ΑΝΑΛΥΣΗ

Η Γερμανία στη μεγάλη καμπή

Η Γερμανία στη μεγάλη καμπή

Καθώς η Γερμανία εισέρχεται σε φάση μακροχρόνιας ενεργειακής ένδειας με ταυτόχρονη δραματική αύξηση του κόστους της, είναι προφανές ότι η διεθνής της ανταγωνιστικότητα θα υποχωρήσει σε κρίσιμο επίπεδο, μοχλεύοντας κοινωνικές και πολιτικές εσωτερικές εντάσεις. Η αμηχανία και η αδυναμία εξεύρεσης λύσεων σε χρονικό διάστημα που να επιτρέπει την προσαρμογή της οικονομικής της μηχανής προκαλεί τριγμούς με αστάθμητες ακόμη αντιδράσεις. Προς το παρόν εκφράζεται οργή!

Η Handelsblatt  έγραψε: Αφελείς, αμελείς, υποκριτικοί – Η ενεργειακή πολιτική της Γερμανίας γίνεται το επίκεντρο των πολιτικών συζητήσεων σε όλο τον κόσμο και το γεγονός πως η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο μπορεί ξαφνικά να μείνει χωρίς ενέργεια καταδεικνύει το μέγεθος της ηλιθιότητας όσων μας κυβερνούν αλλά και αυτών που τους εκλέγουν…

Σωστά, αλλά πως μια σοβαρή οικονομική εφημερίδα ξύπνησε μετά από είκοσι χρόνια και κάνει αυτή τη διαπίστωση; Εκφράζει τον τρόμο του τραπεζο-βιομηχανικού συμπλέγματος; Προσπαθεί να τα ρίξει όλα στο παρελθόν για να διασωθεί η τρικομματική κυβέρνηση; Προσπαθεί να ρίξει ευθύνες στην κυβέρνηση που ακολούθησε τις αυτοκτονικές κυρώσεις που επέβαλαν οι Αμερικάνοι; Ή τα έγραψε αυτά για να τα ρίξει στους ψηφοφόρους που ψήφιζαν αυτούς που ψήφιζαν; Ή είναι όλα αυτά μαζί, καθώς με την διασπορά της ευθύνης για την ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τους Ρώσους, η εφημερίδα δημιουργεί κάποιο άλλοθι για το σύστημα; Εκτός εάν η Handelsblatt δεν καταλαβαίνει πως με το «μαζί τα κάναμε» θα ευνοήσει το ακραίο εθνικιστικό κόμμα της AfD.

Όχι! Δεν ήταν αφέλεια, ούτε αμέλεια, ούτε υποκρισία η ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία.  Ήταν πολιτική επιλογή. Ήταν γεωοικονομική και γεωπολιτική επιλογή που εντάσσεται στην συνέχεια της Ostpolitik (1969, Βίλλυ Μπραντ) που είχε τότε τον «ευγενή» στόχο την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ της Δυτικής Γερμανίας και της Ανατολικής Ευρώπης, και ιδιαίτερα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας που κατέληξε στην ενοποίηση των δύο Γερμανιών και συνεχίστηκε έκτοτε με στρατηγικές επενδύσεις της Γερμανίας στη Ρωσία.

Η συνέχεια της Ostpolitik

Έτσι, η Γερμανία είναι από τους σημαντικότερους ξένους επενδυτές στη Ρωσία με €25 δισεκ. ($28 δισεκ.), με 3.651 εγκατεστημένες επιχειρήσεις που απασχολούσαν 277.000 εργαζόμενους το 2019. Το διμερές εμπόριο  είναι της τάξεως των 40 δισεκ. δολαρίων, η Γερμανία εξάγει στη Ρωσία πάνω από 26 δισεκ. δολ. και εισάγει από τη Ρωσία πάνω από 14 δισεκ. δολ. (2020).

Δεν ήταν μια απλή πολιτική κατευνασμού της Αρκούδας. Ήταν μια στρατηγική επιλογή του γερμανικού κεφαλαίου που εξασφάλιζε πολύ χαμηλές τιμές στην ενέργεια και ανταγωνιστικότητα, ενώ παράλληλα, διασφάλιζε «ζωτικό χώρο» παραγωγής, εργατικών χειρών, πρόσβαση στις τεράστιες πρώτες ύλες της Ρωσίας. Το ότι ο σοσιαλδημοκράτης Σρέντερ και ο πράσινος Φίσερ έγιναν αφεντικά σε αγωγούς και μεγάλους ενεργειακούς ρωσικούς ομίλους το καταδεικνύει.

Όλα αυτά ήταν γεωπολιτικός σχεδιασμός του γερμανικού κεφαλαίου από τον Σεπτέμβριο του 1914 και με μόνιμο δεκανίκι το SPD από το 1919. Σε αυτό το πλαίσιο, σε συνδυασμό με την ακόρεστη γερμανική βουλιμία, είναι γνωστή η εμπλοκή της Γερμανίας στην διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και στο Ουκρανικό από το 2013-14.  Δεν έχει νόημα εδώ να επαναλάβουμε τις στρατηγικές βλέψεις της Γερμανίας στην Ρωσία και στη Μέση Ανατολή, ήδη από την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου γιατί  είναι πασίγνωστες και δεν άλλαξαν μέσα στο χρόνο.

