Μέχρι που θα φτάσει η Δύση για να αποτρέψει την απώλεια της ηγεμονίας της;
18/10/2024«Βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής στην ιστορία όπου τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία και πρέπει να έχουμε τον έλεγχο», Τζο Μπάιντεν. Η επέκταση του ΝΑΤΟ, η ένταξη Γεωργίας και Ουκρανίας και μετατροπή της δεύτερης σε δύναμη κρούσης κατά της Ρωσίας, θα συνιστούσε μια απότομη ποιοτική μεταβολή του συσχετισμού δύναμης. Συνεπώς η Ρωσία είτε θα “κατάπινε” τη μεταβολή αυτή λόγω αδυναμίας, είτε θα αντιδρούσε με σφοδρότητα επικαλούμενη ζητήματα ασφάλειας.
Η κίνηση των ΗΠΑ ήταν win-win. Εάν η Ουκρανία εντασσόταν στο ΝΑΤΟ, η Ρωσία θα έχανε, η Ευρώπη δεν θα κέρδιζε, αλλά θα κέρδιζαν οι ΗΠΑ. Εάν η Ρωσία αντιδρούσε όπως αντέδρασε, οι ΗΠΑ πάλι κερδίζουν, η Ευρώπη χάνει, και χάνει πολύ, για τη δε Ρωσία δεν μπορεί ακόμη να εκτιμηθεί το ισοζύγιο ζημίας-κέρδους.
Η διάρρηξη των σχέσεων Ρωσίας-Ευρώπης έχει μεγαλύτερη γεωπολιτική βαρύτητα από τον ίδιο τον πόλεμο και το εδαφικό μέλλον της Ουκρανίας. Συνιστά μια σημαντική μεταβολή στο παγκόσμιο σύστημα. Αυτή η διάρρηξη ήταν ο πρώτιστος στόχος της αμερικανικής κίνησης. Η διατήρηση του νέου “κεκτημένου” αποτελεί και το μεγαλύτερο εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια ειρήνευσης. Για τις ΗΠΑ θα ήταν χαμένος κόπος όσα προηγήθηκαν αν μια επίλυση της κρίσης άνοιγε το δρόμο για άρση των ευρωπαϊκών κυρώσεων. Για τη Ρωσία δεν σημαίνει πολλά μια επίλυση που δεν αίρει τις δυτικές κυρώσεις.
Το αμερικανικό “γκαμπί” στην Ουκρανία είχε πολλαπλούς στόχους. Δεν είναι μόνο το πλήγμα για τη Ρωσία με την αποβολή της από το δυτικό οικονομικό σύστημα – ούτε η ναζιστική Γερμανία δεν είχε απομονωθεί τόσο. Τελεσφόρησε η επί πολλά έτη ατελέσφορη αμερικανική πίεση για διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας. Επιτυγχάνεται η επί πολλά έτη προσπάθεια των ΗΠΑ για ενίσχυση της φιλοαμερικανικής Νέας Ευρώπης, και ιδιαίτερα της Πολωνίας που απολαμβάνει ήδη αναβαθμισμένο στάτους δίπλα στις γνωστές μεγάλες δυνάμεις της ΕΕ. Οι ΗΠΑ ενισχύουν τη θέση τους σε βάρος της Ευρώπης, στα διεθνή ενεργειακά συντελούνται ευνοϊκές μεταβολές, η αμερικανική οικονομία συνολικά αποκομίζει κέρδη.
Απώτερος στόχος η Κίνα
Ωστόσο, υπήρχε εξαρχής και ένας άλλος στόχος που αποτελεί το βάθος αν όχι την κύρια στρατηγικά στόχευση: Τη συστράτευση της Ευρώπης στην αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Κίνα. Τις πρώτες εβδομάδες μετά τη ρωσική εισβολή πήρε μεγάλη έκταση στις δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων η κατηγορία υποστήριξης της Κίνας στη Ρωσία, ενώ δεν άργησαν οι εντάσεις γύρω από την Ταιβάν. Κάπως απότομα, οι ευρωπαίοι “έπρεπε” να πάρουν θέση για την Κίνα. Σε πλήρη διάρρηξη σχέσεων με τη Ρωσία, πιο αδύναμη διαπραγματευτικά απέναντι στις ΗΠΑ, η Ευρώπη άρχισε να συμμορφώνεται. Συνεπώς, και ο δεύτερος στόχος του αμερικανικού “γκαμπί” φαίνεται να οδεύει προς επίτευξη.
