Η ψηφοθηρική κόντρα και το στρατηγικό ρήγμα στις ευρωτουρκικές σχέσεις
19/03/2017Ο κεντροδεξιός Ρούτε έχει ήδη εισπράξει το πολιτικό όφελος από την πρωτοφανή κόντρα του με τους νεοοθωμανούς. Ο Ερντογάν πρέπει να περιμένει μέχρι τις 16 Απριλίου για να δει εάν η τακτική του θα αποδώσει τα αναμενόμενα. Όλα δείχνουν, πάντως, ότι η επιθετική ρητορική του, που συνδυάζει το εθνικό μεγαλείο με τον ισλαμισμό, συσπειρώνει τη “βαθιά Τουρκία”. Η κατάσταση θυμίζει τη σύγκρουση του Σουλτανάτου με τη χριστιανική Ευρώπη στους προηγούμενους αιώνες.
Ας σημειωθεί ότι παραδοσιακά οι σχέσεις Χάγης-Άγκυρας ήταν στενές και στον οικονομικό και στον πολιτικό τομέα. Η Ολλανδία είναι ένας από τους τρεις μεγαλύτερους επενδυτές στην Τουρκία και κατά κανόνα τηρούσε φιλοτουρκική στάση. Σύμφωνα με διπλωματική πηγή, μάλιστα, η Άγκυρα είχε ειδοποιηθεί να αποφύγει συγκεντρώσεις ειδικά στην Ολλανδία για να μην δώσει εκλογική τροφή στην Ακροδεξιά.
Η νεοοθωμανική ηγεσία αρχικά είχε δείξει κατανόηση. Στη συνέχεια, όμως, άλλαξε γραμμή πλεύσης, επιδιώκοντας τη ρητορική-διπλωματική σύγκρουση για ψηφοθηρικούς λόγους. Η αλλαγή επιβεβαιώνεται και από παλαιότερη δήλωση του πρωθυπουργού Γιλντιρίμ σε τηλεοπτική εκπομπή στο ATV: «Στις 15 Μαρτίου έχουν εκλογές στην Ολλανδία. Κατά συνέπεια δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιήσουμε κάποια εκδήλωση σε εκείνη τη χώρα πριν από αυτή την ημερομηνία».
Υπενθυμίζουμε ότι το πρώτο επεισόδιο προέκυψε από την απροθυμία του Βερολίνου να επιτρέψει την πραγματοποίηση συγκέντρωσης υπέρ του “ναι” στο δημοψήφισμα. Ο Ερντογάν ήταν να κατηγορήσει ευθέως τις γερμανικές αρχές για ναζιστική πρακτική. Η Μέρκελ απέφυγε την κλιμάκωση, αφενός επειδή δεν ήθελε να εμπλακεί σε δημόσιο “σκυλοκαυγά”, αφετέρου επειδή δεν θέλει να τινάξει στον αέρα τις γέφυρες με την Άγκυρα.
Το γερμανικό πολιτικό σύστημα θεωρεί παραδοσιακά την Τουρκία σημαντική χώρα. Είναι χαρακτηριστικό δημοσίευμα της Σιντόιτσε Τσάιτουνγκ. Αφού αναφέρεται στην ανησυχία του ΝΑΤΟ για το ρήγμα στις ευρωτουρκικές σχέσεις, καταλήγει ότι «σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εξοργίσουμε έναν τόσο στρατηγικά σημαντικό σύμμαχο». Εκτός αυτού, η Γερμανία είναι κορυφαίος επενδυτής στην Τουρκία.
Ένας δεύτερος λόγος είναι η ευρωτουρκική συμφωνία για τους πρόσφυγες-μετανάστες. Η Άγκυρα απειλεί ότι θα την ακυρώσει, επειδή η ΕΕ αρνείται να καταργήσει τη βίζα για τους Τούρκους πολίτες. Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν δεν μπορεί να πλημμυρίσει την Ευρώπη με πρόσφυγες-μετανάστες. Με κλειστό τον βαλκανικό διάδρομο και αντιμέτωποι με την προοπτική να εγκλωβισθούν στην Ελλάδα σε δύσκολες συνθήκες, οι πρόσφυγες-μετανάστες είναι κατά κανόνα απρόθυμοι να κάνουν το άλμα. Αυτό που μπορεί ακόμα η Άγκυρα είναι να στείλει μερικές χιλιάδες στα νησιά, προκαλώντας έμφραγμα στις ήδη υπερπλήρεις δομές φιλοξενίας στην Ελλάδα.
Η Μέρκελ δεν επιθυμεί να διαψευσθεί η εντύπωση που η ίδια καλλιεργεί εν όψει των δύσκολων εκλογών του Σεπτεμβρίου ότι με την ευρωτουρκική συμφωνία έχει διευθετήσει το προσφυγικό-μεταναστευτικό. Εάν αυτό το πρόβλημα επανακάμψει στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας θα αναζωπυρώσει την κριτική που της ασκείται και θα της προκαλέσει εκλογικό κόστος.
Η εφημερίδα Ντι Βελτ αποκάλυψε πως η καγκελάριος με τον τότε προεδρεύοντα της ΕΕ Ολλανδό Ρούτε είχαν τον Μάρτιο 2016 συνάψει μυστική συμφωνία με τον Νταβούτογλου η Γερμανία να δέχεται από την Τουρκία γύρω στις 200.000 πρόσφυγες ετησίως. Δεν επρόκειτο για ανθρωπιστικού χαρακτήρα κίνηση. Είναι γνωστό και εκπεφρασμένο δημόσια ότι η γερμανική βιομηχανία διψάει για φθηνά εργατικά χέρια. Αυτός ήταν και ο λόγος που το καλοκαίρι του 2015 η Μέρκελ είχε προβεί σε εκείνη τη δήλωση-πρόσκληση που μετέτρεψε το κύμα σε τσουνάμι.
Από την άλλη πλευρά, όμως, οι κοινωνικές παρενέργειες που έχει προκαλέσει η μαζική είσοδος προσφύγων-μεταναστών έχουν προκαλέσει την αντίδραση της γερμανικής κοινής γνώμης. Το αποτέλεσμα είναι εκλογικές απώλειες και ρήγματα στη συμπολίτευση. Υπό την πίεση αυτών των αντιδράσεων η καγκελάριος υποχρεώθηκε να ανακρούσει πρύμνα.
Ο Ερντογάν γνωρίζει το αδύνατο σημείο της Μέρκελ. Επαναφέροντας τις απειλές του για ακύρωση της ευρωτουρκικής συμφωνίας και υιοθετώντας ρητορική υψηλών τόνων αφενός πουλάει εθνικό μεγαλείο στο εσωτερικό, αφετέρου εγγράφει υποθήκες για να διαπραγματευθεί μετά τις 16 Απριλίου από πλεονεκτική θέση. Για να γίνει πειστικός, μάλιστα, μεθοδεύει την αύξηση των ροών προς τα ελληνικά νησιά. Δεν παρέλειψε και να κατηγορήσει ονομαστικά την καγκελάριο ότι «υποθάλπει τρομοκράτες του ΡΚΚ».
Μπορεί η καγκελάριος να είναι στριμωγμένη, αλλά ο Ρούτε, μέσω της κόντρας με τους νεοοθωμανούς, κατάφερε να διατηρήσει με διαφορά την πρώτη θέση, έστω και αν το ποσοστό του κόμματός του υποχώρησε σημαντικά. Το γεγονός ότι περιορίσθηκε η άνοδος της Ακροδεξιάς χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από το σύνολο των ευρωπαϊκών συστημικών κομμάτων. Κι αυτό, παρότι ο Βίλντερς δεν επρόκειτο να σχηματίσει κυβέρνηση ακόμα και εάν κέρδιζε την πρωτιά. Η απλή αναλογική, σε συνδυασμό με την άρνηση των άλλων κομμάτων να συνεργασθούν μαζί του είχε πριν ανοίξουν οι κάλπες αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο.
