Η παλινδρόμηση Τραμπ – Τι κυοφορεί η Αλάσκα για το Ουκρανικό
10/08/2025
Από τις πρώτες ημέρες της εκλογής του Τραμπ, υπογράμμισα το κεντρικό δίλημμά του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής: ενώ ο ίδιος επιδιώκει να απεμπλακεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία, το “κόμμα του πολέμου” στη Δύση κάνει ό,τι μπορεί για να τον εμποδίσει. Και επειδή το “κόμμα του πολέμου” έχει ερείσματα και στο δικό του στρατόπεδο, τον υποχρέωσε σε αντιφατικές κινήσεις με την απειλή ότι θα τον κατηγορήσει πως “πούλησε” την Ουκρανία στον Πούτιν! Τελευταίο δείγμα γραφής η παλινδρόμησή του που οδηγεί στην Αλάσκα.
Στην πραγματικότητα, ο Τραμπ προσπάθησε να διασώσει ό,τι μπορεί ακόμα να διασωθεί για το Κίεβο, αλλά και για τους Δυτικούς, οι οποίοι είναι πολλαπλώς μπλεγμένοι σ’ αυτόν τον πόλεμο. Όσο κι αν δεν το ομολογούν, έχουν συνείδηση ότι η ήττα του Κιέβου θα είναι και δική τους ήττα. Και μία τέτοια ήττα θα έχει κρίσιμες επιπτώσεις στο διεθνές σύστημα, με την έννοια ότι θα περιορίσει την επιρροή της Δύσης, διευκολύνοντας εξ αντιδιαστολής την εδραίωση ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος, όπου το ειδικό βάρος Ρωσίας, Κίνας, Ινδίας και ευρύτερα του Παγκόσμιου Νότου θα είναι ποιοτικά αυξημένο. Η πρώτη ένδειξη θα φανεί στην Αλάσκα.
Προφανώς, ο παράγοντας που καθορίζει τις διπλωματικές εξελίξεις είναι τα γεγονότα στο πολεμικό μέτωπο, όπου ο ρωσικός στρατός έχει αναλάβει πλήρως την πρωτοβουλία των κινήσεων και πραγματοποιεί συνεχείς επιθέσεις με σημαντικά κέρδη. Πόλεις-κλειδιά, που λειτουργούσαν σαν ουκρανικά “φρούρια” (Ποκρόβσκ, Κωνσταντινίβκα και Κουπιάνσκ) είναι έτοιμα να πέσουν στα χέρια των Ρώσων, φέρνοντας πιο κοντά τη διαφαινόμενη κατάρρευση των ουκρανικών αμυντικών γραμμών. Εάν, μάλιστα, πάρουν σειρά το Σιβέρσκ, το Κραματόρσκ και το Σλοβιάνσκ, δυτικότερα, στις επίπεδες εκτάσεις, δεν θα υπάρχει τίποτα για να σταματήσει τη ρωσική προέλαση.
Το πότε θα καταρρεύσουν οι Ουκρανοί δεν μπορεί να προβλεφθεί. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι δεν έχουν τις δυνάμεις να συνεχίσουν να πολεμούν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμα. Κατά συνέπεια, η επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας είναι πρωτίστως προς το συμφέρον της Ουκρανίας, παρότι είναι δεδομένο πως από αυτόν τον πόλεμο θα εξέλθει ακρωτηριασμένη εδαφικά και ηττημένη πολιτικά. Ο χρόνος, όμως, λειτουργεί εναντίον της κι αυτό είναι που έχει σημασία.
Συνθήκη ειρήνης όχι εκεχειρία
Αφενός επειδή ο Τραμπ δεν ενδιαφέρεται για την Ουκρανία, αφετέρου επειδή θέλει να επαναφέρει τις αμερικανορωσικές σχέσεις σε τροχιά εξομάλυνσης, από την αρχή προσπάθησε να σταματήσει τον πόλεμο, επικαλούμενος ανθρωπιστικούς λόγους, τους οποίους, βεβαίως, ξεχνάει όταν πρόκειται για τη Γάζα! Το διπλωματικό του όχημα ήταν μία συμφωνία κατάπαυσης του πυρός. Αν και η Μόσχα αντιμετώπισε με ενδιαφέρον την πρόθεση του Τραμπ να εξομαλύνει τις διμερείς σχέσεις, δεν ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί μία εκεχειρία, η οποία θα έδινε την ευκαιρία στο Κίεβο να επανεξοπλιστεί και ανασυνταχθεί.
