Η Ουκρανία και η οικοδόμηση της “Νέας Ρωσίας”
31/10/2022Τον 18ο αιώνα, μετά τη δυτική και την κεντρική Ουκρανία, αναδύεται και μια τρίτη διακριτή ζώνη στα ανατολικά και νότια εδάφη της, όπου θα διαμορφωθούν και εκεί ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ταυτότητας και πολιτισμού. Για το ρωσικό κράτος, το πρόβλημα της αναχαίτισης των συνεχών εισβολών των Τατάρων της Κριμαίας παρέμενε κρίσιμο για αιώνες. Στην κριμαϊκή χερσόνησο είχε δημιουργηθεί ένα κράτος από κλάδο της Χρυσής Ορδής του Τζένκινς Χαν, το οποίο από τον 15ο αιώνα ήταν υποτελές στους Οθωμανούς.
Από το ιδανικό γεωγραφικά ορμητήριό τους και υπό την προστασία της Υψηλής Πύλης, το ταταρικό ιππικό διενεργούσε διαρκώς οργανωμένες επιδρομές στην ενδοχώρα, σε μια ακτίνα από τον ποταμό Ντον μέχρι τον ποταμό Δνείπερο και ακόμη δυτικότερα, με σκοπό την λεηλασία και κυρίως την αιχμαλωσία ανθρώπων. Επρόκειτο για μια εξόχως προσοδοφόρα δραστηριότητα, καθώς οι Σλάβοι θεωρούνταν δυνατοί και ανθεκτικοί ως σκλάβοι και επιπλέον οι νεαρές Σλάβες ήταν πολύ όμορφες. Έτσι, οι αιχμάλωτοι πωλούνταν πολύ ακριβά στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινουπόλεως και της Αλεξάνδρειας.
Το αποτέλεσμα των συνεχών επιδρομών ήταν για αιώνες μια τεράστια περιοχή από την ακτή της Μαύρης Θάλασσας μέχρι το Μπριάνσκ και το Ριαζάν της σημερινής Ρωσίας, να ερημωθεί πλήρως. Οι γόνιμες εκτάσεις της “Τσερνοζιόμ” (μαύρο χώμα – εδάφη που ξεκινούν από την Ουκρανία και καταλήγουν βαθιά εντός της Ρωσίας), οι οποίες την περίοδο του Ρους, πριν την μογγολοταταρική κατάκτηση του 13ου αιώνα, έδιναν πλούσια σοδειά, έπαψαν να καλλιεργούνται.
Εξ αιτίας αυτού, μια εκτεταμένη γεωγραφική ζώνη, που περιελάμβανε την περιοχή που βρίσκεται βορείως της Μαύρης Θάλασσας και της Αζοφικής και ορίζεται δυτικά από τον ποταμό Δνείστερο και ανατολικά από τους ποταμούς Ντον και Χαπιόρ, πήρε την ευνόητη ονομασία “Ντίκοε Πόλε”, δηλαδή Άγριο Πεδίο. Οι Τάταροι κατά τις επιδρομικές τους επιχειρήσεις έφταναν ακόμη και στην ίδια την Μόσχα. Όπως έγινε το 1571, όταν ο στρατός του Χάνου (αρχηγού των Τατάρων) Ντεβλέτ Γκιράι την κατέστρεψε και την πυρπόλησε.
Οι επιδρομές των Τατάρων
Οι επιδρομές έπαυσαν περί τα τέλη του 17ου αιώνα, αλλά οι Τούρκοι συνέχιζαν να θεωρούν τις εκτάσεις βορείως της Μαύρης Θάλασσας ως ιδιοκτησία τους. Μάλιστα, η Πύλη είχε σοβαρή επιρροή και στις υποθέσεις των Ουκρανών Κοζάκων του Σιτς του Ζαπαρόζιε. Μάλιστα, το 1669, κατά τη διάρκεια της εσωτερικής αντιπαράθεσης των Κοζάκων σε σχέση με την συμφωνία της Ένωσης με τη Ρωσία, ο Χέτμαν Πετρό Ντοροσένκο, έφθασε στο σημείο να αναγνωρίσει την “Μικρά Ρωσία” ως υποτελές έδαφος των Οθωμανών.
