Η σύγκρουση Μπρεζίνσκι-Βανς και οι επιπτώσεις της
23/07/2025
Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο χαρακτηρίστηκε από έντονες ιδεολογικές διαμάχες, με τον Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας (1977-1981), και τον Σάιρους Βανς, Υπουργό Εξωτερικών (1977-1980) να αποτελούν κεντρικές φυσιογνωμίες στην κυβέρνηση του Προέδρου Κάρτερ. Η επιθετική προσέγγιση του Μπρεζίνσκι, που εστιαζόταν στην αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ένωσης, υπερίσχυε συχνά έναντι της διπλωματικής και μετριοπαθούς στάσης του Βανς.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ναι μεν να επιτυγχάνονται βραχυπρόθεσμοι στόχοι, αλλά να προκύπτουν μακροπρόθεσμα αρνητικές συνέπειες για τη δυτική ηγεμονία. Η σχέση Μπρεζίνσκι-Βανς χαρακτηριζόταν από βαθιές ιδεολογικές διαφορές, που αντικατόπτριζαν αντίθετες φιλοσοφίες στην εξωτερική πολιτική. Ο Μπρεζίνσκι, επηρεασμένος από την πολωνική του καταγωγή και την οικογενειακή του εμπειρία, υιοθέτησε μια ρεαλιστική προσέγγιση, εμπνευσμένη από τη γεωπολιτική θεωρία του Χάλφορντ Μακίντερ, η οποία υπογράμμιζε την ανάγκη ελέγχου της Ευρασίας για την παγκόσμια ηγεμονία. Αυτή η θέση του διατυπώθηκε στο έργο του “The Grand Chessboard” (1997).
Αντιθέτως, ο Βανς, από οικογένεια της ανώτερης κοινωνικής τάξης της Δυτικής Βιρτζίνια, με πατέρα ασφαλιστή και ιστορικό συμμετοχής στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προωθούσε τη διπλωματία και τη διαπραγμάτευση, δίνοντας προτεραιότητα στην αποκλιμάκωση των συγκρούσεων. Οι δυο άνδρες συνεργάστηκαν στην κυβέρνηση Κάρτερ, αλλά η διαφορετική τους φιλοσοφία οδήγησε σε εντάσεις. Ο Μπρεζίνσκι πίεζε για σκληρότερες πολιτικές έναντι της ΕΣΣΔ, ενώ ο Βανς εστίαζε στη διπλωματική επίλυση κρίσεων, όπως φαίνεται από τη συμμετοχή του στις συνομιλίες για τη Συνθήκη SALT II και τα Σύμφωνα του Καμπ Ντέιβιντ (1983). Η συνεργασία τους στην Τριμερή Επιτροπή ενίσχυσε τη σχέση τους πριν από την κυβέρνηση Κάρτερ, αλλά οι διαφορές τους έγιναν εμφανείς σε κρίσιμες αποφάσεις.
Μια από τις πιο καθοριστικές αποδείξεις της επιρροής του Μπρεζίνσκι ήταν η απόφαση για τη μυστική υποστήριξη των ισλαμιστών Μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν το 1979 μέσω του προγράμματος Operation Cyclone. Ενώ ο Βανς εξέφρασε επιφυλάξεις, προειδοποιώντας ότι η στρατιωτική υποστήριξη θα ενίσχυε ακραίες ομάδες και θα περιέπλεκε τις διπλωματικές σχέσεις, ο Μπρεζίνσκι έπεισε τον Κάρτερ ότι η στρατηγική αυτή θα προκαλούσε σοβιετική επέμβαση, η οποία θα αποδυνάμωνε την ΕΣΣΔ.