Η πρώτη που πήρε στροφή απέναντι στην Κίνα ήταν η Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον παρά τις σημαντικές σχέσεις με Κίνα. Είχε προηγηθεί η αμυντική συμφωνία AUKUS ανάμεσα σε ΗΠΑ, Βρετανία και Αυστραλία για την περιοχή του Ειρηνικού, που πετούσε εκτός τη Γαλλία, τον καιρό ακόμη που η Ευρώπη ήταν “αφελής” κατά το κυρίαρχο πλέον αφήγημα.
Δυο έννοιες χαρακτηρίζουν τη μετάβαση που διανύουμε: Συστράτευση και εμπλοκή. Συστράτευση της Δύσης για εμπλοκή με την Κίνα. Στο μυαλό των επιτελών της πλειοψηφίας του αμερικανικού κατεστημένου η εμπλοκή, που ξεκίνησε επί Ομπάμα, είναι η μόνη ρεαλιστική επιλογή να ανακοπεί η ανοδική πορεία της Κίνας όσο ακόμη οι ΗΠΑ παραμένουν ισχυρότερη δύναμη. Η Κίνα κατά την Ουάσιγκτον “είναι ο μόνος ανταγωνιστής με την πρόθεση να ανασχηματίσει τη διεθνή τάξη και την αυξανόμενη ικανότητα να το πετύχει”, ενώ η ίδια η Κίνα ρητά διεκδικεί “να βρεθεί στο κέντρο του κόσμου”. Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ διαθέτουν μικρότερη δυνατότητα από το παρελθόν να υποστηρίξουν μόνες τους την ηγεμονία της Δύσης και η συστράτευση προ μεγαλύτερης εμπλοκής αποτελεί λογική επιδίωξη.
Η πολιτική Τραμπ συμπίπτει στην ανάγκη εμπλοκής, αν και με διαφορετικά χαρακτηριστικά, δεν είναι τόσο ένθερμη στη συστράτευση της Ευρώπης, ούτε η σύγκρουση με την Κίνα προϋποθέτει τη σύγκρουση με τη Ρωσία. Εντός των ΗΠΑ αμφισβητείται η σοφία πολιτικών που ωθούν τη Ρωσία στην αγκαλιά της Κίνας μετά από μισό αιώνα καλλιέργειας σινορωσικών αντιθέσεων με τον ακριβώς αντίθετο σκοπό, ενώ η στρατηγική της διπλής ανάσχεσης Κίνας-Ρωσίας δείχνει υπερφίαλη.
Η πιο κομβική δυναμική των τρεχουσών παγκόσμιων εξελίξεων είναι ο εντεινόμενος ανταγωνισμός ΗΠΑ και Κίνας. Με αυτή σχετίζονται πολλές εξελίξεις, πρώτα απ’ όλα στον Ινδοειρηνικό, όπου μετατοπίζεται το κέντρο παγκόσμιας ισχύος. Η σύγκρουση αυτή είναι και η μόνη “σταθερά”. Σχεδόν όλα τα άλλα μπορούν να μεταβληθούν. Οι συστρατεύσεις, τα στρατόπεδα, συμμαχίες θα περάσουν από μεταβολές και μεταπηδήσεις. Ακόμη και για τη Ρωσία, η πιθανότητα να μην βρίσκεται μελλοντικά στο ίδιο στρατόπεδο με την Κίνα είναι μεγαλύτερη απ’ όσο φαντάζει.
Μετατόπιση ισχύος από την Δύση
Η σημαντικότερη γεωπολιτική μεταβολή των τελευταίων δεκαετιών είναι η μετατόπιση ισχύος προς την Ανατολή και την Ημιπεριφέρεια. Η απογείωση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οδήγησε σε δύο αντιφατικά αποτελέσματα. Από τη μια γιγάντωσε τα μεγέθη, τη συγκεντροποίηση και ολιγοπωλιακή ισχύ υπερεθνικών επιχειρήσεων που είναι άρρηκτα δεμένες με τη Δύση. Από την άλλη ανέδειξε νέες, ενδιάμεσες και παγκόσμιες, ισχυρές δυνάμεις.
