Η Γερμανία αποκηρύσσει την σχέση της με τον Πούτιν
05/04/2022O πρόεδρος της Γερμανίας Φρανκ Σταϊνμάιερ δήλωσε ότι η πολιτική του προσήλωση στο έργο του Nord Stream 2 ήταν λάθος. «Μείναμε προσηλωμένοι σε γέφυρες συνεργασίας, στις οποίες η Ρωσία δεν πίστευε και για τις οποίες μας είχαν προειδοποιήσει οι εταίροι μας», είπε για τις σχέσεις Βερολίνου-Μόσχας.
Αυτή η αποκήρυξη των τελευταίων 20 ετών της σχέσης Γερμανίας-Ρωσίας, καλύπτει όλη την πολιτική διαδρομή του Γερμανού προέδρου, από την περίοδο Σρέντερ, μέχρι και την ολοκλήρωση της δεκαεξαετούς παραμονής της Μέρκελ στην καγκελαρία. Ο Σταϊνμάιερ, η Μέρκελ και ο Σρέντερ είναι στο επίκεντρο της πολιτικής θύελλας που έχει ξεσπάσει στο Βερολίνο για τον εναγκαλισμό με τον Πούτιν επί δύο ολόκληρες δεκαετίες.
«Η εκτίμησή μου ήταν ότι ο Πούτιν δεν θα αποδεχόταν ως ενδεχόμενο την πλήρη οικονομική, πολιτική και ηθική καταστροφή της χώρας του για να ικανοποιήσει την αυτοκρατορική του φαντασίωση –στο σημείο αυτό έσφαλα, όπως και άλλοι», είπε εισαγωγικά ο Σταϊνμάιερ και πρόσθεσε: «Αποτύχαμε σε σχέση με τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού, στο οποίο θα συμπεριλαμβανόταν και η Ρωσία. Αποτύχαμε στην προσπάθεια πρόσδεσης της Ρωσίας σε μια κοινή αρχιτεκτονική ασφαλείας».
Δεν βλέπει λύση με Πούτιν το Βερολίνο
Και τώρα; «Με μια Ρωσία υπό τον Πούτιν δεν θα υπάρξει επιστροφή στο status quo που επικρατούσε πριν από τον πόλεμο», τόνισε ο πρόεδρος της Γερμανίας. Εναντίον του είχε στραφεί προηγουμένως ο πρέσβης της Ουκρανίας στο Βερολίνο Αντρίι Μέλνικ ο οποίος σε συνέντευξη στην εφημερίδα Tagesspiegel ανέφερε ότι για τον Σταϊνμάιερ «η σχέση με τη Ρωσία ήταν και παραμένει κάτι θεμελιώδες, ίσως και ιερό, ό,τι κι αν συμβεί, ακόμη και ο επιθετικός πόλεμος δεν παίζει ως προς αυτό σημαντικό ρόλο».
Παρόμοιες βολές είχε εξαπολύσει τις προηγούμενες μέρες η κυβέρνηση Ζελένκσι και ο ίδιος ο Ουκρανός πρόεδρος και κατά της Μέρκελ και του Σρέντερ και όλων των πρωτοκλασάτων υπουργών τους, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Σολτς τις τελευταίες ημέρες να είναι αναγκασμένη να υπερασπίζεται τα έργα και τις ημέρες των προκατόχων της. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει αφού και ο νυν καγκελάριος ήταν μέχρι που να ξεσπάσει ο πόλεμος από τους φανατικούς υποστηρικτές της μεταψυχροπολεμικής εκδοχής της Ostpolitik.
Οι πιέσεις που δέχεται πλέον η κυβέρνηση Σόλτς είναι τεράστιες και δεν προέρχονται μόνον από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Και στο εσωτερικό της Γερμανίας οι Πράσινοι με την Μπέρμποκ στο υπουργείο Εξωτερικών και τον Χάμπεκ στο υπουργείο Οικονομίας (και Ενέργειας) έχουν ουσιαστικά δώσει δική τους γραμμή έναντι της Μόσχας. Ο Σολτς δείχνει να μην έχει άλλη επιλογή, καθώς οι άλλοι κυβερνητικοί του εταίροι, οι Φιλελεύθεροι υπό τον Λίντνερ δείχνουν λίγοι για να συγκρατήσουν την ορμή των Πρασίνων. Ο Λίντνερ από τη θέση του υπουργού Οικονομικών επιμένει σε όλες τις δημόσιες δηλώσεις του ότι η Γερμανία δεν μπορεί να τερματίσει την συνεργασία με τη Ρωσία στον τομέα της ενέργειας, όμως οι κινήσεις των Πρασίνων κατατείνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Απελάσεις Ρώσων από το Βερολίνο
Η Μπέρμποκ ανακοίνωσε την απέλαση 40 Ρώσων διπλωματών συσχετίζοντας μάλιστα την απόφαση αυτή με την βαρβαρότητα στην Μπούκα λέγοντας ότι «στην απανθρωπιά πρέπει να αντιπαραθέσουμε τη δύναμη της ελευθερίας μας και της ανθρωπιάς μας». Κατά την Μπέρμποκ αυτοί οι 40 ανεπιθύμητοι Ρώσοι «εργάζονταν καθημερινά κατά της ελευθερίας μας, κατά της συνοχής της κοινωνίας μας και ότι το έργο τους συνιστά απειλή και για εκείνους που αναζητούν προστασία στη Γερμανία. Αυτό δεν θα το ανεχτούμε άλλο» είπε η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας. Φυσικά τώρα το Βερολίνο περιμένει την απάντηση της Μόσχας η οποία κατά την διπλωματική πρακτική θα είναι ανάλογης έντασης, αν όχι και ισχυρότερη.