Η εμφανής αγωνία των δυνάμεων του (νεο)φιλελεύθερου τόξου για τις ολλανδικές εκλογές οφειλόταν στο γεγονός ότι τις αντιμετώπιζαν σαν κρίσιμο τεστ εν όψει των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Μετά το Brexit, την εκλογή του Τραμπ και την επικράτηση του “όχι” στο ιταλικό δημοψήφισμα, μία νίκη του Βίλντερς στην Ολλανδία θα επιβεβαίωνε και θα ενίσχυε τη δυναμική της ευρωάρνησης και αναπόφευκτα θα φούσκωνε τα εκλογικά πανιά της Λεπέν.
Σε περίπτωση εκλογής της υποψήφιας του Εθνικού Μετώπου, τουλάχιστον η Ευρωζώνη δύσκολα θα αποφύγει την κατάρρευση. Γι’ αυτό και κηρύχθηκε επικοινωνιακή πανστρατιά με σκοπό να ανακοπεί η δυναμική του Βίλντερς. Οι Ολλανδοί ψηφοφόροι δεν έμειναν αδιάφοροι. Η συμμετοχή στις εκλογές ήταν πρωτοφανής και αναμφίβολα έβλαψε την Ακροδεξιά.
Για να διατηρήσει την πρωτιά, όμως, ο πρωθυπουργός Ρούτε υποχρεώθηκε ουσιαστικά να υιοθετήσει την πολιτική ατζέντα του Βίλντερς. Χρειάσθηκε, μάλιστα, να δώσει και εμπράκτως τα σχετικά δείγματα γραφής. Απαγόρευσε στο αεροπλάνο του Τσαβούσογλου να προσγειωθεί στην Ολλανδία και όταν ο Ερντογάν έστειλε οδικώς την υπουργό Οικογενειακών Υποθέσεων στο Ρότερνταμ για να εκφωνήσει ομιλία, οι ολλανδικές αρχές την απέλασαν.
Μπροστά, όμως, στο μείζον πολιτικό διακύβευμα, όλα αυτά θεωρήθηκαν λεπτομέρειες. Όπως λεπτομέρεια θεωρήθηκε και η συντριβή του Εργατικού Κόμματος του Ντάισελμπλουμ, το οποίο πλήρωσε βαρύτατο τίμημα για την προσχώρησή του στο νεοφιλελευθερισμό. Στα “ψιλά” πέρασε και ο υπερτριπλασιασμός της δύναμης του κόμματος Πράσινοι-Αριστερά (από 4 έδρες που είχε απέσπασε 14), το οποίο μαζί με το αμιγώς αριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα συνιστούν μία ισχυρή αριστερή παρουσία στην ολλανδική Βουλή.
Δεδομένου ότι η ολλανδική οικονομία παραμένει ακμαία, η εδώ και χρόνια σχετικά ισχυρή πολιτική παρουσία της ξενοφοβικής Ακροδεξιάς αποδίδεται κυρίως στο γεγονός ότι η Ολλανδία ήταν πρωτοπόρα στην υιοθέτηση της πολυπολιτισμικότητας. Η παραδοσιακά φιλελεύθερη ολλανδική κοινωνία δεν έχει παρασυρθεί από την υποτιθέμενη πολιτική μαγεία του Βίλντερς και του δίνει σχετικά μεγάλο ποσοστό. Απλώς, η ρητορική του έχει ζήτηση και “πουλάει”. Γι’ αυτό έσπευσε να την υιοθετήσει και ο Ρούτε. Είχε, μάλιστα, και συγκριτικό πλεονέκτημα. Ως πρωθυπουργός, αυτός θα μπορούσε να κάνει πράξη τη ρητορική του, ενώ ο ακροδεξιός ηγέτης ήταν εκ των προτέρων αποκλεισμένος από την εξουσία.
