κατηγορίες για διακίνηση ναρκωτικών και δολοφονίες τρεις φορές, αλλά κάθε φορά κατάφερνε να γλιτώσει. Είναι γόνος αντιφρονούντος Κούρδου που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με φρουρούς της Επανάστασης το 1983. Η ιρανική αστυνομία συνέλαβε τον Ζινταστί το 1996 για διακίνηση ναρκωτικών. Αυτός και ο συνεργός του καταδικάστηκαν σε ισόβια, αλλά σκότωσαν έναν φύλακα κατά τη μεταφορά στο δικαστήριο και διέφυγαν.
Ο Ζινταστί κατέφυγε στην Τουρκία, όπου ίδρυσε τη δική του οργάνωση για διακίνηση ναρκωτικών. Το 2001, μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου σχετίστηκε με το κίνημα Γκιουλέν, το οποίο υποστήριζε το κόμμα του Ερντογάν. Το 2007 η τουρκική αστυνομία συνέλαβε τον Ζινταστί με περισσότερα από 77 κιλά ηρωίνης. Τότε ισχυρίστηκε ότι ονομαζόταν Καμάλ Σαρίφι Σεγιεντάνι και συνεργάστηκε με τις αρχές για τον εντοπισμό διαδρομών διακίνησης ναρκωτικών με αντάλλαγμα τη μείωση της ποινής του.
Ο εισαγγελέας ζήτησε ισόβια, αλλά ο Ζινταστί αφέθηκε ελεύθερος, πιθανώς πληρώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια σε δωροδοκίες και συμφωνώντας να καταθέσει στην υπόθεση Ergenekon. Δύο μήνες μετά την αποφυλάκισή του, χρησιμοποιώντας άλλο ψευδώνυμο, κατέθεσε εναντίον των δικαστών στην υπόθεση της διακίνησης 350 κιλών ηρωίνης. Είπε στο δικαστήριο ότι οι δικαστές είχαν δωροδοκηθεί με 1,2 εκατ. ευρώ για να αφήσουν όλους τους κατηγορούμενους ελεύθερους.
Η υπόθεση “Noor 1”
Οι σχέσεις του με την αστυνομία έβλαψαν το γόητρο του και του απέδωσαν τη ρετσινιά του χαφιέ. Αυτό του κόστισε ακριβά λίγα χρόνια αργότερα, όταν τον υποψιάστηκαν ότι αυτός “κάρφωσε” την υπόθεση ηρωίνης με το “Noor 1”. Ένα από τα άτομα που συνελήφθησαν από την ελληνική Αστυνομία ήταν ο Εσφαντιάρ Ρίγκι, το άτομο που δραπέτευσε με τον Ζινταστί από τη φυλακή στο Ιράν χρόνια νωρίτερα. Ο Ρίγκι δραπέτευσε και κατέφυγε Τουρκία όπου ο παλιός του φίλος τον βοήθησε να πάει στο Ντουμπάι.
Άλλοι μεγαλέμποροι ναρκωτικών που είχαν επενδύσει στην επιχείρηση “Noor 1” άρχισαν να υποπτεύονται τον Ζινταστί μετά τις συλλήψεις στην Ελλάδα. Σκότωσαν, μάλιστα, κατά λάθος τη νεαρή κόρη του Άβιν και τον οδηγό του, λίγους μήνες αργότερα. Ο Ζινταστί που δεν ήξερε ποιος είχε στοχοποιήσει την οικογένειά του ξεκίνησε μια αιματηρή κόντρα εναντίον όλων των πρώην συντρόφων του.
Πρώτος στόχος ήταν ο Μουράντ Γκάρκι, που σκοτώθηκε στο Άμστερνταμ και στη συνέχεια δύο άλλοι στην Τουρκία. Οι δολοφονίες πρώην συνεργατών του, συμπεριλαμβανομένου του Ρίγκι, γνωστού ως Μοχάμεντ Ντίζελ, συνεχίστηκαν στην Τουρκία, τα Εμιράτα, την Ολλανδία και το Ιράν. Ο Ζινταστί συνελήφθη τελικά τον Μάρτιο 2018 από την τουρκική αστυνομία όταν η Ελλάδα εξέδωσε διεθνές ένταλμα γι’ αυτόν, αλλά αφέθηκε ελεύθερος με τη βοήθεια του Τούρκου πολιτικού Κουζού και πήγε στο Ιράν. Ο θάνατος, ή η δολοφονία του Κουζού επανέφερε τον Ζινταστί στο προσκήνιο.