Το Κρεμλίνο επιδιώκει την υπογραφή συνθήκης ειρήνης, η οποία θα λύσει οριστικά το Ουκρανικό. Οι όροι του για μία τέτοια συνθήκη έχουν τεθεί στο τραπέζι από τον Ιούνιο 2024. Ουσιαστικά θέλει την Ουκρανία ένα κράτος-μαξιλάρι ανάμεσα σε Ρωσία και ΝΑΤΟ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ουκρανία όχι μόνο δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, αλλά κι ότι το καθεστώς στο Κίεβο δεν θα είναι εχθρικό απέναντι στη Μόσχα και ούτε θα στηρίζεται στρατιωτικά και πολιτικά στη Δύση. Γι’ αυτό και θεωρώ εξαιρετικά δύσκολο το Κρεμλίνο να αποδεχθεί την ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ, παρότι στο παρελθόν το είχε αφήσει ανοικτό.
Ο δεύτερος αδιαπραγμάτευτος ρωσικός όρος είναι η αναγνώριση από το Κίεβο του νέου εδαφικού καθεστώτος με συνθήκη ειρήνης. Η Μόσχα δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τις κατειλημμένες περιοχές (Κριμαία, Λουγκάνσκ, Ντονιέτσκ, Ζαπορόζια και Χερσώνα), αλλά ενδέχεται να διαπραγματευθεί εδαφικές προσαρμογές. Μέχρι την υπογραφή συνθήκης ειρήνης, οι Ρώσοι θα συνεχίζουν τις επιθετικές επιχειρήσεις τους στην Ουκρανία, αφού άλλωστε κερδίζουν συνεχώς εδάφη.
Η παλινδρόμηση Τραμπ οδηγεί στην Αλάσκα
Όταν ο Τραμπ συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να φέρει τον Πούτιν στα νερά του, στράφηκε ρητορικά εναντίον του, επικαλούμενος τις απώλειες αμάχων από τις ρωσικές επιθέσεις με πυραύλους και drones. Επίσης, άλλαξε στάση έναντι του Ζελένσκι, τροφοδοτώντας την προσδοκία του Δυτικού “κόμματος του πολέμου” ότι ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου τελικά θα μπει στον δρόμο του Μπάιντεν. Το Κρεμλίνο απέφυγε να απαντήσει, αφήνοντας τον Μεντβέντεφ να παίζει που και που τον “κακό μπάτσο”.
Ο Τραμπ ανακοίνωσε δύο μέτρα πίεσης: Πρώτον, πως οι Ευρωπαίοι μπορούν να αγοράζουν από τις ΗΠΑ οπλικά συστήματα (κυρίως συστήματα αεράμυνας Patriot) και να τα παραχωρούν στο Κίεβο. Δεύτερον, ότι θα επιβληθούν δευτερογενείς κυρώσεις στις χώρες που αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο, κυρίως σε Κίνα και Ινδία, με τη μορφή δασμών 100% στις κινεζικές και ινδικές εξαγωγές στις ΗΠΑ. Περιέκοψε, μάλιστα, την αρχική προθεσμία των 50 ημερών σε 10-12. Στόχος του ήταν να περικοπούν οι ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου και κατ’ επέκταση να συρρικνωθούν τα έσοδα της Μόσχας, που τροφοδοτούν οικονομικά τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Τόσο η Κίνα όσο και η Ινδία, όμως, ανακοίνωσαν ότι θα συνεχίσουν να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο, αψηφώντας την αμερικανική απειλή, ενώ και το Κρεμλίνο δεν πτοήθηκε. Συνειδητοποιώντας ο Τραμπ ότι ο εκβιασμός του έπεσε στο κενό κι ότι στην πραγματικότητα δεν διαθέτει αποτελεσματικό μοχλό πίεσης για να πειθαναγκάσει τον Πούτιν, έστειλε τον Γουίτκοφ στη Μόσχα για να προτείνει τη συνάντηση κορυφής και να διαπραγματευθεί όρους, που θα επιτρέψουν μία πρόοδο στο Ουκρανικό. Ήταν ένας τρόπος και να διαφυλάξει το προσωπικό κύρος του και να σπάσει το αδιέξοδο, που ο ίδιος είχε εν πολλοίς προκαλέσει. Έτσι δρομολογήθηκε η συνάντηση στην Αλάσκα στις 15 Αυγούστου.
Αν και δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πλαίσιο που συμφώνησαν οι δύο πλευρές, το μόνο που έχει διαφανεί πως μπορεί να αποδεχθεί ο Πούτιν στην Αλάσκα είναι να μη διεκδικήσει ολόκληρες τις επαρχίες Ζαπορόζια και Χερσώνα. Επιμένει, ωστόσο, στο να αποχωρήσουν οι Ουκρανοί από την περιοχή του Ντονιέτσκ που ακόμα ελέγχουν. Το γεγονός ότι ο δρόμος προς την Αλάσκα άνοιξε είναι ένδειξη ότι ο Τραμπ προσέγγισε με κάποιον τρόπο τις θέσεις του Κρεμλίνου.
Ο Ζελένσκι και ο πόλεμος
Παρά το γεγονός ότι το Κίεβο είναι πολλαπλώς εξαρτημένο από τις ΗΠΑ, ο Ζελένσκι αντέδρασε, δηλώνοντας ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί τετελεσμένα που θα προκύψουν από τη συνάντηση στην Αλάσκα, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Ουκρανίας. Και πίσω του συντάχθηκαν οι ηγέτες Βρετανίας, Γερμανία, Γαλλίας και Πολωνίας, οι οποίοι έχουν αποκλειστεί από τις συνομιλίες. Στην πραγματικότητα, ο Ζελένσκι δεν μπορεί να αποδεχθεί ούτε μετριοπαθέστερους ρωσικούς όρους, επειδή έχει ταυτιστεί απολύτως με την ανάκτηση των κατειλημμένων εδαφών και την αντιρωσική ρητορική. Επιδιώκει όσο το δυνατόν την παράταση του πολέμου, επειδή μόνο έτσι μπορεί να κρατηθεί στην εξουσία.
Ακόμα και στην περίπτωση που υπό την πίεση θα πραγματοποιούσε στροφή 180 μοιρών θα προέκυπτε ένα κρίσιμο πολιτικό ζήτημα: Ο μέσος Ουκρανός πατριώτης δεν θα αναλογιστεί για ποιον λόγο έγινε αυτός ο πόλεμος; Γιατί θυσιάστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες νέων συμπατριωτών του, γιατί καταστράφηκαν οι υποδομές της πατρίδας του και γιατί όσοι επιβίωσαν έπρεπε να περάσουν τα δεινά που πέρασαν; Άξιζε όλες αυτές τις θυσίες η εγκατάλειψη της –μέχρι το 2014 συνταγματικά προβλεπόμενης– ουδετερότητας, μόνο και μόνο για να ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ;
Τι, λοιπόν, πολιτικές εξελίξεις στο Κίεβο θα προκαλέσει ο αναστοχασμός των Ουκρανών όταν τα όπλα σιγήσουν ως αποτέλεσμα μίας αναπόφευκτα επώδυνης συνθήκης ειρήνης, που θα προκύψει ή με τη διπλωματία Τραμπ ή μετά από κατάρρευση της ουκρανικής άμυνας; Θα τροφοδοτήσει αναθεωρητικές τάσεις, ενισχύοντας τις ακραίες εθνικιστικές ομάδες, ή αντιθέτως θα επαναπροσανατολίσει το Κίεβο προς μια ρεαλιστική κατεύθυνση; Στην πρώτη περίπτωση πιθανότερη είναι η εκδίωξη του Ζελένσκι. Στη δεύτερη, συνήθως έχουμε επέμβαση του ηττημένου στρατού και ανατροπή της κυβέρνησης. Εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν, αλλά την απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα την δώσουν τα γεγονότα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Οι ιστορικοί δεσμοί και η γειτνίαση με τη Ρωσία εκ των πραγμάτων περιόριζαν τις επιλογές του Κιέβου. Αυτό μπορεί να είναι άδικο, αλλά τα κράτη κινούνται σε ένα άδικο διεθνές σύστημα. Το περιστατικό του 1962 στην Κούβα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι σημαίνει να γειτνιάζεις με μια μεγάλη δύναμη. Και η Κούβα ήταν ανεξάρτητο κράτος και είχε θεωρητικά δικαίωμα να συνάπτει τις συμμαχίες που επιθυμούσε, αλλά στην πράξη αυτό δεν ήταν αποδεκτό. Το ίδιο συμβαίνει και με την Ουκρανία σε ό,τι αφορά τη Ρωσία. Μπορεί να μη μας αρέσει, αλλά ο στοιχειώδης πολιτικός ρεαλισμός υπαγόρευε στους Ουκρανούς να αναγορεύσουν σε θεμελιώδη αρχή την ουδετερότητα και να λειτουργήσουν σαν κράτος-μαξιλάρι. Αντ’ αυτού, μετατράπηκαν σε αιχμή του δόρατος των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ εναντίον της Ρωσίας, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.