Σε συνέντευξή του στο Nouvel Observateur (1998), ο Μπρεζίνσκι παραδέχτηκε ότι ο στόχος ήταν να “παγιδεύσει” τη Σοβιετική Ένωση, κάτι που πέτυχε βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, η πολιτική του αυτή συνέβαλε στην ανάδυση των Ταλιμπάν και της Αλ Κάιντα, με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 να αποτελούν, σύμφωνα με τον Chalmers Johnson (2000), παράδειγμα του φαινομένου “blowback”, αποδεικνύοντας τις μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες για τη Δύση.
Η κρίση των ομήρων
Η κρίση των ομήρων στο Ιράν (1979-81) αποτέλεσε καθοριστικό σημείο σύγκρουσης μεταξύ του Μπρεζίνσκι και του Βανς, οδηγώντας τελικά στην παραίτηση του δεύτερου. Η κρίση ξεκίνησε όταν Ιρανοί φοιτητές κατέλαβαν την αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη, κρατώντας 52 Αμερικανούς ομήρους, ως αντίδραση στην απόφαση του Κάρτερ –υπό την πίεση του Μπρεζίνσκι– να επιτρέψει την είσοδο του έκπτωτου Σάχη στις ΗΠΑ για ιατρική περίθαλψη. Ο Μπρεζίνσκι, πιστός στη ρεαλιστική του προσέγγιση, υποστήριξε την Operation Eagle Claw, μια στρατιωτική επιχείρηση για την απελευθέρωση των ομήρων, θεωρώντας τη διπλωματία του Βανς αναποτελεσματική και αδύναμη έναντι του ιρανικού καθεστώτος.
Ο Βανς, αντίθετα, επέμεινε σε διαπραγματεύσεις, προειδοποιώντας ότι η στρατιωτική δράση θα κλιμάκωνε την κρίση και θα έθετε σε κίνδυνο τους ομήρους. Η αποτυχία της επιχείρησης τον Απρίλιο του 1980, με τον θάνατο οκτώ Αμερικανών στρατιωτών λόγω κακής οργάνωσης, αμαύρωσε τη διεθνή εικόνα των ΗΠΑ και ενίσχυσε την αντίληψη για αδυναμία της κυβέρνησης Κάρτερ. Ο Βανς, θεωρώντας την απόφαση για την επιχείρηση αντίθετη στις αρχές του και αντικρίζοντας την κυριαρχία του Μπρεζίνσκι στη λήψη αποφάσεων, υπέβαλε την παραίτησή του αμέσως μετά, σηματοδοτώντας την ήττα της διπλωματικής του προσέγγισης και την εδραίωση της επιρροής του Μπρεζίνσκι.
Η υπεροχή της στρατηγικής του Μπρεζίνσκι οφείλεται σε διάφορους παράγοντες:
- Πρώτον, η καθημερινή του πρόσβαση στον Πρόεδρο Κάρτερ, μέσω του ρόλου του ως Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, του έδωσε πλεονέκτημα έναντι του Βανς, ο οποίος ήταν συχνά απασχολημένος με διεθνείς υποχρεώσεις. Η στενή τους σχέση, που χτίστηκε μέσω της Τριμερούς Επιτροπής, ενίσχυσε την εμπιστοσύνη του Κάρτερ στον Μπρεζίνσκι.
- Δεύτερον, η αντικομμουνιστική του ρητορική ανταποκρινόταν στο κλίμα φόβου του Ψυχρού Πολέμου, ιδιαίτερα μετά την σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, καθιστώντας τη διπλωματική προσέγγιση του Βανς λιγότερο ελκυστική.
- Τρίτον, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι απόψεις του Μπρεζίνσκι εξυπηρέτησαν έμμεσα τα συμφέροντα της πολεμικής βιομηχανίας της Ουάσινγκτον.
Σχέση με το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα
Η Operation Cyclone διοχέτευσε δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτικό εξοπλισμό μέσω της CIA, ενώ η Διακήρυξη Κάρτερ (1980), που υποστηρίχθηκε από τον Μπρεζίνσκι, αύξησε τη στρατιωτική παρουσία στον Περσικό Κόλπο, ευνοώντας συμβόλαια για την αμυντική βιομηχανία. Ο William Engdahl (2004) υποστηρίζει ότι οι πολιτικές του Μπρεζίνσκι ευθυγραμμίστηκαν με το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, αν και δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία για άμεση εξάρτηση.
Ο Πρόεδρος Κάρτερ, παρά την αρχική του δέσμευση στα ανθρώπινα δικαιώματα, παρασύρθηκε από την επιρροή του Μπρεζίνσκι, λόγω της περιορισμένης εμπειρίας του στην εξωτερική πολιτική και της εμπιστοσύνης του στον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας. Η υιοθέτηση επιθετικών πολιτικών, όπως η Operation Cyclone και η Operation Eagle Claw, αντικατοπτρίζει την εξάρτηση του Κάρτερ από τον Μπρεζίνσκι, ιδιαίτερα όταν οι διπλωματικές προσπάθειες του Βανς δεν απέδιδαν άμεσα αποτελέσματα.
Επιπλέον, ο Μπρεζίνσκι φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από ευρύτερους κύκλους της αμερικανικής ελίτ, ιδιαίτερα αυτούς που συνδέονταν με τη πολεμική βιομηχανία. Η έμφασή του στην επέκταση του ΝΑΤΟ και στη στρατιωτική κυριαρχία στην Ευρασία ευθυγραμμιζόταν με τα συμφέροντα ισχυρών λόμπι, που επωφελήθηκαν από την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Η συμμετοχή του στην Τριμερή Επιτροπή, που περιλάμβανε ηγετικές φυσιογνωμίες του επιχειρηματικού και στρατιωτικού κόσμου, ενίσχυσε την αντίληψη ότι οι απόψεις του εξυπηρέτησαν, έστω έμμεσα, αυτά τα συμφέροντα, όπως υποστηρίζει ο Engdahl (2004).
Παρά τις αποτυχίες, ο Μπρεζίνσκι παρέμεινε κεντρική φιγούρα στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας. Η ακαδημαϊκή του φήμη, με έργα όπως το “The Soviet Bloc” (1960), και η εμπειρία του ως καθηγητή στο Χάρβαρντ και το Johns Hopkins, του προσέδωσαν κύρος ως ειδικού σε σοβιετικά ζητήματα. Η πολιτική του δικτύωση, μέσω της Τριμερούς Επιτροπής και σχέσεων με προσωπικότητες, όπως ο Ντέιβιντ Ροκφέλερ, ενίσχυσε τη θέση του στην αμερικανική ελίτ. Επιπλέον, η ικανότητά του να πλαισιώνει τις πολιτικές του ως απαραίτητες για την εθνική ασφάλεια, σε συνδυασμό με την έλλειψη ισχυρής εναλλακτικής μετά την παραίτηση του Βανς, εξασφάλισε τη μακροχρόνια επιρροή του. Η αντικομμουνιστική του ρητορική ανταποκρινόταν στις ανάγκες της εποχής, καθιστώντας τον απαραίτητο στον Κάρτερ, παρά τις αποτυχίες.
Οι στρατηγικές του Μπρεζίνσκι ναρκοθέτησαν μακροπρόθεσμα την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η υποστήριξη των Μουτζαχεντίν συνέβαλε στην ανάδυση του ισλαμιστικού εξτρεμισμού, με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου να αποτελούν κορυφαία συνέπεια, ενώ η έμφαση στην επέκταση του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα μέσω της Ουκρανίας ως “γεωπολιτικού άξονα”, όξυνε τις σχέσεις με τη Ρωσία, οδηγώντας σε κρίσεις, όπως του 2014 και του 2022. Αυτές οι εξελίξεις ενίσχυσαν αντιηγεμονικές συμμαχίες, όπως οι BRICS, αποδυναμώνοντας τη δυτική επιρροή, όπως σημειώνεται από το Global Research (2023) και τον John Mearsheimer (2014).