Η νότια Ουκρανία θα παραμείνει για πολλές ακόμη δεκαετίες διαμφισβητούμενη ζώνη μεταξύ Τούρκων και Τατάρων, Πολωνών και Ρώσων, σε έναν ανταγωνισμό που είχε έντονη θρησκευτική διάσταση. Για την Ρωσία η επέκταση προς το Νότο ήταν αναμφίβολα ζωτικής σημασίας για την οικονομική της ανάπτυξη. Εκτός, όμως, από τη γεωπολιτική ανάγκη για διέξοδο προς τις θερμές θάλασσες, είχε και ένα σαφές ιδεολογικό στίγμα. Την αντιλαμβανόταν με την έννοια της Reconquista, την επιστροφή δηλαδή σε απωλεσθέντα εδάφη του μεσαιωνικού Ρους και του ηγεμονικού οίκου των Ρουρικιδών.
Η συστηματική επιχείρηση ανακατάληψης της νότιας Ουκρανίας εγκαινιάσθηκε από τον Μεγάλο Πέτρο, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος που συνέλαβε την σύνδεση των ρωσικών επιδιώξεων με τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα. Συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα με την Μεγάλη Αικατερίνη να ολοκληρώνει αυτό το όραμα, μετά από αλλεπάλληλους νικηφόρους πολέμους, που αύξησαν το κύρος και την έκταση της αυτοκρατορίας.
Η πύλη στις θερμές θάλασσες
Το όνομα που δόθηκε στη νέα περιφέρεια ήταν “Νοβορόσσια” (Νέα Ρωσία), ενώ η Κριμαία πήρε την αρχαία ονομασία Ταυρίδα. Πολύ σύντομα, η τεράστια αυτή περιοχή παρουσίασε εξαιρετικά δυναμική οικονομική άνθιση, καθώς οι στέπες καλλιεργήθηκαν εκ νέου και μετατράπηκαν στον μεγαλύτερο σιτοβολώνα της Ρωσίας και της Ευρώπης. Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκαν νέοι εμπορικοί δρόμοι, που ένωσαν την ενδοχώρα με την Μαύρη και την “Άσπρη” Θάλασσα (Αιγαίο Πέλαγος), κατά τα πρότυπα του δρόμου “από τους Βαράγγους στους Έλληνες” στα βυζαντινά χρόνια.
Δεκάδες χιλιάδες άποικοι, πολλών χριστιανικών εθνών, κυρίως Έλληνες, Σέρβοι, Γερμανοί, Βούλγαροι αλλά και Εβραίοι, προσελκύσθηκαν από τα γενναιόδωρα προνόμια (παροχή γης και αποφυγή φορολογίας) που παραχωρούσε το ρωσικό κράτος. Το σχέδιο του αποικισμού το συντόνιζε ο ευνοούμενος της Αικατερίνης, πρίγκιπας Ποτέμκιν. Οι πόλεις που ιδρύθηκαν από τη ρωσική διοίκηση ήταν πολλές.
Μεταξύ άλλων αναφέρουμε την Οδησσό το 1794, στη θέση που βρισκόταν ένα ταταρικό χωριουδάκι με την ονομασία Χατζήμπεη, τη Χερσώνα το 1778 (πάμπολλες ονομασίες είναι ελληνικές, λόγω της “ελληνομανίας” που είχε επικρατήσει τότε στην τσαρική αυλή), το Αικατερινοσλάβ το 1777 (το 1926 μετονομάστηκε σε Ντιεπροπετρόβσκ και το 2016 σε Ντιπρό), η Μαριούπολη το 1778, η οποία οικοδομήθηκε και κατοικήθηκε αρχικώς μόνον από Έλληνες, ταταρόφωνους ουρούμ και ελληνόφωνους ρουμαίους της Κριμαίας, το Νικολάγιεφ το 1788, το Λουγκάνσκ το 1795, το Ζαπαρόζιε το 1770, η Σεβαστούπολη στην Κριμαία το 1784. Είχε προηγηθεί το1654 το Χάρκοβο, που βρίσκεται στην περιοχή που ονομάζεται “Σλομποζάφσινα”, ή “Σλόμποντα Ουκραΐνα” (Ελεύθερη Ουκρανία), και φθάνει εντός της σημερινής Ρωσίας.
