Μετά την Ουκρανία οι ΗΠΑ παίζουν με την φωτιά και στην Ταϊβάν
03/08/2022«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Κίνα και οι ΗΠΑ είναι πλέον αντίπαλοι. Η αναμονή για δυτικοποίηση της Κίνας δεν είναι πλέον μια εύλογη στρατηγική. Δεν πιστεύω ότι η παγκόσμια κυριαρχία είναι μια κινεζική έννοια, αλλά θα μπορούσαν να γίνουν τόσο ισχυροί. Και αυτό δεν είναι προς το συμφέρον μας. Οι δύο υπερδυνάμεις έχουν μια ελάχιστη κοινή υποχρέωση να αποτρέψουν μια καταστροφική σύγκρουση. Αυτό είναι που με ανησυχεί βαθιά για το πού πάμε». (Χένρι Κίσινγκερ)
Η επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν επιτείνει τις εντάσεις στον Ινδο-Ειρηνικό, με τις ΗΠΑ και την Κίνα να ενισχύουν τη στρατιωτική τους δύναμη γύρω από τα στενά της νήσου. Οι ΗΠΑ έστειλαν το αεροπλανοφόρο USS Ronald Reagan και την ομάδα κρούσης του προς τα διαφιλονικούμενα ύδατα. Το αεροπλανοφόρο συνοδεύεται από ένα αντιτορπιλικό και ένα καταδρομικό.
Εν μέσω εικασιών ότι η Κίνα μπορεί να επιβάλει ζώνη απαγόρευσης πτήσεων πάνω από την Ταϊβάν, οι ΗΠΑ φέρονται να είναι επίσης προετοιμασμένες: Διεθνή μέσα ενημέρωσης αναφέρουν πως και οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιήσουν μαχητικά αεροσκάφη, πλοία, μέσα επιτήρησης και άλλα στρατιωτικά συστήματα για να παρέχουν επικαλυπτόμενους δακτυλίους προστασίας για την Πελόζι.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει αλλάξει τον γεωπολιτικό προσανατολισμό των ΗΠΑ, αλλά δεν φαίνεται να έχει αλλάξει την πεποίθηση της Ουάσιγκτον, ότι η Κίνα είναι η μεγαλύτερη απειλή. Η εστίαση της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη, λόγω Ουκρανίας, επιβραδύνει κάθε σοβαρή στρατηγική “στροφή” προς τον Ειρηνικό, επιτρέποντας στο Πεκίνο να εδραιώσει περαιτέρω την αναπτυσσόμενη εμπορική του (και όχι μόνο) κυριαρχία εκεί.
Συμμαχώντας με τη Ρωσία (και έτσι καλύπτοντας τις δικές της ανάγκες σε τρόφιμα και ενέργεια) και διατηρώντας παράλληλα δεσμούς με την Ευρώπη (μέσω της, επισήμως, ουδετερότητας του στον πόλεμο της Ουκρανίας) το Πεκίνο θα μπορούσε να αναδυθεί (όπως η Μόσχα μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ) με την παγκόσμια επιρροή του σημαντικά ενισχυμένη και τη γεωπολιτική θέση των ΗΠΑ σημαντικά εξασθενημένη.
Η προειδοποίηση Μακρόν
Στις αρχές του έτους, ο Εμμανουέλ Μακρόν διαπίστωνε το προφανές: Ότι η Κίνα αναδεικνύεται σε υπερδύναμη και με ενάργεια προειδοποίησε τις άλλες δυτικές δυνάμεις για την πίεση που ασκούσαν στη Μόσχα: «Κάνουμε μέγα λάθος διότι την ωθούμε σε συμμαχία με την Κίνα. Και αυτό βγαίνει τελείως έξω από τα συμφέροντα της Ευρώπης». Η δήλωσή του εκείνη αποκτά δραματική διάσταση, λόγω αυτών που έχουν μεσολαβήσει το τελευταίο διάστημα. Ενδεχομένως να είναι υπερβολικό να θεωρηθεί ως νέος ψυχρός πόλεμος, ο ολοένα και βαθύτερος ανταγωνισμός μεταξύ Κίνας και της Δύσης. Αναμφισβήτητα όμως η αμοιβαία δυσπιστία Κίνας-Δύσης βαθαίνει, στρατιωτικοποιείται και ενέχει θερμούς κινδύνους.
Η εξωτερική πολιτική του Τραμπ είχε επικεντρωθεί στον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει η Κίνα και προφανώς σε μία υποθετική δεύτερη θητεία του δεν θα είχε γίνει ο πόλεμος στην Ουκρανία με τις καταστροφικές του συνέπειες και με τις παράπλευρες οικονομικές επιπτώσεις για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Οι ιέρακες του Πενταγώνου έθεσαν σαν πρώτο στόχο τη Ρωσία, ωθώντας την στην αγκαλιά του Πεκίνου και καθιστώντας πιο δύσκολη την αντιμετώπισή του “Δράκου”.
Στην περιοδεία του πάντως στην Ασία, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν φρόντισε να δείξει ότι η Κίνα είναι ο πρώτος και μεγάλος αντίπαλος και η πραγματική προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πλειονότητα των αναλυτών θεωρεί ότι το κύριο πεδίο γεωπολιτικής, γεωστρατηγικής και οικονομικής σύγκρουσης θα είναι ο Ινδο-Ειρηνικός, υποδηλώνοντας το αυξανόμενο ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον να ενισχύσει την αντι-κινεζική συμμαχία της στην περιοχή.
Ουκρανία και Ταιβάν: Βίοι παράλληλοι;
Η ουκρανική κρίση ασφαλώς και δημιουργεί συνειρμούς στο μυαλό του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ που αφορούν την επιθυμία του να ανακαταλάβει την Ταϊβάν, το αυτοδιοικούμενο νησί που αποσχίστηκε από την ηπειρωτική χώρα, μετά τον εμφύλιο πόλεμο της Κίνας το 1945-49.
Φυσικά, οι συγκρίσεις ανάμεσα στην Ουκρανία και την Ταϊβάν είναι ανεδαφικές: Υπάρχουν πάρα πολλές διαφορές μεταξύ τους, καθώς πρόκειται για δύο πολύ διαφορετικά γεωγραφικά πεδία.
Οι απροσδόκητα άμεσες και σκληρές κυρώσεις, ως απάντηση της Δύσης στη ρωσική εισβολή, σίγουρα προβληματίζουν τον Κινέζο πρόεδρο. Το ζητούμενο για τον Σι Τζινπίνγκ είναι τι είδους οικονομικά αντίποινα θα μπορούσε να περιμένει στο ενδεχόμενο επίθεσης στην Ταϊβάν και από αυτή την άποψη η Ουκρανία προσφέρει κάποιες απαντήσεις. Με 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια, η οικονομία της Ρωσίας είναι λιγότερο από το ένα δέκατο του μεγέθους της οικονομίας της Κίνας.
Εάν τα δυτικά έθνη δεν μπορούν να αντέξουν τη αμφίδρομη επίπτωση των οικονομικών μέτρων για το Κρεμλίνο, τότε πώς θα αντέξουν τις συνέπειες των κυρώσεων στο κορυφαίο εξαγωγικό και εμπορικό έθνος του κόσμου; Υπάρχει βέβαια μία ειδοποιός διαφορά, που είναι η ενεργειακή εξάρτηση της Δύσης από τη Ρωσία, αλλά να σημειωθεί ότι οι μισές από τις γερμανικές εισαγωγές μαγνησίου και το 45% των εισαγωγών σπάνιων γαιών προέρχονται από την Κίνα, όπως δείχνει νέα μελέτη του Ινστιτούτου Ifo.
Τα μέταλλα χρησιμοποιούνται σε σημαντικές τεχνολογίες μέλλοντος όπως κυψέλες καυσίμου, ηλεκτροκινητήρες, ανεμογεννήτριες, ψηφιακή τεχνολογία και ρομπότ. Οι Κινέζοι γνωρίζουν ότι, εάν και όταν είναι έτοιμοι να καταλάβουν την Ταϊβάν, θα λάβουν παρόμοια απάντηση σε αυτή που λαμβάνει η Ρωσία για την Ουκρανία.
Το ιστορικό υπόβαθρο
Το όνομα “Ταϊβάν” άρχισε να ακούγεται εντονότερα στα ιστορικά αρχεία κατά τον 17ο αιώνα, ως ολλανδική αποικία. Το 1661, οι Ολλανδοί παρέδωσαν τη διοίκησή της στην κινεζική δυναστεία των Τσινγκ και, με τον τρόπο αυτό, η Ταϊβάν παρέμεινε στον έλεγχο της Κίνας, μέχρι το 1949. Την περίοδο αυτή, διαδραματίζεται ο κινέζικος εμφύλιος πόλεμος με τα στρατεύματα του Τσανγκ Κάι Σεκ να ηττώνται από τις δυνάμεις του Μάο Τσε Τουνγκ, με αποτέλεσμα δύο εκατομμύρια στρατιώτες και πρόσφυγες να καταφεύγουν στην Ταϊβάν, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας απέκτησε τον έλεγχο της ηπειρωτικής χώρας. Αμφότερα τα μέρη ισχυρίζονται ότι είναι ο μοναδικός νόμιμος εκπρόσωπος της Κίνας.
Υπό την διοίκηση του Τσανγκ Κάι Σεκ, η “Δημοκρατία της Κίνας”, έχοντας την υποστήριξη των ΗΠΑ, διατηρεί την έδρα του εκπροσώπου της Κίνας στον ΟΗΕ, εις βάρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που έχει αποκλειστεί από τον διεθνή οργανισμό. Όμως, το 1971, το ψήφισμα 2758 του ΟΗΕ παραχωρεί την έδρα στο Πεκίνο και εκδιώκει τους εκπροσώπους του Τσανγκ Κάι Σεκ. Η ανάδυση της Κίνας πολιτικά και οικονομικά δε θα μπορούσε να αγνοηθεί επ’ αόριστον από τον δυτικό κόσμο. Ως συνέπεια, η Ταϊβάν δέχεται ένα κύμα διακοπής διπλωματικών σχέσεων από μία σειρά χωρών. Ακόμη και η Ουάσιγκτον θέτει τέλος στις σχέσεις της με την Ταϊπέι, προκειμένου να αναγνωρίσει το Πεκίνο, την 1η Ιανουαρίου του 1979.
Μεγάλο μέρος των 23 εκατομμυρίων κατοίκων βλέπει το νησί τους ως κυρίαρχο κράτος, ενώ ένα τμήμα του πληθυσμού επιζητά τη διακήρυξη πλήρους ανεξαρτησίας. Παράλληλα, οι κοινωνικές αναταραχές στο Χονγκ Κονγκ κατά της αυξημένης επιρροής της Κίνας, η επιρροή της οποίας διευρύνθηκε με τον καινούργιο νόμο Εθνικής Ασφάλειας, έχουν αρχίσει και ανησυχούν την Ταϊβάν, καθώς θεωρεί πως μετά το Χονγκ Κονγκ, αποτελεί τον επόμενο στόχο της Κίνας. Να σημειωθεί ότι η Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν ως μια περιφέρειά της, η οποία έχει αποσχιστεί από την υπόλοιπη χώρα και διεκδικεί την επανένωση της.
Στο γεωστρατηγικό πεδίο, η γεωγραφική της θέση, αποτελώντας έναν κρίκο της νησιωτικής αλυσίδας που εκτείνεται από την Ιαπωνία ως την Ινδονησία, φράζει στον κινεζικό στόλο την πρόσβαση προς τον Δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό. Επιπλέον, τα χυτήρια του νησιού παράγουν το μεγαλύτερο μέρος των ημιαγωγών τελευταίας γενιάς, εξαρτήματα απαραίτητα για την παγκόσμια ψηφιακή οικονομία (έξυπνα τηλέφωνα, αντικείμενα με διαδικτυακή σύνδεση, τεχνητή νοημοσύνη). Η Ουάσιγκτον επιθυμεί αυτό το παραγωγικό δυναμικό να παραμείνει στην επιρροή της.
Κλίμα για “ειδική στρατιωτική επιχείρηση”
Το Πεκίνο δεν αποκλείει τη χρήση βίας για να αποκτήσει τον έλεγχο της Ταϊβάν και αυτό έχει προκαλέσει εντάσεις με τις ΗΠΑ Η αυξανόμενη στρατιωτική πίεση της Κίνας απέναντι στους γείτονές της, και ιδίως στην Ταϊβάν προκαλεί ανησυχίες. Κινεζικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν τα σχέδια του Πεκίνου για πραγματοποίηση ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης στην Ταϊβάν. Η κινεζική κρατική εφημερίδα Global Times ανέφερε, ότι ο κινεζικός στρατός έλαβε το δικαίωμα να διεξάγει «ειδικές επιχειρήσεις για την αποτροπή απειλών, την διατήρηση της ειρήνης και την προστασία της κυριαρχίας».
Σύμφωνα με τον Αντουάν Μποντάζ, ερευνητή του Ιδρύματος για την Στρατηγική Έρευνα, κατά τη διάρκεια του 2020 καταγράφηκαν 380 παραβιάσεις της Ζώνης Αναγνώρισης Αεράμυνας της Ταϊβάν από την κινεζική αεροπορία. Η συχνότητα αυτών των πτήσεων αυξήθηκε ακόμα περισσότερο το 2022. Αναλυτές προβαίνουν σε επιχειρησιακές εκτιμήσεις στο ενδεχόμενο σύρραξης, προβαίνοντας σε συγκρίσεις με τα πολεμικά γεγονότα στην Ουκρανία. Ο Τίμοθι Χιθ, ανώτερος ερευνητής διεθνούς άμυνας στo think tank RAND Corporation δήλωσε ότι το χτύπημα στο Moskva υπογραμμίζει, τόσο στην Κίνα, όσο και στις ΗΠΑ «την ευπάθεια των πλοίων επιφάνειας» σε οποιαδήποτε πιθανή στρατιωτική σύγκρουση.
Ο Χιθ δήλωσε ότι σε ένα τέτοιο σενάριο το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ θα ήθελε να κρατήσει τα πλοία επιφανείας του πολύ μακριά από την εμβέλεια των αντιπλοϊκών πυραύλων που έχει συγκεντρώσει το Πεκίνο στην κινεζική ενδοχώρα. Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, γνωρίζει ότι η Ταϊβάν είχε αποκτήσει φθηνούς πυραύλους κατά πλοίων, παρόμοιους με εκείνους που η Ουκρανία ισχυρίζεται ότι έπληξαν το Moskva, είπαν ο Χιθ και άλλοι αναλυτές. Εξαιτίας αυτού, «οποιαδήποτε πιθανή εισβολή στην Ταϊβάν παραμένει μια εξαιρετικά υψηλού κινδύνου αποστολή», δήλωσε ο Χιθ.
Είναι βέβαιο ότι μετά τον τερματισμό των συγκρούσεων στην Ουκρανία, η Ουάσιγκτον θα επικεντρωθεί στον Ινδο-Ειρηνικό που είναι ένα πεδίο διενέξεων που θα απασχολεί τη διεθνή κοινότητα τα επόμενα χρόνια. Μία έκθεση που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2021, από την αμερικανική δεξαμενή σκέψης Council for Foreign Relations ανέφερε ότι η Ταϊβάν έχει αρχίσει να «μετατρέπεται στο πλέον εκρηκτικό σημείο του κόσμου, που μπορεί να οδηγήσει σε έναν πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, και πιθανόν και άλλων μειζόνων δυνάμεων». Την ίδια στιγμή, ο ναύαρχος Φίλιπ Ντάβιντσον, διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων του Ινδο-Ειρηνικού, δήλωνε σε μια ακρόασή του από τη Γερουσία ότι «κατά τη διάρκεια της παρούσας δεκαετίας» θα μπορούσε να συμβεί μια σύγκρουση στα στενά της Φορμόζας…