Υπόθεση Μπόλτον: Πως η έφοδος στο Mar-a-Lago γύρισε μπούμερανγκ
21/10/2025
Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον πώς εξελίσσεται η υπόθεση παράνομης διακίνησης απόρρητων εγγράφων από τον πρώην Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζον Μπόλτον. Αρχικά, να επισημάνουμε ότι το γεγονός αυτό έρχεται ως ακολουθία της επιχείρησης διαλεύκανσης του σκανδάλου “Russian Hoax” – της γνωστής υπόθεσης της ρωσικής ανάμειξης στις εκλογές του 2016.
Ο Μπόλτον είναι συντηρητικός Ρεπουμπλικανός, γνωστός για τις φανατικά νεοσυντηρητικές απόψεις του: Υποστηρικτής πολεμικών επεμβάσεων και υπέρμαχος της αμερικανικής υπεροχής. Η φήμη του ως “γερακιού” (hawk) προέρχεται από τη στήριξή του σε στρατιωτικές δράσεις, όπως η εισβολή στο Ιράκ το 2003, και την αντίθεσή του σε συμφωνίες, όπως η πυρηνική με το Ιράν. Αξίζει να σταθούμε στην πορεία του και το πώς από υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης βρέθηκε στα υψηλά κλιμάκια της αμερικανικής εξουσίας, πάντα σε ρόλους που αφορούν τον έλεγχο όπλων, την διπλωματία και την εθνική ασφάλεια.
Ο Μπόλτον, σπουδαγμένος στο Γέιλ, ξεκίνησε το 1976 ως υπάλληλος στο υπουργείο Δικαιοσύνης, υπό τον Τζέρι Φόρντ, αλλά η πραγματική του άνοδος ήρθε με τους Ρεπουμπλικάνους προέδρους. Επί προεδρίας Ρέιγκαν υπηρέτησε ως Υφυπουργός Διεθνών Οργανισμών στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και Βοηθός Διαχειριστή στην USAID. Εκεί εδραίωσε τη φήμη του ως σκληρού διαπραγματευτή, προωθώντας συμφωνίες κατά της Διεθνούς Ποινικής Δικαιοσύνης. Ο Μπόλτον επιστρέφει στον Λευκό Οίκο, με την εκλογή του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ.
Από το 2001 έως το 2005 διετέλεσε υφυπουργός για τον Έλεγχο Όπλων και την Διεθνή Ασφάλεια, διαχειριζόμενος θέματα πυρηνικών απειλών και πιέζοντας για κυρώσεις κατά του Ιράν και της Βόρειας Κορέας. Το 2005 διορίστηκε πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ με recess appointment από τον Τζορτζ Μπους, λόγω έλλειψης συναίνεσης της Γερουσίας. Έμεινε μόλις 17 μήνες, αλλά ξεχώρισε για τις κριτικές του κατά του ΟΗΕ, χαρακτηρίζοντάς τον “άχρηστο”. Η θητεία του έληξε με την αλλαγή πλειοψηφίας στο Κογκρέσο. Μετά τον ΟΗΕ, εργάστηκε ως Senior Fellow στο American Enterprise Institute (AEI), υπερασπιζόμενος τον Πόλεμο στο Ιράκ και κριτικάροντας τον Μπαράκ Ομπάμα για “αδύναμη” πολιτική. Συμμετείχε σε προεκλογικές εκστρατείες και έγινε σχολιαστής στο Fox News.
Ο Μπόλτον θα ξαναβρεθεί στο προσκήνιο στα μέσα της πρώτης τετραετίας του Ντόναλντ Τραμπ, ως 26ος Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, αντικαθιστώντας τον Χ.Ρ. Μακμάστερ – ο τρίτος σε 14 μήνες. Ο Μπόλτον υποσχέθηκε στον Τραμπ ότι “δεν θα ξεκινήσει πολέμους” – ως ειρωνεία, δεδομένης της φήμης του. Εκεί, συντόνιζε πολιτικές, πιέζοντας για “μέγιστη πίεση” στο Ιράν (αποχώρηση από πυρηνική συμφωνία) και κυρώσεις στη Βενεζουέλα. Όμως, οι διαφωνίες κορυφώθηκαν: Ο Μπόλτον ήθελε σκληρή γραμμή με Κίνα και Ρωσία, ενώ ο Τραμπ προτιμούσε “συναίνεση”. Η θητεία του έληξε επεισοδιακά, ενάμιση χρόνο αργότερα, όταν ο Τραμπ τον απέλυσε, κατηγορώντας τον για διαρροές.
