Η υψηλή στρατηγική των ΗΠΑ στη σύγκρουση Ιράν-Ισραήλ
21/06/2025
Η 47η προεδρία επιδιώκει την ολιστική αναδιάταξη του διεθνούς συστήματος για τη διατήρηση και την ενίσχυση της ηγεμονίας των ΗΠΑ. Την εποχή της αμερικανικής παγκόσμιάς κυριαρχίας της μονοπολικής στιγμής που διήρκεσε για σχεδόν 20 χρόνια, διαδέχτηκε το μεταβαλλόμενο, ρευστό και συγκρουσιακό πολυπολικό σύστημα το οποίο βρίσκεται ακόμη σε διαμόρφωση.
Οι στρατηγιστές στη δεύτερη θητεία Ντόναλντ Τραμπ στοχοθετούν στην παγκόσμια ηγεσία που πρωτίστως σχετίζεται με την αποδυνάμωση και την αποσύνδεση του «Απεχθή Άξονα» που συγκροτείται από τις τρεις μεγάλες παραδοσιακές χερσαίες δυνάμεις: Ρωσία-Κίνα-Ίραν.
Στο πλαίσιο της ανακατανομής ισχύος και του επαναπροσδιορισμού συμφερόντων, η Μέση Ανατολή αποτελεί το υποσύστημα που οι ΗΠΑ επιδιώκουν να αναδιαμορφώσουν στη βάση της δυναμικής και της νέας κατάστασης που λαμβάνει χώρα μετά την 7 Οκτωβρίου 2023. Το Ισραήλ έχει αλλάξει άρδην τα δεδομένα στην περιοχή που ήταν παγιωμένα για δεκαετίες.
Η “Νέα Μέση Ανατολή” που επαγγέλθηκαν τρεις Αμερικανοί πρόεδροι (Τζορτζ Μπους, Τζορτζ Οuόκερ Μπους και Μπαράκ Ομπάμα) στο παρελθόν, δείχνει στην παρούσα φάση να είναι κοντά όσο ποτέ άλλοτε στην υλοποίηση της. Το Ισραήλ είναι το κυρίαρχο κράτος το οποίο αναλαμβάνει εκ μέρους των ΗΠΑ να αλλάξει ριζικά και μακροχρόνια το χάρτη της περιοχής, διαμορφώνοντας νέες ισορροπίες.
Το Ιράν δεν μπορεί να έχει πια status περιφερειακής δύναμης. Σε αυτό το πλαίσιο δίνονται δύο επιλογές: Είτε θα γίνει ένα «κανονικό» έθνος-κράτος χωρίς μετα-αυτοκρατορικές επιδιώξεις, κακόβουλη επιρροή και προβολή σκληρής ισχύς (βαλλιστικό οπλοστάσιο και πυρηνικό πρόγραμμα), είτε θα αναγκαστεί να έρθει σε μετωπική σύγκρουση με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ.
Τα τέσσερα σενάρια
Ο Ντόναλντ Τραμπ εφαρμόζει συνδυαστικά εδώ και πέντε μήνες τις τέσσερις επιλογές που έχει αναφορικά με την αντιμετώπιση του ιρανικού προβλήματος:
- Αλλαγή καθεστώτος
Διαχρονικά ο αμερικανικός στρατηγικός σχεδιασμός για τη “Νέα Μέση Ανατολή” επιδιώκει το Ιράν να επιστρέψει στη προγενέστερα κατάσταση (πριν το 1979), ανακτώντας τον κοσμικό χαρακτήρα του, με κυβέρνηση που δεν θα είναι εχθρική στις δυτικές αξίες. Η ανατροπή του μέσω εκπορευόμενων και κατευθυνόμενων εξωτερικών παρεμβάσεων δεν αποτελεί ορθολογική στοχοθέτηση για τις ΗΠΑ, αφού στη βάση των προηγούμενων εμπειριών συνήθως φέρνει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Άλλωστε ο ίδιος ο 47ος πρόεδρος δήλωσε δημόσια ότι δεν επιδιώκει ανατροπή της κυβέρνησης του Ιράν παρά μόνο αν ειρηνικά το επιλέξει ο λαός του. Το Ισραήλ με τα πρόσφατα εντυπωσιακά χτυπήματα εντός της ιρανικής επικρατείας αναδεικνύει την αδυναμία του καθεστώτος που έχει εν πολλοίς απονομιμοποιηθεί και συντελεί στη δημιουργία συνθήκων για αλλαγή εκ των έσω η όποια θα προέρχεται από τη βάση. Το πολιτικό σύστημα και η καθεστηκυία τάξη, διατηρούν ακόμη ισχυρές αντιστάσεις και ερείσματα παρόλο τη διαρκή αποσυσπείρωση στη λαϊκή υποστήριξη.
- Απευθείας διαπραγματεύσεις
Διμερείς συνομιλίες για το πυρηνικό πρόγραμμα σε πρώτη φάση, αλλά και ίσως συνολικά για την πολιτική του Ιράν στην περιοχή μεταγενέστερα. Εφαλτήριο ήταν η συνάντηση του Έλον Μασκ με τον Ιρανό πρέσβη του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη πριν ακόμη γίνει η ανάληψη της εξουσίας από τους Ρεπουμπλικάνους . Με τον Ντόναλντ Τραμπ να επιδιώκει ειρήνευση στην περιοχή, προσδοκώντας στο τέλος της θητείας του το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, διεξήχθησαν πέντε γύροι συνομιλιών με τους Ιρανούς αξιωματούχους διάρκειας 60 ήμερων.
Με το Ιράν να παραμένει άκαμπτο για ουσιαστικές παραχωρήσεις στη σκληρή ίσχυ του, απέρριψε και την τελική πρόταση των ΗΠΑ για τη δημιουργία περιφερειακής κοινοπραξίας όπου θα μπορεί μαζί με άλλα κράτη να εμπλουτίζει ουράνιο για ειρηνικούς σκοπούς με διεθνή επιτήρηση. Οι διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο και μπορεί η επανέναρξη τους στη βάση της προηγούμενής διαδικασίας να συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες υπό τις παρούσες συνθήκες, όμως ο δρόμος της διπλωματίας από θέση ισχύος είναι η προτιμητέα λύση για τις ΗΠΑ.
- Μέγιστη πίεση
Η επιλογή αυτή εφαρμόστηκε την πρώτη τετραετία της διακυβέρνησης των Ρεπουμπλικάνων. Μονομερής αποχώρηση από το πρόγραμμα πυρηνικής συμφωνίας, επιβολή τετραψήφιου αριθμού κυρώσεων, οικονομικός στραγγαλισμός και απομόνωση του καθεστώτος από τους δυτικούς συμμάχους των ΗΠΑ οι οποίοι αναγκάστηκαν να μην συνδιαλέγονται εμπορικά και επιχειρηματικά με το Ιράν. Η στάση αυτή υπήρξε αποτελεσματική γονατίζοντας δημοσιονομικά την Τεχεράνη και μειώνοντας την επιρροή του «Άξονα της Αντίστασης» αφού αποστέρησε πόρους για τη χρηματοδότηση του.
Η δεύτερη προεδρία Τραμπ επανάφερε τη συγκεκριμένη πολιτική με εκτελεστικό διάταγμα στις πρώτες ήμερες της θητείας του, εγκαινιάζοντας νέες κυρώσεων κατά του Ιράν που έως σήμερα έχουν επιβληθεί σε τέσσερεις διαφορετικούς γύρους. Ο χαρακτήρας τους είναι διευρυμένος, αφού πέρα των ιρανικών εταιριών περιλαμβάνει και κυρώσεις και σε κινεζικές που συνδιαλέγονται με τις πρώτες.
- Επίθεση στις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις
Η συγκεκριμένη πρόταση υπάρχει στο τραπέζι των αμερικανικών επιλογών εδώ και χρόνια. Ο Τζον Μπόλτον, πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Ντόναλντ Τραμπ την είχε εκφράσει στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησης. Επανήλθε με την προεδρία Τζο Μπάιντεν. Εμφανίστηκε ξανά δυναμικά με το δίδυμο Νετανιαχου-Τραμπ, αφού και οι δυο επιδιώκουν να δώσουν μια τελική λύση στο πρόβλημα του Ιράν. Πιθανόν το Ισραήλ να πιέσει τις ΗΠΑ για την επιλογή αυτή εκμεταλλευόμενο το momentum υπέρ του. Ωστόσο ο Αμερικανός πρόεδρος είναι το πιο πιθανόν να χρησιμοποιήσει το σενάριο αυτό ως διαπραγματευτικό «όπλο στη φαρέτρα» υπό τη μορφή απειλής, παρά να το κάνει πράξη.
Η “Νέα Μέση Ανατολή”
Ύστερα από το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων δύο μηνών για το πυρηνικό πρόγραμμα, οι ΗΠΑ συναίνεσαν ώστε το Ισραήλ να προχωρήσει σε μεγάλη κλίμακας στρατιωτική επέμβαση, περιλαμβάνοντας και πυρηνικές εγκαταστάσεις με στόχο τη συνθηκολόγηση του Ιράν ως ελάχιστο και την αλλαγή του καθεστώτος ως μέγιστο. Το Ιράν είναι η αιτία της περιφερειακής αστάθειας στη Μέση Ανατολή. Ένα αποδυναμωμένο εξωτερικά και εύθραυστο εσωτερικά Ιράν, είναι στρατηγική ήττα τόσο για την Κίνα όσο και τη Ρωσία. Οι ΗΠΑ ουσιαστικά δοκιμάζουν τη συνοχή της ετερόκλητης συμμαχίας Ρωσίας-Κίνας-Ιράν.
Για τις ΗΠΑ η Μέση Ανατολή δεν είναι στον ίδιο βαθμό κομβικής στρατηγικής σημασίας όπως ήταν στο παρελθόν. Αδιαμφισβήτητα ιεραρχικά κατώτερη από τις περιοχές του Ινδο-Ειρηνικού και της Ωκεανίας που συγκεντρώνουν μεγαλύτερη προσοχή στον πολιτικό σχεδιασμό τους. Ο Μπαράκ Ομπάμα το 2011 διακήρυξε τη «Στροφή προς την Ασία» για την αντιμετώπιση της Κίνας όπου και ακολουθείται απαρέγκλιτα και συνεκτικά από όλες τις μεταγενέστερες προεδρίες.
Ωστόσο η διαδικασία μετάβασης του κέντρου βάρους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην Ανατολική Ασία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί εφόσον οι ΗΠΑ αναγκάζονται να δεσμεύουν πολύτιμους πόρους στη Μέση Ανατολή. Είναι το διεθνές υποσύστημα όπου έχει συνδεθεί με τις τραγωδίες της εξωτερικής πολιτικής τους. Ο Ντόναλντ Τραμπ επιθυμεί διακαώς να είναι ο πρόεδρος ο οποίος θα κάνει τη συγκεκριμένη περιοχή πιο ειρηνική, λιγότερη συγκρουσιακή, με χαμηλότερο επίπεδα αντιαμερικανισμού και με το όσο το δυνατόν λιγότερη ενεργή ανάμιξη των ΗΠΑ στα προβλήματα της.
Αυτή η στόχευση περνάει μέσω ενός παντοδύναμου Ισραήλ, το όποιο ως πληρεξούσιος των ΗΠΑ θα συνεχίσει να ενεργεί συντεταγμένα εκ μέρους τους, και του Ιράν που όπου με ελάχιστη ή καθόλου περιφερειακή επιρροή δεν θα είναι ριζοσπαστικοποιημένο, αλλά ενσωματωμένο στο modus vivendi της “Νέας Μέσης Ανατολής”.