Η μοιραία Σύνοδος του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη
21/09/2022«Αudiatur et altera pars» (“να ακουστεί και η άλλη πλευρά”), πανάρχαιος ρωμαϊκός κανόνας
Για δεύτερη φορά, από τότε που το ισπανικό κράτος εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 1982, η Ατλαντική Συμμαχία πραγματοποίησε μια Σύνοδο Κορυφής στη Μαδρίτη. Κάθε μία από αυτές τις δύο Συνόδους Κορυφής της Μαδρίτης, αποτελεί μια καθοριστική στιγμή στην ιστορία του οργανισμού. Η προηγούμενη Σύνοδος Κορυφής που πραγματοποιήθηκε το 1997 στην Μαδρίτη, ήταν το αποκορύφωμα μιας μακράς συζήτησης μεταξύ των κυβερνήσεων μελών του ΝΑΤΟ, σχετικά με τη διεύρυνση της συμμαχίας προς τα ανατολικά.
Η συζήτηση είχε προκαλέσει τη σύγκρουση ανάμεσα αυτούς που προειδοποιούσαν να μην προκαλέσουν τη Ρωσία, με οποιαδήποτε επέκταση του ΝΑΤΟ σε χώρες που προηγουμένως υπάγονταν στη Μόσχα, με εκείνους που ήθελαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία που προσέφεραν οι συγκυρίες. Την τελευταία θέση συμμεριζόταν το μεγαλύτερο μέρος της κυβέρνησης Κλίντον, εμπνευσμένη από τις θεωρήσεις του Μπρεζίνσκι.
Την αντίθετη στάση αντιπροσώπευε εντός της κυβέρνησης ο υπουργός Άμυνας Ουίλιαμ Πέρι, κατά την πρώτη θητεία του Μπιλ Κλίντον. Ο Πέρι απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση και αντικαταστάθηκε από τον Ρεπουμπλικανό Γουίλιαμ Κοέν στη δεύτερη θητεία του Κλίντον, όταν πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος Κορυφής της Μαδρίτης.
Οι υποστηρικτές της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά ήθελαν η αμερικανική αυτοκρατορία να περικλείει ένα μεγάλο κομμάτι της πρώην σοβιετικής αυτοκρατορίας, με την πεποίθηση ότι (αργά ή γρήγορα) η μετακομμουνιστική Ρωσία θα επιδίωκε να αναβιώσει τη μακρά αυτοκρατορική της παράδοση. Ως εκ τούτου, θεωρούσαν ότι ήταν απαραίτητο να προλάβουν αυτήν την αναπόφευκτη εξέλιξη, διασφαλίζοντας τον έλεγχο των ΗΠΑ σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της πρώην σοβιετικής αυτοκρατορίας.
Οι εξελίξεις δικαιώνουν αυτούς που είχαν προειδοποιήσει για τις συνέπειες της διεύρυνσης. Δικαίως προέβλεψαν ότι οι Ρώσοι θα έβλεπαν την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά ως εχθρική χειρονομία και ότι ως εκ τούτου θα δημιουργούσε ρεβανσιστικές συμπεριφορές εκ μέρους της. Η αντίδραση της Μόσχας στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ )που ήθελε να προλάβει την επιστροφή της μετακομμουνιστικής Ρωσίας σε αυτοκρατορικά οράματα) ήταν μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν
Η κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ το 1991, με την παράλληλη εξαφάνιση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, θα έπρεπε να οδηγήσει στη διάλυση του ΝΑΤΟ, το οποίο δημιουργήθηκε για να αντιμετωπίσει τη “σοβιετική απειλή”. Φαινόταν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ωστόσο, οι σχετικές προτάσεις, ιδίως της Γαλλίας, δεν ευοδώθηκαν υπό την πίεση της Ουάσιγκτον. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, εκμεταλλευόμενες την αδυναμία στην οποία είχε περιέλθει η μετακομμουνιστική Ρωσία, πίεσαν για την ανατολική διεύρυνση, προκειμένου να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην κεντρική Ευρώπη.
Ήδη από το 1997 ξεκίνησε η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, παρόλο που οι δυτικοί ηγέτες είχαν υποσχεθεί στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ότι δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο Γκορμπατσόφ είχε ζητήσει από την Ουάσιγκτον να διαλύσει το ΝΑΤΟ, με αντάλλαγμα τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ενώ ο Γέλτσιν είχε προτείνει μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας που θα ενσωμάτωνε τη Ρωσία στην Ευρώπη, πρόταση που απορρίφθηκε. Ο ίδιος προειδοποίησε μεταγενέστερα τη Δύση, ότι ένας Ψυχρός Πόλεμος έδινε τη θέση του σε μια ψυχρή ειρήνη, με την επέκταση του ΝΑΤΟ να συνεπάγεται «τίποτα άλλο εκτός από ταπείνωση για τη Ρωσία».
Το Der Spiegel αναφέρει ότι ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Ντίτριχ Γκένσερ, είχε δηλώσει: «Ότι και αν συμβεί με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, η επέκταση του εδάφους του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, δηλαδή πιο κοντά στα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης δεν θα πραγματοποιηθεί». Στα πρακτικά των συνομιλιών που έγιναν στις 9 Φεβρουαρίου 1990 μεταξύ του Γκορμπατσώφ και του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μπέικερ, ο τελευταίος λέει στον Σοβιετικό Γενικό Γραμματέα: «Κατανοούμε την ανάγκη διασφαλίσεων στα κράτη της Ανατολής. Εάν διατηρήσουμε μια παρουσία στην Γερμανία που είναι μέλος του ΝΑΤΟ, δεν θα υπάρξει επέκταση του ΝΑΤΟ ούτε ένα πόντο προς Ανατολάς».
Ανάλογες διαβεβαιώσεις είχαν δοθεί και από την Γαλλία. Δεν υπήρχε και εχθρός που να δικαιολογεί την επέκταση του ΝΑΤΟ, ή ακόμα και την ύπαρξη του. Η Γερμανία όμως ενώθηκε και το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε και κάλυψε τις Βαλτικές Χώρες, τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, τα Βαλκάνια, με στόχο να συνεχίσει με την Ουκρανία, Γεωργία κ.ο.κ.
Αποκαλυπτικά έγγραφα
Έγγραφα της κυβέρνησης των ΗΠΑ, που αποχαρακτηρίστηκαν το 2017, φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι δόθηκαν διαβεβαιώσεις, περί μη επέκτασης. Σύμφωνα με αυτά, οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία, είχαν διαβεβαιώσει την Ρωσία, ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ χωρών όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχική Δημοκρατία ήταν εκτός συζήτησης. Τον Μάρτιο του 1991, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τζον Μέιτζορ είχε υποσχεθεί κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη Ρωσία, ότι «τίποτα τέτοιο δεν θα συμβεί».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, γεωπολιτικοί αναλυτές εξέφραζαν τη διαφωνία τους για την επέκταση του ΝΑΤΟ. Ο Τζορτζ Κένναν, ο οποίος θεωρείται ο αρχιτέκτονας της πολιτικής ανάσχεσης της ΕΣΣΔ, προέβλεψε τις συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης: «Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ θα ήταν το πιο μοιραίο λάθος στην αμερικανική πολιτική από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Είναι αναμενόμενο ότι η απόφαση αυτή θα αναζωπυρώσει εθνικιστικές, αντιδυτικές και μιλιταριστικές τάσεις στη ρωσική κοινή γνώμη, θα αναζωπυρώσει την ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης και θα κατευθύνει τη ρωσική εξωτερική πολιτική προς μια κατεύθυνση που θα είναι αντίθετη με τις επιθυμίες μας».
Επιπλέον οι περισσότεροι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ , αντιτάχθηκαν στην επέκταση της συμμαχίας. Έγινε λόγος μάλιστα, για διάλυση του ΝΑΤΟ. Είχε εξυπηρετήσει τον σκοπό του, να συγκρατήσει τη Σοβιετική Ένωση . Αυτό άλλαξε στα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Κλίντον. Η αλλαγή ήρθε από δύο κατευθύνσεις, από μια ομάδα εντός του συμβουλίου εθνικής ασφάλειας του Κλίντον και από τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης.
Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ
Η Σύνοδος Κορυφής του 1997 στην Ισπανία, προσκάλεσε επίσημα την Ουγγαρία, την Πολωνία και την Τσεχική Δημοκρατία να ενταχθούν στη συμμαχία. Η ένταξη των τριών χωρών της Ανατολικής Ευρώπης ολοκληρώθηκε δύο χρόνια αργότερα στη Σύνοδο Κορυφής της Ουάσιγκτον που γιόρτασε την 50ή επέτειο του ΝΑΤΟ. Συνέβη σε μια εποχή που η συμμαχία βομβάρδιζε τη Γιουγκοσλαβία, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, στον πρώτο πόλεμο υπό την ηγεσία των ΗΠΑ μετά το 1990 που δεν εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Ακολούθησε το 2004 διεύρυνση του ΝΑΤΟ σε επτά ακόμη χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Ανάμεσά τους οι τρεις χώρες της Βαλτικής, που ήταν προηγουμένως μέρος της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η σειρά γεγονότων ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη δημιουργία της εχθρότητας μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, που ήταν προοίμιο για την εισβολή στην Ουκρανία.
Το ΝΑΤΟ αρχικά ιδρύθηκε ως αμυντική συμμαχία εναντίον της ΕΣΣΔ και των υποτελών της κρατών, μεταλλάχθηκε όμως σε “οργανισμό ασφαλείας”, με μια ποιοτική επέκταση του σκοπού του: Στο να εξοστρακίσει τη μετασοβιετική Ρωσία, επεκτεινόμενο προς τα σύνορά της. Το Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας που δημιουργήθηκε το 1997 ήταν μια πενιχρή παρηγοριά που δόθηκε στη Μόσχα, αντί της πρόσκλησής της να ενταχθεί στη συμμαχία.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία πρόσφερε στην Ουάσιγκτον την ευκαιρία να αναζωογονήσει την «εγκεφαλικά νεκρή», κατά Μακρόν, Ατλαντική Συμμαχία. Η Ουάσιγκτον πέτυχε αυτό που επιδίωκε εδώ και χρόνια: Τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ να μην είναι απλοί καταναλωτές των υποδομών ασφαλείας αλλά να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες, με αποτέλεσμα η Ουάσιγκτον να μπορέσει να αφιερώσει λιγότερους πόρους για την άμυνα της Ευρώπης. Αυτή ήταν και η επιδίωξη του Τραμπ, ώστε να εστιάσει περισσότερο στην Ασία.
Αυτές οι εξελίξεις φέρνουν τον κόσμο πιο κοντά σε μια πυρκαγιά που θα μπορούσε να επισκιάσει τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία και να θέσει σε κίνδυνο το μέλλον της ανθρωπότητας. Είναι επείγον να ανοικοδομηθεί ένα παγκόσμιο κίνημα ειρήνης που αντιτίθεται σε όλες τις στρατιωτικές συμμαχίες, που απαιτεί τη διάλυσή τους, ένα κίνημα που αντιτίθεται επίσης στις συνεχιζόμενες μαζικές αυξήσεις των στρατιωτικών προϋπολογισμών.
Είναι καιρός να επιστρέψουμε στον παγκόσμιο αφοπλισμό υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, όπως προβλέπεται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Αυτός ο χάρτης είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του διεθνούς δικαίου του οποίου ο ρόλος πρέπει να ανανεωθεί ενάντια στη συνεχιζόμενη ολίσθηση προς το δίκαιο της ζούγκλας. Τα τεράστια και συνεχώς αυξανόμενα ποσά που δαπανώνται για οπλισμό και καταστροφή να ανακατανεμηθούν σοφά στους μόνους πολέμους που είναι πραγματικά προς το συμφέρον της ανθρωπότητας: Στους πολέμους κατά της φτώχειας και της κλιματικής αλλαγής. Ευσεβείς πόθοι…