Μακρόν και Μέρκελ συγκροτούν μόνοι τους ευρωστρατό!
16/02/2019Επιβεβαιώνοντας τη θεσμική απορρύθμιση της ΕΕ, οι ηγεσίες της Γερμανίας και της Γαλλίας προέβησαν προσφάτως, στις 22 Ιανουαρίου, στο Άαχεν σε μία διμερή συμφωνία συνεργασίας στον τομέα της άμυνας για «λογαριασμό» των εταίρων της ΕΕ. Μέρκελ και Μακρόν προσπάθησαν να εμφανίσουν στο κοινό αυτή τη νέα Συνθήκη ως ιστορική προέκταση της Συμφωνίας των Ηλυσίων, που υπέγραψαν το 1963 στο Παρίσι ο Σαρλ Ντε Γκωλ και ο Κόνρατ Αντενάουερ.
Εκείνη η Συμφωνία, που προέβλεπε μια ποικιλία συνεργασιών, είχε πρώτιστο στόχο την οριστική μεταπολεμική «συμφιλίωση» Γάλλων και Γερμανών, αλλά και κάτι άλλο: Την προσπάθεια της αντι-ατλαντικής τότε Γαλλίας να απομακρύνει τη Γερμανία από την προστασία των ΗΠΑ, πράγμα που τότε προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια της Ουάσινγκτον, επί προεδρίας Τζον Κέννεντυ.
Σήμερα, η συμφωνία για διμερή στρατιωτική συνεργασία Γερμανών και Γάλλων επιχειρείται να ενταχθεί στην ιδέα ενός «ευρωπαϊκού στρατού» για την προστασία της Ευρώπης, με ένθερμο ρήτορα τον πρόεδρο Μακρόν. Για δεύτερη φορά, το Παρίσι προσπαθεί να απομακρύνει όχι μόνο τη Γαλλία, αλλά και τη Γερμανία από τις ΗΠΑ και από το ΝΑΤΟ.
Το εν λόγω εγχείρημα βρίσκει έναν ανοικτό χώρο ανάπτυξής του, που αφήνει η έξοδος της ατλαντικής Βρετανίας από την ΕΕ. Αν το Λονδίνο αρνείται να έχει πολιτικό και στρατιωτικό «προϊστάμενο» στην Ευρώπη τη Γερμανία, το Παρίσι που έχει αποδεχθεί μοιρολατρικά την οικονομική υπεροχή του Βερολίνου, σήμερα φιλοδοξεί να τεθεί επικεφαλής του γαλλο-γερμανικού «ευρωπαϊκού στρατού» για να αναβαθμίσει το κύρος του.
Η στρατιωτικά ισχυρή πυρηνική Γαλλία, με την ισχυρή βιομηχανία οπλικών συστημάτων, μπορεί, κατά την άποψη του Μακρόν, να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την ιστορία. Αποτελεί μεν μία πρόκληση προς τις ΗΠΑ, αλλά είναι δεδομένη ακόμα η νατοϊκή ομπρέλα πάνω από την «απειλούμενη» Ευρώπη.
Η ευρω-νατοϊκή ελληνική Αριστερά
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έβαλε πάντως στις 22 Ιανουαρίου τη βάση της γαλλο-γερμανικής ιδέας, λέγοντας: «Ας φτιάξουμε έναν αληθινό ευρωπαϊκό στρατό, για να προστατευθούμε από τις απολυταρχικές δυνάμεις που αναδύονται σχεδόν παντού και ας αποκτήσουμε μία αληθινή εξωτερική πολιτική». Δεν διευκρίνισε βέβαια ποιο είναι το «αληθινό» και ποιος ακριβώς ο «εχθρός» που αναδύεται «παντού». Ποιος θα τα ορίσει, πότε και σε ποιο θεσμικό ευρωπαϊκό επίπεδο θα πιστοποιούνται;
Έως ότου αυτά απαντηθούν, προηγείται το διμερώς «αληθινό» στο στρατιωτικό επίπεδο, αφού οι δύο κυβερνήσεις αποφάσισαν στο Άαχεν ότι: «Οι δύο χώρες θα παρέχουν βοήθεια και συνδρομή η μία στην άλλη με όλα τα διαθέσιμα μέσα και τη στρατιωτική δύναμη, σε περίπτωση επίθεσης εναντίον της επικράτειάς τους. Επίσης, θα μπορούν να αναπτύξουν από κοινού στρατιωτικές δυνάμεις, σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης και να συνεργαστούν σε προγράμματα εξέλιξης οπλικών συστημάτων».
Σύμφωνα με τις φανερές προθέσεις του «Άαχεν», οι άλλοι εταίροι της ΕΕ θα είναι στο εξής εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να (παρ)ακολουθούν τις στρατιωτικές αποφάσεις και πρωτοβουλίες του γαλλο-γερμανικού στρατού, που θα διαθέτει και «Συμβούλιο Άμυνας και Ασφάλειας». Το πού θα οδηγήσει αυτή η γαλλο-γερμανική υπόθεση, το πώς θα λειτουργήσει στα όργανα της ΕΕ, ποια προβλήματα θα προκαλέσει στο πλέγμα των σχέσεων των Ευρωπαίων με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, στην Εγγύς Ανατολή, καθώς και στις ευρω-ρωσικές σχέσεις, όλα αυτά θα φανούν στη συνέχεια.
Όσο για την Ελλάδα, χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, που στηρίζεται σήμερα στρατιωτικά στις ΗΠΑ από τα Βαλκάνια έως τη Μεσόγειο, ο γαλλογερμανικός στρατός θα τη συναντήσει αργότερα. Ίσως και με αμυντικό παρτενέρ του και την Τουρκία. Μάλιστα και με ελληνική συνυπογραφή. Η σχετική ιδέα προβάλλεται ήδη στην Αθήνα από πρόσωπα της γνωστής κοσμοπολίτικης «ιντελιγκέντσιας» του χώρου του ΠΑΣΟΚ, που στις ημέρες μας συναντάται πλαγίως με τον «διεθνισμό» του ρεαλιστή ΣΥΡΙΖΑ -μια πολύ ενδιαφέρουσα σύμπλευση ευρω-νατοϊκής Αριστεράς και ευρωπαϊστών της σημιτικής Κεντροαριστεράς.