Η αρχή της βεντέτας: Το βιβλίο του Μπόλτον
Η έξοδος του Μπόλτον επιταχύνθηκε, όταν εξέφρασε αντιρρήσεις στην πίεση του Τραμπ προς τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι για έρευνες κατά του Τζο Μπάιντεν, γεγονός που αποτέλεσε κεντρικό στοιχείο στην πρώτη διαδικασία παραπομπής του Τραμπ, τον Δεκέμβριο του 2019. Σε αντίποινα, ο Μπόλτον προέβη στη συγγραφή του αποκαλυπτικού απομνημονεύματός του “The Room Where It Happened”, το οποίο κυκλοφόρησε στις 23 Ιουνίου 2020 από τις εκδόσεις Simon & Schuster, πωλώντας άμεσα 780.000 αντίτυπα την πρώτη εβδομάδα και φτάνοντας στην κορυφή των best-sellers του New York Times.
Το βιβλίο παρείχε πρωτοφανείς μαρτυρίες για τις εσωτερικές διαδικασίες του Λευκού Οίκου, συμπεριλαμβανομένων 20+ περιστατικών “κατάχρησης εξουσίας” από τον Τραμπ, προκαλώντας νομικές προσφυγές από την κυβέρνηση για παραβίαση συμφωνίας μη αποκάλυψης απορρήτων και εντείνοντας την πόλωση ενόψει των εκλογών του 2020. Κατόπιν της σύγκρουσής του με τον Τραμπ, ο Μπόλτον – σύμφωνα με αποκαλύψεις του βιβλίου του – συμμετείχε ενεργά σε συσκέψεις του Λευκού Οίκου, όπου ο Τραμπ επέμεινε στη θεωρία του hoax, απορρίπτοντας εκθέσεις του FBI και του Mueller (παραδόθηκαν στις 24 Μαρτίου του 2019) ως “witch hunt” (κυνήγι μαγισσών) και πιέζοντας για απόλυση του Ειδικού Εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ – μια στάση που ο Μπόλτον κατέγραψε ως “παρανοϊκή” και επικίνδυνη για την εθνική ασφάλεια.
Επίσης, στο βιβλίο του αποκάλυψε τουλάχιστον πέντε περιστατικά, όπου ο Τραμπ εξέφρασε επιθυμία για “αντίποινα” κατά του Μιούλερ και του Διευθυντή του FBI, Τζέιμς Μπ. Κόμι, ενισχύοντας την αντίληψη εργαλειοποίησης της υπόθεσης προς πολιτική εκδίκηση. Στην πρώτη δίκη παραπομπής κατά του Τραμπ (Δεκέμβριος 2019–Φεβρουάριος 2020), ο Μπόλτον αρχικά αρνήθηκε να καταθέσει, αλλά ύστερα – υπό πίεση της αντιπολίτευσης – δήλωσε ότι “αν εκδοθεί ψήφισμα να καταθέσω, είμαι έτοιμος” – γεγονός που τρομοκράτησε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και την αμερικανική κοινή γνώμη. Τελικά, για δύο ψήφους υπέρ των Ρεπουμπλικανών απορρίφθηκε το αίτημα κατάθεσής του, αλλά η ζημιά είχε γίνει.
Η έφοδος του FBI στο Mar-a-Lago, την ιδιωτική κατοικία και προπύργιο του Ντόναλντ Τραμπ στο Παλμ Μπιτς της Φλόριντα, στις 8 Αυγούστου 2022, αποτέλεσε μία από τις πιο δραματικές στιγμές στην αμερικανική πολιτική ιστορία, συμβολίζοντας την κορύφωση μιας σειράς νομικών και πολιτικών συγκρούσεων που ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα. Η επιχείρηση, εξουσιοδοτημένη από δικαστικό ένταλμα και εκτελεσμένη από περίπου 30 πράκτορες του FBI, οδήγησε στην κατάσχεση περισσότερων από 100 απόρρητων εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων υλικών με βαθμολογία TOP SECRET/SCI, αποθηκευμένων σε κουτιά εντός μπάνιου, αίθουσας χορού και άλλων μη ασφαλών χώρων.
Αυτή η έφοδος δεν ήταν απλώς έρευνα ρουτίνας για παραβίαση του Νόμου περί Κατασκοπείας (Espionage Act) και παρακώλυση δικαιοσύνης, αλλά έγινε σύμβολο πολιτικής εκδίκησης από τους αντιπάλους του Τραμπ – και εδώ ακριβώς εντάσσεται η “πυροδότηση” από το βιβλίο του Μπόλτον. Το βιβλίο, με τις αποκαλύψεις του για κατάχρηση εξουσίας, λειτούργησε ως πρωταρχικό προηγούμενο, που νομιμοποίησε τέτοιες ενέργειες, μετατρέποντας εσωτερικές διαρροές σε νομικά όπλα και ενθαρρύνοντας μια αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν στην έφοδο και πέρα από αυτήν. Το βιβλίο, όχι μόνο ενέτεινε την πολιτική πόλωση, αλλά και νομιμοποίησε τη χρήση διαρροών ως νομικών επιχειρημάτων, δείχνοντας ότι πρώην αξιωματούχοι μπορούν να “ξεσκεπάσουν” προέδρους μέσω δημοσιευμάτων, χωρίς άμεσες συνέπειες – τουλάχιστον τότε.
