ΘΕΜΑ

Ήλθε το τέλος των αρμάτων μάχης;

Τα ουκρανικά πλήγματα στη Ζαπορίζια μπορεί να έχουν καταστροφικές συνέπειες, λέει ο Ρώσος υπουργός Άμυνας

Οι απώλειες που υφίστανται τα δυτικής προέλευσης άρματα μάχης στις τελευταίες μάχες στην Ουκρανία καταδεικνύουν ότι τα άρματα μάχης και γενικότερα οι “παραδοσιακές” πλατφόρμες μάχης αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα στο σύγχρονο επιχειρησιακό περιβάλλον. Αν και τα Leopard 2A6 και Α7 είναι σαφώς ανώτερα από τα ρωσικά T-90, T-80 και T-72, εντούτοις δεν είναι άτρωτα. Και το βασικό τους πρόβλημα είναι ότι διατίθενται σε πολύ μικρούς αριθμούς.

Γενικότερα, οι “παραδοσιακές” πλατφόρμες μάχης έχουν φθάσει σε ένα όριο στην εξέλιξή τους που θέτει εν κινδύνω το μέλλον τους. Γίνονται ολοένα και πιο ακριβές και αυτό σημαίνει ολοένα και πιο δυσαναπλήρωτες. Αυτή είναι μια εξέλιξη που εν πολλοίς προκύπτει από την τάση που υπάρχει για την ενίσχυση της άμυνας ενός οπλικού συστήματος, ενώ οι επιθετικές του ικανότητες δεν εξελίσσονται ανάλογα, με αποτέλεσμα να γίνεται ολοένα και πιο ακριβό και συνακόλουθα να διατίθεται σε μικρότερους αριθμούς.

Το πρόβλημα της δυσανάλογης ενίσχυσης της άμυνας ενός οπλικού συστήματος εις βάρος των επιθετικών του ικανοτήτων δεν είναι κάτι καινούργιο. Για παράδειγμα, η εμφάνιση της βαλίστρας στο Μεσαίωνα, τα βέλη της οποίας μπορούσαν να διαπεράσουν τους σιδηρόπλεκτους θώρακες οδήγησε στην ενίσχυση της θωράκισης των ιπποτών και συνακόλουθα στη μείωση της ευελιξίας τους και στην αύξηση του κόστους του εξοπλισμού τους.

Ωστόσο, η υπερενίσχυση των αμυντικών ικανοτήτων κάθε οπλικού συστήματος σε σχέση με τις επιθετικές, έφθασε σε ακραία σημεία στη σύγχρονη εποχή. Ο διάσημος στρατηγιστής Edward Luttwak χαρακτηριστικά αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων φάσεων του Ψυχρού Πολέμου το Ναυτικό των ΗΠΑ είχε χάσει σημαντικό μέρος της «θετικής του αξίας» (positive value), δηλαδή των επιθετικών του ικανοτήτων, δεδομένου οι ομάδες μάχης των αμερικανικών αεροπλανοφόρων αφιέρωναν ολοένα και περισσότερους πόρους στο να αυτοπροστατεύονται από τη δράση των σοβιετικών υποβρυχίων και των ναυτικών βομβαρδιστικών εις βάρος των ικανοτήτων τους για προβολή ισχύος.

Το ίδιο συνέβη και με τα άρματα μάχης. Η εμφάνιση του κατευθυνόμενου αντιαρματικού πυραύλου οδήγησε σε ενίσχυση της παθητικής και ενεργού προστασίας τους και στην υιοθέτηση πιο προσεκτικών τακτικών που μείωσαν τις “θετικές”, δηλαδή τις επιθετικές ικανότητες των τεθωρακισμένων σχηματισμών. Επιπροσθέτως, η ενίσχυση της προστασίας οδήγησε σε δραστική αύξηση του κόστους των αρμάτων και συνακόλουθα σε μείωση των διατιθέμενων αριθμών τους. Επίσης, οδήγησε σε αύξηση του χρόνου παραγωγής και συνακόλουθης αδυναμίας αναπλήρωσης απωλειών σε παρατεταμένες πολεμικές αναμετρήσεις, καθώς και σε μια σειρά από άλλα προβλήματα, που επίσης περιόρισαν δραστικά τις επιθετικές τους ικανότητες.

Πλέγματα αναγνώρισης-κρούσης

Το ζεύγος των στρατηγιστών George και Meredith Friedman είναι ακόμη πιο οξείς στην κριτική τους έναντι του άρματος μάχης, το οποίο θεωρούν «γεροντικά απαξιωμένο» (senile) όπλο. Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι ο πρωταρχικός στόχος ενός άρματος μάχης ήταν να μεταφέρει ένα μεγάλο πυροβόλο μέσα στο πεδίο της μάχης, έτσι ώστε να καταστρέφει οχυρώσεις, να σκοτώνει πεζικάριους και να αποδιοργανώνει γραμμές ανεφοδιασμού και επικοινωνιών του αντιπάλου.

Δηλαδή, ο αρχικός στόχος του άρματος μάχης ήταν να ρίχνει με ακρίβεια βλήματα σε κρίσιμα σημεία του πεδίου της μάχης. Εν συνεχεία, η ενίσχυση της άμυνας του άρματος, έτσι ώστε να προστατεύεται από τις διάφορες απειλές που προέκυψαν εναντίον του, με κύριο τους φορητούς αντιαρματικούς πυραύλους, μεγάλωσε δυσανάλογα τις μη παραγωγικές ικανότητες (δηλαδή τις αμυντικές) έναντι των παραγωγικών (δηλαδή των επιθετικών).