Η Κίνα και αργότερα η Ινδία, εκμεταλλεύτηκαν την ειδίκευση στην παραγωγή χαμηλού εργατικού κόστους για δυτικές πολυεθνικές στην ανάπτυξη δικών τους ανταγωνιστικών βιομηχανιών και προϊόντων με σημαντικά μερίδια στην παγκόσμια αγορά. Επιπλέον, η δυτική επιμονή στο Washington Consensus έχει καταστήσει τον επεκτεινόμενες πιστώσεις της Κίνας σε τρίτες χώρες φιλικότερες από το δανεισμό δυτικών οργανισμών και τραπεζών. Η παγκοσμιοποίηση έχει αρχίσει να ωφελεί τους νέους οικονομικούς και γεωπολιτικούς ανταγωνιστές της Δύσης περισσότερο από την ίδια. Συνεπώς, επιβάλλεται αλλαγή πορείας.
Η εμπλοκή των ΗΠΑ με την Κίνα μετά την κρίση του 2008 συνδυάζεται με όλο και ισχυρότερες τάσεις αποπαγκοσμιοποίησης. Η συρρίκνωση διεθνών αλυσίδων αξίας και δικτύων παραγωγής, η διαμόρφωση περιφερειακών μπλοκ, η ανάπτυξη προστατευτισμών, ο επαναπατρισμός δραστηριοτήτων ή ανακατεύθυνση σε φίλιες οικονομίες, οι ευρείς τεχνολογικοί αποκλεισμοί, η εχθρική ρύθμιση εισαγωγών-εξαγωγών από την ενέργεια και σπάνιες γαίες μέχρι τις κάρτες γραφικών του υπολογιστή, η τάση για πολεμικές οικονομίες (η Ρωσία πρωτοπορεί), και τέλος η οπλοποίηση (weaponization) των οικονομικών κυρώσεων από έκτακτο μέτρο σε συστηματική πολιτική: όλα αυτά διαμορφώνουν ένα ριζικά μεταβατικό τοπίο. Κανείς δεν γνωρίζει την κατάληξη της μεγάλης εικόνας σε μια δεκαετία, αλλά θα είναι πολύ διαφορετική.
Τάσεις αποπαγκοσμιοποίησης
Με εξαίρεση κάποια εξομάλυνση των σχέσεων με Ευρώπη, η διοίκηση Μπάιντεν συνέχισε τις πολιτικές Τραμπ ενίσχυσης μιας προστατευτικής βιομηχανικής πολιτικής και δαπανά για τον επαναπατρισμό και προσέλκυση επιχειρήσεων. Από το 2014 το Reshore UK στη Βρετανία αφορά τομείς αιχμής. Το ίδιο και το Made in China 2025. Τελευταία και καταϊδρωμένη η ΕΕ έχει να επιδείξει μόνο το EU Chip Act.
Τάσεις αποπαγκοσμιοποίησης δεν σημαίνει ακύρωση της παγκοσμιοποίησης. Σχηματικά, ενώ στη χρυσή εποχή της παγκοσμιοποίησης για κάθε 1% παγκόσμιας μεγέθυνσης είχαμε 2% αύξηση του παγκόσμιου διακρατικού εμπορίου, σήμερα έχουμε 1%.
Από την πετρελαϊκή κρίση του 1973, ο παγκόσμιος καπιταλισμός ταλαιπωρείται από διεθνείς υφέσεις κάθε οκτώ έως δέκα έτη, με επίκεντρο τη ανεπτυγμένη Δύση, που ως σύνολο ανέκαμψε λιγότερο από κάθε άλλη φορά μετά την ύφεση του 2008. Η προσφυγή στην υπερχρέωση και στην άυλη, παρασιτική νέα οικονομία ως αντι-υφεσιακό φάρμακο έχει μετατραπεί σε δομικό εθισμό του παγκόσμιου συστήματος, που είναι πολλαπλάσια υπερχρεωμένο και “φουσκωμέν” συγκριτικά με το 2008. Η τάση αποπαγκοσμιοποίησης και οι αντιπληθωριστικές πολιτικές δυτικών κεντρικών τραπεζών εγκυμονούν όξυνση του προβλήματος και ένα ακόμη μεγαλύτερο πάταγο στην επόμενη ύφεση.