Την ίδια ώρα ο Χάμπεκ με δηλώσεις του στην εφημερίδα SZ τάχθηκε υπέρ της παροχής περισσότερων όπλων προς την Ουκρανία «χωρίς περιορισμό και σε μεγάλη έκταση» όπως τόνισε. Ο μόνος περιορισμός είπε ο υπουργός Οικονομίας (και αντικαγκελάριος) είναι να μην καταστεί η Γερμανία μέρος του πολέμου. Πλην όμως είναι σαφές και στον Χάμπεκ ότι η Γερμανία είναι μέρος αυτού του πολέμου στο οικονομικό και ενεργειακό πεδίο.
Kρατικοποίηση θυγατρικών Gazprom;
Σύμφωνα με την οικονομική εφημερίδα Handelsblatt η κυβέρνηση Σολτς εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να προχωρήσει στην κρατικοποίηση των θυγατρικών της Gazprom στη Γερμανία, πρόταση που έχει υποβληθεί από το υπουργείο Οικονομίας και Ενέργειας του Χάμπεκ και απασχολεί ήδη τις νομικές υπηρεσίες της ομοσπονδιακής Βουλής.
Μέχρι πρότινος ο Χάμπεκ ήθελε έναν νέο νόμο ώστε να υποχρεώσει τους διαχειριστές των χώρων αποθήκευσης φυσικού αερίου και πετρελαίου να αποδεικνύουν συγκεκριμένα ποσοστά πληρότητας σε καθορισμένες ημερομηνίες εντός του έτους, ώστε να μην ξεμείνει η Γερμανία από ενέργεια. Τώρα, φαίνεται ότι συζητείται η νομική βάση της απαλλοτρίωσης των εγκαταστάσεων της Gazporom Germania και των θυγατρικών της Rosneft στη Γερμανία, γίνεται μάλιστα και σχετική αναφορά στο άρθρο 14 του Συντάγματος για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων.
Πως θα αντιδράσει η Μόσχα σε μία τέτοια κίνηση από την πλευρά του Βερολίνου δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί. Εάν κλείσει τις στρόφιγγες το κόστος σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της γερμανικής κυβέρνησης θα είναι πολλαπλάσιο για τη Ρωσία. Αυτή είναι η μισή αλήθεια γιατί δεν λέγεται ποιό θα είναι το κόστος για τη Γερμανία. Τα ενεργειακά αποθέματα σε φυσικό αέριο αρκούν για δύο με τρεις μήνες, όπως υπολογίζεται από τον γερμανικό Σύνδεσμο Ενέργειας BdEW και άμεσες εναλλακτικές λύσεις δεν υπάρχουν.
Η Ευρώπη απέναντι στη Ρωσία
Το διάστημα αυτό όμως θεωρείται ικανό για να κρίνει την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία και να επανατοποθετηθούν σε νέα βάση μετά οι σχέσεις Δύσης-Ρωσίας και οι σχέσεις Βερολίνου-Μόσχας ειδικότερα. Με άλλα λόγια, το Βερολίνο έχει επενδύσει στην ήττα και απομάκρυνση του Πούτιν από την εξουσία, κάτι που παραδέχθηκε έμμεσα ο πρόεδρος Σταϊνμάιερ και ευθέως λέγεται πλέον στα μεγαλύτερα γερμανικά μέσα ενημέρωσης. Στο Der Spiegel ο Μάθιου φον Ρορ ανέφερε ότι «είναι πλέον καιρός να ξυπνήσουν όλοι στη Γερμανία και να καταλάβουν ότι αυτός ο πόλεμος έχει αλλάξει αμετάκλητα τα πράγματα στην Ευρώπη: η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με την Ρωσία».
Το ερώτημα για την γερμανική οικονομία είναι τι θα γίνει στην περίπτωση που αντέξει ο Πούτιν. Το status quo ante δεν θα επανέλθει, προέβλεψε ο πρόεδρος της Γερμανίας. Στην περίπτωση αυτή είναι βέβαιο ότι θα απαιτηθούν νέα σενάρια έκτακτης ανάγκης για την ενέργεια και την ανασυγκρότηση της γερμανικής οικονομίας.