Η ανάπτυξη πλεγμάτων “αναγνώρισης-κρούσης”, όπου οι διαδικασίες της στοχοποίησης και της προσβολής του στόχου δεν διεξάγονται από την ίδια πλατφόρμα αλλά από δίκτυα, δημιούργησε ακόμη περισσότερα προβλήματα στην παραδοσιακή λειτουργία των αρμάτων. Οι αποστολές του άρματος –κατά τους Friedman– μπορούν να γίνουν ευκολότερα αποτελεσματικότερα και φθηνότερα από βλήματα μεγάλου βεληνεκούς, ενταγμένα σε παρόμοιες αρχιτεκτονικές.

Το ζεύγος Friedman υποστηρίζει ότι η διαδικασία εντοπισμού-προσβολής του αντιπάλου μέσω δικτυοκεντρικών “πολυσυστημάτων” (systems of systems) είναι πολύ πιο αποτελεσματική, ασφαλής και διεξάγεται πιο γρήγορα. Σε σύγκριση με την τοποθέτηση των λειτουργιών στοχοποίησης και προσβολής του στόχου στην ίδια, αργή πλατφόρμα (άρμα μάχης), η οποία κινείται επικίνδυνα κοντά στον εχθρό. Σε σημαντικό βαθμό κάτι τέτοιο βλέπουμε να γίνεται σήμερα στην Ουκρανία.

Τα άρματα πολεμάνε ακόμα

Βέβαια, η κριτική των Friedman και άλλων στο άρμα μάχης είναι μονοδιάστατη, σε σημείο που καταλήγει να γίνεται καρικατούρα. Η αξία του άρματος μάχης αμφισβητείται από τη στιγμή που πρωτοπαρουσιάστηκε στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και όμως, έχει καταφέρει να επιβιώσει μέχρι σήμερα, ενώ πολλοί στρατοί  αναπτύσσουν νέους τύπους. Αυτό κάτι σημαίνει για την αξία του.

Ακόμη και σε χώρους όπου η δράση του άρματος μάχης θεωρήθηκε απαγορευτική, όπως είναι οι επιχειρήσεις σε αστικό περιβάλλον, η πρόσφατη εμπειρία από τον πόλεμο στη Συρία μας δείχνει ότι το άρμα μάχης έχει έναν σοβαρό ρόλο να παίξει. Παρεμπιπτόντως, στον πόλεμο αυτόν ο Συριακός Στρατός ανέπτυξε φθηνά και αποτελεσματικά παθητικά αντίμετρα για τους αντιαρματικούς πυραύλους, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι για κάθε όπλο υπάρχει και ένα αντίδοτο. Επίσης, στην Ουκρανία, αν και υφίστανται απώλειες, τα άρματα συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται εμμονικά και από τους δύο εμπλεκομένους. Και αυτό κάτι σημαίνει.

Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι οι τεθωρακισμένες δυνάμεις αποτελούν τον κατεξοχήν βραχίονα του στρατεύματος, ο οποίος δια του ελιγμού θα επιτύχει την αποδιοργάνωση του αντιπάλου που είναι και ο τελικός στόχος. Ωστόσο, το γεγονός παραμένει ότι τα σημερινά άρματα μάχης έχουν καταστεί πολύ ακριβά. Και αυτό, όπως επαναλαμβάνουμε εμφαντικά, έχει συνέπειες στους αριθμούς που διατίθενται.

Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι εμπλεκόμενοι κατασκεύασαν περί τις 9000 άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Γερμανία, η Σοβιετική Ένωση, οι ΗΠΑ και η Βρετανία παρήγαγαν περισσότερα από 280.000 άρματα μάχης και αυτοκινούμενα πυροβόλα. Εξ αυτών η Γερμανία παρήγαγε περίπου 65.000 και η Σοβιετική Ένωση περίπου 100.000.

Τον Ιούνιο του 1941 η Γερμανία διέθετε περί τις 11.000 άρματα μάχης, τόσο γερμανικής παραγωγής όσο και αιχμαλωτισμένων κρατών. Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, το 1965, οι ΗΠΑ, η Ομοσπονδιακή Γερμανία και η Βρετανία διέθεταν περίπου 22.000 άρματα μάχης M-48. Σήμερα, η Γερμανία και η Βρετανία διαθέτουν λιγότερα από 250 άρματα μάχης η κάθε μία. Αυτή είναι μια παράμετρος της νέας στρατιωτικής πραγματικότητας, την οποία καταδεικνύουν οι επιχειρήσεις στην Ουκρανία, αλλά φυσικά έχει ξεκινήσει να διαμορφώνεται εδώ και πολύ καιρό. Θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί σοβαρά υπόψη για τους μελλοντικούς σχεδιασμούς του ελληνικού στρατεύματος.


Τα παραπάνω στοιχεία προέρχονται από τη μελέτη του γράφοντος “Η Νέα Στρατιωτική Επανάσταση και η Ελληνική Αμυντική Στρατηγική” (Εκδόσεις Λιβάνη).

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι