Κόντρα ΗΠΑ-Ρωσίας για τα μάτια του Ερντογάν – Θα πληρώσει η Ελλάδα τη νύφη;
05/02/2020Ραγδαίες είναι οι εξελίξεις στη Συρία, μετά την ανακοίνωση-δήλωση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, με την οποία στηρίζει πλήρως τον τουρκικό κατοχικό στρατό και τις ενέργειές του. Στόχος της Ουάσιγκτον είναι να αποτραπεί ο έλεγχος της περιοχής του Ιντλίμπ από τις δυνάμεις του καθεστώτος Άσαντ, οι οποίες στηρίζονται από τη ρωσική αεροπορία.
Είναι πλέον προφανές, ότι οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν το ζήτημα όχι ως μία τοπική διένεξη, αλλά στο πλαίσιο της παγκόσμιας στρατηγικής σκακιέρας και της αντιπαράθεσής τους με τη Ρωσία. Η προσπάθεια των Αμερικανών είναι να δώσει “κίνητρο” στην Τουρκία και με αφορμή τη δραματική επιδείνωση των σχέσεων Άγκυρας-Μόσχας να επαναφέρει την “άτακτη” Τουρκία που κανείς όμως δεν τιμωρεί, πίσω στο ΝΑΤΟϊκό “μαντρί”.
Πρόκειται για μια εξέλιξη που εμπλέκει δυνητικά τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα και την ίδια την ασφάλεια της χώρας. Εάν αυτή η απόπειρα των ΗΠΑ στεφθεί από επιτυχία, τότε είναι σφόδρα πιθανό η ελληνική κυβέρνηση ή μάλλον ακριβέστερα οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών, να αντιληφθούν εμπράκτως τι σημαίνει το να είναι κάποιος στην πράξη –ασχέτως ποιοι το δήλωσαν εκ μέρους της χώρας– “προβλέψιμος” εταίρος.
Δηλαδή, με απλά λόγια, να περιορίζει τις δυνατότητες διπλωματικών ελιγμών της χώρας για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων, αφού η πλευρά των ΗΠΑ θα έχει “εκπαιδευθεί” από την ίδια την Ελλάδα να πιστεύει, ότι εύκολα ή δύσκολα θα αποδεχθεί αυτό που ο περιφερειακός και επίδοξος παγκόσμιος ηγεμόνας θα υπαγορεύσει. Ένας ηγεμόνας που είναι απολύτως φυσιολογικό, θεμιτό και κατανοητό, να μην έχει ως προτεραιότητα το ελληνικό εθνικό συμφέρον, αλλά το δικό του.
Το αμερικανικό συμφέρον, σύμφωνα με την ανάγνωση της κατάστασης από την Ουάσιγκτον, εξυπηρετείται όχι μόνο από τη διατήρηση της Τουρκίας εντός του ΝΑΤΟ, έναντι οιουδήποτε κόστους, αλλά και της λειτουργικής επαναφοράς της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο. Προς το παρόν, η Ουάσιγκτον ανέχεται σκανδαλωδώς την αντισυμμαχική συμπεριφορά της Άγκυρας, η οποία συναλλάσσεται ευθέως με τη Ρωσία, τον μεγάλο αντίπαλο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Το κόστος του “προβλέψιμου”
Επειδή όμως η Τουρκία έχει προτάξει, πέραν πάσης αμφιβολίας, την εξυπηρέτηση αυτού που η ίδια θεωρεί δικό της εθνικό συμφέρον, το οποίο είναι εκ διαμέτρου αντίθετο με το ελληνικό, η κατάσταση για την Ελλάδα, διπλωματικά και αμυντικά, είναι σφόδρα πιθανό να εξελιχθεί πολύ αρνητικά. Στο διπλωματικό επίπεδο, σε περίπτωση διαπραγμάτευσης, αυτό που θα βρίσκεται στο τραπέζι θα είναι αποκλειστικά οι τουρκικές διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδας, με αποτέλεσμα στη διαδικασία του πάρε-δώσε, τα ανταλλάγματα που θα εξασφαλίσει για να προκύψει οποιαδήποτε συμφωνία, να μην είναι τίποτε άλλο, παρά απώλειες της ελληνικής πλευράς.
Στον αμυντικό τομέα, δεν αποκλείεται εντελώς η επιστροφή των Τούρκων στο πρόγραμμα του μαχητικού πέμπτης γενιάς F-35 Lightning II, τόσο για την τουρκική Αεροπορία όσο και για το Ναυτικό, ώστε να αποκτήσει υπόσταση, ως ζωτική απειλή, και το αεροπλανοφόρο Anadolu που έπεσε ήδη στο νερό και ξεκινούν οι δοκιμές εν όρμω. Είναι προφανές, ότι σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα θα περιέλθει σε κατάσταση ομηρείας και στρατιωτικού εκβιασμού. Πέραν μιας κατάστασης “ομηρείας” και στρατιωτικού εκβιασμού στην οποία θα περιέλθει η ελληνική άμυνα.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι οι εξελίξεις συνήθως κινούνται κάπου στη μέση. Η Τουρκία του Ερντογάν θα επιχειρήσει να ισορροπήσει ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία, βρίσκοντας κάποιου είδους συμβιβασμό με τη Μόσχα στη Συρία. Παρά την επίθεση φιλίας από τις ΗΠΑ, ο Ερντογάν δύσκολα θα ξεπεράσει την καχυποψία του, ότι οι ΗΠΑ επιθυμούν την ανατροπή του.
Θα έχει παρενέργειες
Το ζήτημα της Συρίας είναι εξαιρετικά πολύπλοκο, ενώ πέραν των Ρώσων, σημαντική στρατιωτική παρουσία έχουν και οι Ιρανοί, με δυνάμεις των Φρουρών της Επανάστασης, αλλά και δυνάμεις της σιιτικής Χεζμπολάχ του Λιβάνου. Άγνωστος Χ θα είναι σε αυτή την περίπτωση η στάση των Ισραηλινών, καθώς δεν αποκλείεται να οδηγηθούν σε κάποιου είδους συνεννόηση με τη Μόσχα. Η πλήρης επικράτηση της Τουρκίας στη Βόρεια Συρία, δεν είναι συμβατή με τα ισραηλινά συμφέροντα.
Η κατάσταση αυτή θα εξοργίσει και σουνιτικές χώρες όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), οι οποίες σε αυτή την ιστορική συγκυρία θεωρούν την Τουρκία ως απειλή για τη δική τους εθνική και καθεστωτική ασφάλεια. Αυτό είναι και το κόστος που θα κληθεί να καταβάλει η Ουάσιγκτον για τον ακραιφνή φιλοτουρκισμό της. Παραλλήλως, συνιστά, σε έναν βαθμό και υπό προϋποθέσεις, διέξοδο για την Ελλάδα.
Στην ανακοίνωση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών αναφέρεται η καταδίκη «των συνεχιζόμενων, αδικαιολόγητων επιθέσεων στους κατοίκους της Ιντλίμπ από το καθεστώς Άσαντ, τη Ρωσία, το Ιράν και τη Χεζμπολάχ». Υπονοεί δηλαδή, ότι αφορμή της κλιμάκωσης ήταν τρεις επιθέσεις σε τουρκικά παρατηρητήρια, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους πολλοί Τούρκοι στρατιώτες.
Η ανακοίνωση αναφέρει επίσης, ότι οι ΗΠΑ στηρίζουν τον ΝΑΤΟϊκό τους σύμμαχο, την Τουρκία, “βαφτίζοντας” πράξεις αυτοάμυνας όσα κάνουν οι τουρκικές δυνάμεις στην περιοχή. Κατηγορεί δε όλους πλην Τουρκίας για την αδυναμία επίτευξης συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός στην περιοχή. Τέλος, οι ΗΠΑ δεσμεύονται να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να μπλοκάρουν την εκ νέου ενσωμάτωση του καθεστώτος Άσαντ στη διεθνή κοινότητα, μέχρις ότου συμμορφωθεί με την Απόφαση 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.