Η ώρα του μπούμερανγκ
Αυτή η “παράδοξη νομιμοποίηση” πυροδότησε ένα ντόμινο, όπου οι Δημοκρατικοί, βλέποντας το βιβλίο ως απόδειξη ότι η εσωτερική κριτική μπορεί να γίνει δημόσιο όπλο, ενθαρρύνθηκαν να χρησιμοποιήσουν παρόμοιες τακτικές εναντίον του Τραμπ. Το αποτέλεσμα; Η έρευνα για τα classified documents στο Mar-a-Lago ξεκίνησε αργά το 2021, βασισμένη σε αναφορές από πρώην στελέχη του NSC, που είχαν δει τον Τραμπ να κρατά υλικά σαν “souvenirs”. Η έφοδος του 2022 – που οδήγησε σε 37 κατηγορίες (αργότερα 40), τον Ιούνιο 2023, από τον Ειδικό Εισαγγελέα, Τζακ Σμιθ – βασίστηκε σε παρόμοια λογική: Αναζήτηση απόρρητων εγγράφων που “παραποιήθηκαν” από τον Τραμπ, με το βιβλίο του Μπόλτον να λειτουργεί ως “ηθικό και νομικό προηγούμενο” για τέτοιες έρευνες.
Οι Δημοκρατικοί, με επικεφαλής τον Τζο Μπάιντεν και νομικούς, όπως τον Ειδικό Εισαγγελέα Τζακ Σμιθ, παρουσίασαν την έφοδο ως “απαραίτητη προστασία της δημοκρατίας”, κατηγορώντας τον Τραμπ για 37 κακουργήματα σχετικά με παράνομη διακίνηση και διατήρηση απόρρητων εγγράφων (Espionage Act). Σε μία από τις πιο ειρωνικές σελίδες της αμερικανικής πολιτικής ιστορίας, η έντονη κατηγορία των Δημοκρατικών ότι ο Ντόναλντ Τραμπ “έκρυβε απόρρητα έγγραφα” στο Mar-a-Lago και έθετε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια – οδηγώντας στην ιστορική έφοδο του FBI στις 8 Αυγούστου 2022 – γύρισε μπούμερανγκ το 2025, χτυπώντας τον ίδιο τον Μπόλτον, πρώην σύμβουλο του Τραμπ και φλογερό επικριτή του.
Τώρα, με τον Τραμπ πίσω στον Λευκό Οίκο, μετά την επανεκλογή του το 2024, η ίδια λογική εφαρμόζεται σε “εχθρούς” του, όπως ο Μπόλτον: Έφοδος στο σπίτι του στις 22 Αυγούστου 2025 και κατηγορίες στις 16 Οκτωβρίου 2025 για 18 κακουργήματα – ακριβώς τα ίδια αδικήματα:
- 8 κακουργήματα, που αφορούν μεταφορά εθνικών πληροφοριών άμυνας (NDI): Από το 2018 έως Αύγουστο 2025, έστειλε σημειώσεις σε συγγενείς, εκθέτοντας πηγές και σχέδια σε χάκερ στο Ιράν.
- 10 κακουργήματα που αφορούν παράνομη διατήρηση NDI: Κράτησε έγγραφα στο σπίτι και γραφείο μετά την αποχώρησή του.
Κάθε κατηγορία φέρνει μέχρι 10 χρόνια φυλάκισης (σύνολο 180 έτη), βάσει Espionage Act – ίδιος νόμος με αυτόν του Τραμπ. Ο δικηγόρος του, Abbe Lowell, ισχυρίζεται “πολιτική δίωξη” από το DOGE του Τραμπ (Εισαγγελέας Pam Bondi), σημειώνοντας ότι τα έγγραφα ήταν μία υπόθεση “ρουτίνας” και ελεγμένα από FBI από 2021. Ο Μπόλτον εμφανίστηκε στο δικαστήριο του Greenbelt στις 17 Οκτωβρίου 2025, δηλώνοντας “μη ένοχος”, ενώ ο Τραμπ σχολίασε: “Είναι κακός τύπος”.
Η υπόθεση Μπόλτον δείχνει πώς οι κατηγορίες για απόρρητα έγγραφα έγιναν πολιτικό όπλο: Οι Δημοκρατικοί το χρησιμοποίησαν κατά Τραμπ για να τον “παραλύσουν”, αλλά τώρα ο Τραμπ το στρέφει εναντίον Μπόλτον, Κόμι και άλλων. Η υπόθεση Μπόλτον, με δίκη προγραμματισμένη για το 2026, μπορεί να κλονίσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο υπουργείο Δικαιοσύνης, θυμίζοντας ότι η “εθνική ασφάλεια” γίνεται πρόφαση για πολιτική αντίπραξη. Σε μια πολωμένη Αμερική, το μάθημα είναι σαφές: Η εξουσία τιμωρεί, αλλά στο τέλος γυρνά ως μπούμερανγκ.