Πολιτική στροφή και  αλλαγή συντάγματος

Πράγματι, η Γερμανία δοκιμάζεται από μια μείζονα οικονομική κρίση (ενεργειακή, πρώτων υλών, βασικών ανταλλακτικών και τσιπς-τρανζίστορ, επισιτιστική κλπ). Ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε πως ανησυχεί σοβαρά για τον πληθωρισμό (8%), για την πορεία της ανάπτυξης και για την διαφαινόμενη απώλεια ευημερίας των πολιτών, αλλά και ότι αν δεν υπάρξει καταστροφή, θα χρειαστεί να ελεγχθεί το δημόσιο χρέος μέσα σε δέκα χρόνια.

Σε πολιτικό επίπεδο, όπως επεσήμαναν οι New York Times τρεις γυναίκες υπουργοί έχουν αναλάβει να υλοποιήσουν την πολιτική στροφή από την προσκόλληση στην ειρήνη στον επανεξοπλισμό της χώρας και την εμπλοκή της σε διάφορα μέτωπα. Η υπουργός Εσωτερικών Νάνσι Φέιζερ διοργανώνει την υποδοχή προσφύγων, η υπουργός Άμυνας Κριστίνε Λάμπρεχτ χτίζει το εξοπλιστικό πρόγραμμα των 100 δισεκ. ευρώ και η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ σχεδιάζει την εθνική αμυντική πολιτική. Οι ΝΥΤ αφού τονίζουν το φεμινιστικό, φιλειρηνικό, σοσιαλδημοκρατικό και πράσινο πολιτικό παρελθόν τους, τονίζουν ότι η Μπέρμποκ μιλάει πια ελεύθερα για «ηγεσία» της Γερμανίας στη διεθνή σκηνή, αδιαφορώντας εάν ο όρος στα γερμανικά έχει την ίδια ρίζα με τη λέξη Φύρερ.

Συνεπώς, το ερώτημα είναι αν η Γερμανία θα μπει σε μία φάση αφίππευσης από την κάλαμο του γεωοικονομικού ηγεμονισμού στην ΕΕ και στον κόσμο ή θα μετατρέψει την πραγματική κρίση που υφίσταται  σε μια ευκαιρία για τον επανεξοπλισμό της (και με πυρηνικές φιλοδοξίες) και τη μετατροπή της γεωοικονομικής της ισχύος και σε πολιτικο-στρατιωτική;

Η ατάκα της κας Μπέρμποκ ήταν άραγε λόγω της πολιτικής της απειρίας στα διπλωματικά ή ήταν μήνυμα προς πολλές κατευθύνσεις και κυρίως στο εσωτερικό της χώρας; Διότι, ως γνωστόν, θα χρειαστεί πιθανότατα κάποια «επικαιροποίηση» του «Θεμελιώδη Νόμου» που επιβλήθηκε από τους νικητές το 1949, ενώ υπάρχει ευκαιρία και για την «αναβάθμισή» του σε πραγματικό σύνταγμα κανονικής χώρας. Είναι ανομολόγητος πόθος του Βερολίνου και εύλογος λόγος για την Ουάσιγκτον, το Παρίσι και το Λονδίνο να το αποδεχθούν υπό τις παρούσες συνθήκες.

Στη μεγάλη καμπή η Γερμανία

Ο δεύτερος πολιτικός στόχος μετά από αυτό θα είναι να απαλείφει ο χαρακτηρισμός της Γερμανίας (και της Ιαπωνίας) ως «εχθρικό κράτος» (άρθρα 53 και 107 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ). Υπενθυμίζεται ότι το 2020 η Γερμανία κατά τη διετή της θητεία της ως προσωρινό μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ, επιδίωξε την απόκτηση μόνιμης θέσης αλλά δεν τα κατάφερε.

To mea culpa του Γερμανού ομοσπονδιακού προέδρου Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, από τους αρχιτέκτονες της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, για λανθασμένη αξιολόγηση του Πούτιν  και της Ρωσίας και του  Nord Stream ΙΙ είναι για τα μάτια του κόσμου, για να δούμε πόσο πολιτικά ορθή είναι η πολιτική του Βερολίνου, αλλά αυτά δεν μετράνε πια.

Οι στρατηγικές και ιδεοληπτικές επιλογές του Βερολίνου και η επιβολή τους στην ΕΕ έχουν προκαλέσει τεράστια ζημιά στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, τόσο στο οικονομικό, όσο και στο πολιτικό επίπεδο, καθώς αυτές οδήγησαν στην άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων, στο Brexit, ενώ έχουν εμποδίσει την πολιτική ολοκλήρωση της Ένωσης.

Η ενεργειακή εξάρτηση από το ρωσικό πετρέλαιο και οι έωλες πράσινες πολιτικές ήρθαν απλώς να επιβεβαιώσουν ότι η Γερμανία δεν μπορεί να ηγείται πλέον του ευρωπαϊκού σχεδίου και ότι η Γερμανία είναι το κεντρικό διαρθρωτικό πρόβλημα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Η ευκαιρία για ένα άλμα της ΕΕ είναι τώρα υπαρκτή. Ο μόνος που μπορεί είναι ο Μακρόν που έχει και την προεδρία της.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι