Η παγίδα της συμφωνίας για το Brexit και το ατόπημα της Μέι
17/12/2018Η Τερέζα Μέι «ταπεινώθηκε» από τους Ευρωπαίους ηγέτες μετά την απόρριψη των σχεδίων της για περαιτέρω παραχωρήσεις, προκειμένου να περάσει τη συμφωνία για το Brexit στο βρετανικό Κοινοβούλιο, έγραψαν οι Times του Λονδίνου. Πως, όμως, ταπεινώθηκε η Μέι, αφού αυτή συμφώνησε με τις Βρυξέλλες την παραμονή της Βρετανίας στην τελωνειακή ένωση για απροσδιόριστο χρόνο και με αδυναμία αποχώρησης από αυτήν, χωρίς την έγκριση των Βρυξελλών; Η ταπείνωσή της προήλθε μάλλον από την πρόταση μομφής που κατέθεσε εναντίον της το 35% των βουλευτών του κόμματός της, λόγω της προσπάθειάς της να αποκρύψει τις λεπτομέρειες της συμφωνίας από το Κοινοβούλιο.
Σύμφωνα με τα περισσότερα ρεπορτάζ, το ευρωπαϊκό Διευθυντήριο υιοθέτησε μια ασυμβίβαστη στάση, απορρίπτοντας κάθε μορφή δεσμευτικής εγγύησης και διαγράφοντας τη δέσμευση ότι η δικλείδα ασφαλείας «backstop» δεν αντιπροσωπεύει ένα επιθυμητό αποτέλεσμα για τις Βρυξέλλες. Η απόρριψη όμως δεν σημαίνει ότι Βρετανίδα πρωθυπουργός επιστρέφει από τις Βρυξέλλες με άδεια χέρια.
Στα συμπεράσματά του, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προσέφερε στη Μέι την αόριστη διαβεβαίωση ότι για το θέμα της μεθορίου με την Ιρλανδία, ο «μηχανισμός ασφαλείας» (backstop), που έχει σκοπό να αποφευχθούν τα “σκληρά σύνορα”, δεν θα εφαρμοστεί παρά «μόνο αν είναι απολύτως απαραίτητο και μόνο προσωρινά». Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεσμεύεται, επίσης, να «εργαστεί γρήγορα για μια μεταγενέστερη συμφωνία», μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020, ήτοι μέσα στη μεταβατική περίοδο που θα ακολουθήσει την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Δηλαδή επιστρέφει με υποσχέσεις άνευ περιεχομένου.
Η Μέι υπέστη λοιπόν μόνο φαινομενικά πλήγμα κύρους από τους Ευρωπαίους ηγέτες, αντιμετωπίζοντας την άρνησή τους για αναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας για συντεταγμένο Brexit. Στην πραγματικότητα, το σκηνικό έκτακτης συνεννόησης στο Συμβούλιο Κορυφής είναι ένας νέος εκβιασμός προς το βρετανικό Κοινοβούλιο, με την απειλή του «άτακτου» Brexit, στην λογική του take it or leave it.
Το ευρωπαϊκό Διευθυντήριο απλά αρνήθηκε να συμβάλει στη λύση. Διπλασίασε την πίεση προς το βρετανικό Κοινοβούλιο με τη θέση ότι η συμφωνία εξόδου, υπό διαπραγμάτευση για περισσότερο από 20 μήνες, είναι «η καλύτερη και η μόνη δυνατή». Όπως δήλωσε ο Γιούνκερ «εάν τα προβλήματα είναι στο Λονδίνο, οι λύσεις δεν μπορούν να βρεθούν στις Βρυξέλλες». Η φράση αυτή, συνόψισε την «καλή διάθεση» των Βρυξελλών να σώσουν την συμφωνία για συντεταγμένο Brexit.
Το αγκάθι της διαπραγμάτευσης
Το βασικό αγκάθι στις έως σήμερα διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία για το Brexit, καθώς και ο σημαντικότερος λόγος της βέβαιης αποτυχίας της βρετανικής κυβέρνησης όταν αυτή η συμφωνία κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή των Κοινοτήτων, κατέληξε να είναι το backstop. Κι αυτό επειδή εμπεριέχει μια παγίδα. Σε όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, στόχος και των δύο πλευρών -αυτό δήλωναν- ήταν να μην επιστρέψουν μετά το Brexit τα «σκληρά σύνορα» -είτε σε επίπεδο υποδομής είτε σε επίπεδο ελέγχων- ανάμεσα στη Βόρεια Ιρλανδία και τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Επί της ουσίας, το backstop είναι στρατηγική διατήρησης της τελωνειακής ένωσης, που έχει σκοπό να διασφαλίσει την αποφυγή των “σκληρών συνόρων”, έστω και αν Ηνωμένο Βασίλειο και ΕΕ δεν καταφέρουν να έρθουν σε μία συμφωνία για το εμπόριο κατά τη μεταβατική περίοδο των δύο ετών μετά το οριστικό διαζύγιο, στις 29 Μαρτίου του 2019. Δεδομένου ότι η Βρετανία και η Ιρλανδία αποτελούν ακόμη μέρος της ενιαίας αγοράς της ΕΕ και της τελωνειακής ένωσης, τα προϊόντα διακινούνται χωρίς περιορισμούς. Μετά το Brexit, ωστόσο, αυτό μπορεί να μην ισχύει.
Η ΕΕ θέλει να εφαρμοστεί το backstop στη Βόρεια Ιρλανδία. Αυτό θα επέτρεπε στη Βόρεια Ιρλανδία να παραμείνει ευθυγραμμισμένη στους κοινοτικούς κανόνες της ενιαίας αγοράς, εφόσον δεν υπάρξει άλλη λύση έως το τέλος της μεταβατικής περιόδου. Αυτό σημαίνει όμως, ότι τα εμπορεύματα που εισέρχονται στη Βόρεια Ιρλανδία από το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο, θα πρέπει να ελέγχονται για να διαπιστωθεί αν πληρούν τα πρότυπα της ΕΕ, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα δασμολογικό σύνορο.
Η παγίδα της συμφωνίας
Το βρετανικό Κοινοβούλιο απέρριψε την πρόταση των Βρυξελλών, επιμένοντας ότι θα απειλήσει την συνταγματική ακεραιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου, επειδή βάζει σύνορο μεταξύ Αγγλίας και Βόρειας Ιρλανδίας. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός, όμως, δεσμεύθηκε να διατηρήσει το backstop για ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο, γεγονός που εξαγριώνει σκληροπυρηνικούς Brexiters του Συντηρητικού Κόμματός. Αυτοί απορρίπτουν το σενάριο να παραμείνει η χώρα συνδεδεμένη με τους κοινοτικούς κανόνες για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.
Και το Εργατικό Κόμμα αντέδρασε με τον Κόρμπιν να δηλώνει πως το Κοινοβούλιο «πρέπει να ανακτήσει τον έλεγχο της συμφωνίας», ιδιαίτερα επειδή η Μέι δεν γνωστοποιεί στο Κοινοβούλιο το σύνολο των δεσμεύσεων που ανέλαβε. Το σημαντικότερο σημείο τριβής είναι ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα μπορεί να εγκαταλείψει μονομερώς την τελωνειακή ένωση, καθώς θα είναι απαραίτητη η έγκριση της ΕΕ. Το σημείο αυτό, που η Μέι προσπάθησε να κρύψει από το Κοινοβούλιο, αποτελεί το μεγαλύτερο δημοκρατικό της ατόπημα που προσβάλει βάναυσα το αίσθημα εθνικής κυριαρχίας των Βρετανών.
Έτσι, η Μέι αναγκάστηκε να αναζητήσει παραχωρήσεις από τις Βρυξέλλες, καθώς μετά από τις αντιδράσεις, προσπαθεί να περιορίσει χρονικά το backstop. Αναμένεται να δούμε την αντίδραση του Κοινοβουλίου, καθώς οι επικριτές της συμφωνίας υποστηρίζουν ότι μέσω αυτής, η χώρα θα υποχρεωθεί να ακολουθεί τους κοινοτικούς κανόνες, άγνωστο για πόσο χρόνο, χωρίς να έχει έλεγχο επ’ αυτών.
Την ίδια ώρα, πηγές των Βρυξελλών, σε μία προσπάθεια να πείσουν τους Βρετανούς βουλευτές να υπερψηφίσουν την συμφωνία, όταν τεθεί προς ψήφιση στο Κοινοβούλιο τον Ιανουάριο, προειδοποιούν ότι όσοι θα κάνουν ταξίδι αναψυχής σε χώρες της ΕΕ, θα πληρώνουν μερικές λίρες, εφόσον δεν θα υπάρξει συμφωνία για το Brexit.
Όπως αναφέρουν δημοσιεύματα βρετανικών εφημερίδων, επικαλούμενα την εκπρόσωπο του Γιούνκερ, Νατάσα Μπερτρό, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία για το Brexit, θα ισχύσει ένα νέο ταξιδιωτικό σύστημα βίζας. Η μετακίνηση των Βρετανών τουριστών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα κοστίζει επτά ευρώ. Όσοι, λοιπόν, θεωρούν πως οι Βρυξέλλες θέλουν την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά έχουν πρόβλημα με τελωνειακά θέματα, απορούν γιατί δεν έχουν ακόμη ρωτήσει τον Ριχάρδο!