Η ανταλλαγή ρητορικών πυρών μεταξύ Άγκυρας και Χάγης έστειλε στην αγκαλιά του Ρούτε όσους είναι επιφυλακτικοί με το Ισλάμ και επιθυμούν μία σκληρή μεταναστευτική πολιτική. Εξ αντιδιαστολής, όμως, συσπείρωσε εκλογικά και την πολυπληθή τουρκική κοινότητα. Για πρώτη φορά στην ολλανδική Βουλή εισέρχεται τουρκικό κόμμα με τρεις βουλευτές. Είναι το πρώτο κόμμα σε εθνοτική βάση.
Η ολλανδο-τουρκική κόντρα μπορεί να είχε έντονα στοιχεία συγκυριακών εκλογικών σκοπιμοτήτων, αλλά έχει και μία στρατηγικού χαρακτήρα διάσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι χώρες που δεν βρίσκονταν σε προεκλογική περίοδο (Αυστρία, Ελβετία, Δανία και Σουηδία) απαγόρευσαν την πραγματοποίηση τουρκικών συγκεντρώσεων.
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εκφράζουν την ανησυχία τους για τη συστηματική προσπάθεια των νεοοθωμανών να καλλιεργήσουν τον φανατισμό και να ισλαμοποιήσουν τις τουρκικές κοινότητες στη Γηραιά Ήπειρο με αποστολή ιμάμηδων που λειτουργούν και ως πληροφοριοδότες. Ας σημειωθεί ότι ο Ερντογάν έχει φροντίσει με πλουσιοπάροχη χρηματοδότηση να οργανώσει την τουρκική διασπορά στην ελεγχόμενη από το κόμμα του “Ένωση Τούρκων Δημοκρατών Ευρώπης”.
Στην πραγματικότητα, οι Ευρωπαίοι βλέπουν πλέον με πολύ διαφορετικό μάτι την Τουρκία συγκριτικά με το πώς την έβλεπαν πριν μερικά χρόνια. Θα ήταν διατεθειμένοι να συνεχίσουν να κάνουν τα στραβά μάτια για τη βάρβαρη καταστολή των Κούρδων και για αντιδημοκρατικές πρακτικές, καθώς και να ανέχονται την κατοχή της βόρειας Κύπρου και τις προκλήσεις στο Αιγαίο όσο η Τουρκία ήταν δεμένη σφιχτά στο δυτικό άρμα.
Από τη στιγμή που ο Ερντογάν άρχισε να παίζει τα δικά του παιχνίδια, η ανοχή της Δύσης άρχισε να εξατμίζεται. Η εποχή που θεωρούσε τους νεοοθωμανούς πρότυπο για τον μουσουλμανικό κόσμο και τους αποκαλούσε ισλαμοδημοκράτες έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ο εναγκαλισμός, μάλιστα, της Άγκυρας με τη Μόσχα ξεχείλισε το ποτήρι.
Η δια της διολισθήσεως άτυπη απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση και λόγω της γεωπολιτικής αυτονόμησης και λόγω της κλιμακούμενης ισλαμοποίησης κάνει Αμερικανούς και Ευρωπαίους να θεωρούν τον Ερντογάν επικίνδυνο τυχοδιώκτη. Ο ίδιος τροφοδοτεί αυτή την εικόνα με τη ναρκισσιστική μεγαλομανία του, η οποία πηγάζει από το οθωμανικό παρελθόν και την εντύπωση ότι η Τουρκία είναι πιο σημαντική από όσο στην πραγματικότητα είναι.
Με αυτό το πρίσμα αντιμετωπίζουν και το επικείμενο δημοψήφισμα. Δεν πρόκειται, άλλωστε, για απλή μετάβαση από την προεδρευόμενη σε προεδρική δημοκρατία. Αυτό θα ήταν μία εσωτερικής σημασίας συνταγματική αλλαγή. Στην πραγματικότητα, ο πρόεδρος Δημοκρατίας θα είναι σουλτάνος. Δεν θα υπάρχουν οι έλεγχοι και οι ισορροπίες του αμερικανικού πολιτεύματος, που δίπλα στον ισχυρό πρόεδρο υπάρχει ισχυρό Κογκρέσο και ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Στην Τουρκία θα εγκαθιδρυθεί ουσιαστικά η ενός ανδρός αρχή, η οποία συνάδει με την οθωμανική, αλλά και με την κεμαλική παράδοση.
Η “Επιτροπή της Βενετίας” του Συμβουλίου της Ευρώπης έστειλε ήδη το μήνυμά της. Εάν στο δημοψήφισμα κερδίσει το “ναι” η Τουρκία θα πάψει να εκπληρώνει τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και να θεωρείται δημοκρατικό κράτος. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη δεν θέλουν συγκεντρώσεις των νεοοθωμανών στην επικράτειά τους.
Η σουλτανική συμπεριφορά και οι πρωτοφανείς επιθετικοί τόνοι του Ερντογάν, σε συνδυασμό με το έντονο άρωμα Ισλάμ που αποπνέουν έχουν ενεργοποιήσει αρνητικά αντανακλαστικά στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Όταν ο μέσος Ευρωπαίος ακούει τη δήλωση Τσαβούσογλου ότι «σύντομα θα αρχίσουν ιεροί πόλεμοι στην Ευρώπη», την εκλαμβάνει ως απειλή και πιθανότατα τη συνδέει με εθνοτικές συγκρούσεις, ίσως και με την ισλαμική τρομοκρατία.
Δεν πρόκειται για μία ατυχή δήλωση. Οι νεοοθωμανοί κυκλοφόρησαν αφίσα που εμφανίζει ένα μουσουλμάνο να πολεμάει με το μισοφέγγαρο έναν άπιστο χριστιανό που έχει ως όπλο τον σταυρό. Επίσης, ο Ερντογάν κατήγγειλε με οξύτητα την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που επιτρέπει σε εταιρείες να απαγορεύουν τη μαντήλα στους χώρους εργασίας. Έφθασε στο σημείο, μάλιστα, να μιλήσει για σταυροφόρους, υιοθετώντας την ορολογία των τζιχαντιστών.
Συνοψίζοντας, οι εκλογικού χαρακτήρα συγκεντρώσεις των νεοοθωμανών δεν είναι πλέον εκδηλώσεις στο περιθώριο που περνούσαν σχετικά απαρατήρητες ή φάνταζαν κάπως γραφικές. Τώρα έχουν προσλάβει ένα άλλο απειλητικό νόημα. Δεν είναι τυχαίο ότι στη Γαλλία, που έδωσε την άδεια, εκδηλώθηκαν έντονες αντιδράσεις.
Άδεια για την πραγματοποίηση συγκεντρώσεων στη Θράκη έδωσε και η Ελλάδα και μάλιστα χωρίς να της ζητηθεί. Οι εκεί μουσουλμάνοι, άλλωστε, είναι Έλληνες πολίτες και κατά κανόνα δεν ψηφίζουν στο τουρκικό δημοψήφισμα. Είναι εμφανής η πρόθεση της κυβέρνησης να κατευνάσει το θηρίο που βρυχάται στο Αιγαίο. Δεν είναι αυτός, όμως ο μοναδικός λόγος. Στην κουλτούρα του ΣΥΡΙΖΑ η απαγόρευση πολιτικών συγκεντρώσεων είναι από χέρι ξενοφοβική και αντιδημοκρατική.
Προφανώς πρόκειται για απλοϊκή θέση. Είναι δικαίωμα κάθε κράτους να αποφασίζει σύμφωνα με το συμφέρον του. Και η Ελλάδα, που δέχεται χρόνια επεκτατική πίεση, οφείλει να είναι πολύ προσεκτική και να μην ανοίγει επικίνδυνα παράθυρα. Είναι ειρωνεία ο Ερντογάν να κατηγορεί με ευκολία σαν ναζιστές όσους απαγόρευσαν τις συγκεντρώσεις του. Για να μην ξεχνιόμαστε, το νεοοθωμανικό καθεστώς έχει καταλύσει βασικές ελευθερίες και δικαιώματα, έχει φυλακίσει πολλούς βουλευτές του κουρδικού κόμματος και έχει καταστήσει επικίνδυνη την υποστήριξη του “όχι” στο δημοψήφισμα.