Την ονομασία “Ελεύθερη” την οφείλει στο ότι οι κάτοικοί της ήταν σε μεγάλο ποσοστό Κοζάκοι, αγρότες και κληρικοί, που είχαν δραπετεύσει από την κυριαρχία των Πολωνών. Για το ρωσικό κράτος, η Σλομποζάνσινα αποτελούσε συνέχεια της γραμμής “Zasechnaya”, ένα είδος ξύλινου “σινικού τείχους”, πολλών εκατοντάδων χιλιομέτρων, για την προστασία των νοτίων συνόρων από τις επιδρομές των Τατάρων της Κριμαίας και της φυλής των Νογκάι. Τέλος, το Ντονιέτσκ θεμελιώθηκε το 1869, παράλληλα με την ανάπτυξη στην περιοχή του Ντονμπάς μιας ισχυρότατης βιομηχανίας με την εκμετάλλευση των ανθρακωρυχείων.
Κοινωνική-οικονομική αναγέννηση
Επρόκειτο για μια εποποιία αναγέννησης μιας τεράστιας περιφέρειας, που προσέδωσε νέα δυναμική στο ρωσικό κράτος. Ιδιαίτερα η Οδησσός αναδείχθηκε στην μεγάλη πύλη που συνέδεε τις αχανείς εκτάσεις της αυτοκρατορίας με τις θερμές θάλασσες της Μεσογείου. Στην πόλη αυτή οι Έλληνες έμποροι διέθεταν, μαζί με τους Εβραίους, το σημαντικότερο μερίδιο του εξωτερικού εμπορίου, ενώ τα ελληνικά πλοία υπό ρωσική σημαία, κατείχαν τη μερίδα του λέοντος στις μεταφορές από και προς την Ρωσία.
Άλλωστε, στο σχεδιασμό της Μεγάλης Αικατερίνης η προσάρτηση της νοτίου Ουκρανία και της Κριμαίας αποτελούσε ένα αποφασιστικό βήμα για την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη δημιουργία στην θέση της μιας Ελληνικής Αυτοκρατορίας, με αυτοκράτορα τον εγγονό της, ο οποίος είχε -καθόλου συμπτωματικά- το όνομα Κωνσταντίνος και είχε εκπαιδευτεί από Έλληνες διδασκάλους.
Όπως ήταν φυσικό, στις περιοχές της “Νέας Ρωσίας” και της Κριμαίας, με τους μεικτούς πληθυσμούς, τη ρωσική γλώσσα ως κυρίαρχη, τους στενούς εμπορικούς και πολιτισμικούς δεσμούς με την υπόλοιπη αυτοκρατορία, την ανάπτυξη της βιομηχανίας και του αντίστοιχου προλεταριάτου που την συγκρότησε, η συνείδηση της ταυτότητας διαφοροποιείτο αρκετά από την κεντρική και ιδίως από τη δυτική Ουκρανία.
Η Μεγάλη Αικατερίνη
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Μεγάλη Αικατερίνη το 1783, χρονιά που απέσπασε την Κριμαία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, απαγόρευσε στους χωρικούς, οι οποίοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των Ουκρανών, να εγκαταλείψουν τα εδάφη που εργάζονταν για να εγκατασταθούν στις νέες περιοχές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και οι Ουκρανοί αγρότες να παραμείνουν σε καθεστώς δουλοπαροικίας μέχρι και το 1861, όταν αυτή καταργήθηκε οριστικά.
Επιπλέον, οι ουκρανικές περιοχές, πλην της “Νέας Ρωσίας”, έμειναν εκτός της διαδικασίας της εκβιομηχάνισης. Ασφαλώς, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη, σημειώνεται αλματώδης πληθυσμιακή αύξηση της νότιας και ανατολικής Ουκρανίας, που σχετίζεται με την έλευση και των πρώην δουλοπαροίκων που αναζητούσαν καλύτερη τύχη.
Συνοπτικά, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, μετά τους διαμελισμούς της Πολωνίας, η σημερινή Ουκρανία βρέθηκε ολόκληρη εντός της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, πλην της Γαλικίας και της Μπουκοβίνας, τις οποίες προσάρτησε η Αυστριακή Αυτοκρατορία. Επιπλέον, στον πληθυσμό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, στην Ουκρανία και στην Λευκορωσία, εντάσσεται μιας πολυπληθέστατη εβραϊκή μειονότητα, αρκετά μέλη της οποίας θα διακριθούν σε πολλά πεδία δράσης και, κυρίως στο επαναστατικό κίνημα.
Ουκρανία και “Μικρά Ρωσία”
Ένα πρόβλημα που εμφανίζεται συχνά στην ιστορική αναφορά για την Ουκρανία είναι η ίδια η ονομασία της. Το όνομα Ουκρανία εμφανίζεται στα τέλη του 16ου αιώνα, και σημαίνει “περιοχή των συνόρων”. Αρχικώς αναφερόταν μόνον ως γεωγραφική περιοχή, χωρίς παραπομπή σε κάποια ταυτότητα, κάτι που θα συμβεί αρκετά μεταγενέστερα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα και με το λεξικό των Brockhaus και Efron, μετά την ένταξη της περιοχών της σημερινής Ουκρανίας στο Πολωνικό Στέμμα το 1569, η γεωγραφική έκταση που ορίζεται δυτικά από την Ποντολία και φθάνει έως τις εκβολές του Δνείπερου στο νότο και περιλαμβάνει ένα μέρος των εδαφών της μελλοντικής επαρχίας Αικατερινοσλάβ στα ανατολικά, αναφέρεται ως “Ουκρανία”, δηλαδή συνοριακή περιοχή της Πολωνίας.
Την ίδια, περίπου, περίοδο (τέλη 16ου αρχές 17ου αιώνα) εμφανίζεται και ο όρος “Μικρά Ρωσία” για να περιγράψει την περιοχή που περιλαμβάνει την αριστερή και τη δεξιά όχθη του Δνείπερου, και να δηλώσει τη διάκριση με την “Μεγάλη Ρωσία”. Τον 17ο αιώνα άρχισε να χρησιμοποιείται και ο όρος “Λευκορώσοι”, αρχικά, μάλιστα, αναφερόμενος σε όλους τους Ανατολικούς Σλάβους της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας.
Είναι η εποχή που διαμορφώνεται η αντίληψη του “ενός λαού με τρεις κλάδους”. Η έννοια ενός ενιαίου ρωσικού λαού, αποτελούμενου από “Μεγάλους Ρώσους” και “Μικρούς Ρώσους”, οι οποίοι δεν προσηλυτίστηκαν στον καθολικισμό, συναντιέται και σε πολλά κείμενα Ορθοδόξων ιεραρχών, ηγετών Ορθοδόξων Αδελφοτήτων και εκπροσώπων των Κοζάκων του Ζαπαρόζιε.
Αυτή η ιδέα της “Μεγάλης” και της “Μικράς” Ρωσίας ευνόησε, αναμφίβολα, την “Ένωση” του 1654, τη σταδιακή απομάκρυνση της ελίτ των Κοζάκων από την αντίληψη της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας ως πατρίδας τους και την πολιτική ενοποίηση του Χετμανάτου με την τσαρική αυτοκρατορία. Γι’ αυτό ήδη το 1655, ο τσάρος Αλεξέι Μιχαΐλοβιτς άρχισε να αποκαλείται “αυτοκράτωρ πάσης Μεγάλης, Μικρής και Λευκής Ρωσίας”.