Οι BRICS δεν αποτελούν γεωπολιτικό πόλο. Συνιστούν ένα συνεργατικό σχήμα για το πέρασμα σε ένα πολυπολικό κόσμο. Η Ινδία, για παράδειγμα, εκμεταλλεύεται και κερδίζει από την τρέχουσα σύγκρουση ΗΠΑ-Ρωσίας, κερδίζει από τη σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας, βρίσκεται σε ανταγωνισμό με την Κίνα (που εκμεταλλεύεται η Ρωσία από τον καιρό της Σοβιετικής Ένωσης), αλλά είναι ιδρυτικός πυλώνας των BRICS γιατί τη συμφέρει ένας πολυπολικός κόσμος.
Το υπάρχον δυτικό “εποικοδόμημα” που κυριαρχεί στον πλανήτη, δεν ανταποκρίνεται στη νέα οικονομική και γεωπολιτική πραγματικότητα της μετατόπισης ισχύος προς την Ανατολή και την Ημιπεριφέρεια, όπου διεκδικούνται αναβαθμισμένοι περιφερειακοί και παγκόσμιοι ρόλοι. Όπως το ισχυρό δολάριο είναι μέτρο της αμερικανικής ισχύος, η οικοδόμηση υπερεθνικών θεσμών και εργαλείων από τις BRICS είναι το μέτρο της ενότητάς τους που θα δοκιμαστεί πολλαπλά από τις περιπλοκές της μετάβασης. Όσο αμφίβολη είναι η στρατηγική των ΗΠΑ με τη συστράτευση της Δύσης άλλο τόσο είναι άδηλο των μέλλον των BRICS.
Πολυπολική αταξία
Δεν μεταβαίνουμε από έναν μονοπολικό κόσμο σε ένα διπολικό κόσμο ανάμεσα στη Δύση και τους BRICS, αλλά σε ένα πολυπολικό κόσμο. Και δεν μεταβαίνουμε από μια μονοπολική τάξη σε μια πολυπολική τάξη αλλά σε μια πολυπολική αταξία. Και σε αχαρτογράφητα νερά. Σημαντική είναι και η μετατόπιση ισχύος προς την Ημιπεριφέρεια. Μια σειρά ενδιάμεσες χώρες έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία, οικονομική και γεωπολιτική ισχύ. Οι “αυτόνομοι” ενδιάμεσοι παίκτες έχουν πολλαπλασιαστεί στο σύγχρονο κόσμο συγκριτικά με λίγες δεκαετίες παλιότερα, κάτι που δεν αποτυπώνεται μόνο στη συγκριτική εξέλιξη του ΑΕΠ. Εκμεταλλεύονται τις μεγάλες συγκρούσεις και “χετζάρουν” ανάμεσα στις αντιθέσεις των ισχυρών αναβαθμίζοντας τη θέση τους, και αυτό με τη σειρά του ενισχύει την κίνηση προς την πολυπολικότητα. Χώρες του Κόλπου, Ιράν, Ισραήλ, Τουρκία, Μεξικό, Βραζιλία, Νότια Αφρική, Νιγηρία κλπ.
Η δήλωση Μπάιντεν στην αρχή του κειμένου είναι απόλυτα σωστή στη διαπίστωση και ειλικρινής στις προθέσεις. Βρισκόμαστε στο τέλος του μεταπολεμικού κόσμου. Μετά από ογδόντα χρόνια συντελείται ένα νέο ξαναμοίρασμα του κόσμου. Έχουμε για αυτό το λόγο εισέλθει σε μια μακρόχρονη περίοδο κρίσεων, συγκρούσεων και πολέμων.
Ο πλανήτης διανύει την πιο ασταθή και επικίνδυνη περίοδο από τον Ψυχρό Πόλεμο. Ένας πόλεμος ανάμεσα σε Κίνα και ΗΠΑ ή ανάμεσα σε Ρωσία και ΝΑΤΟ δεν ανήκει πλέον στη σφαίρα του αδιανόητου, όπως και η χρήση πυρηνικών. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Η αποσιώπηση αυτής της ζοφερής απειλής στο αφήγημα της Δύσης που είναι λαλίστατη μόνον για τον πόλεμο στην Ουκρανία, αποτελεί τεκμήριο ενοχής.
Το ξαναμοίρασμα του κόσμου
Σε αντίθεση με τους δυο παγκόσμιους πολέμους του εικοστού αιώνα εμπρηστές της έντασης και του πολέμου δεν είναι όσοι επιδιώκουν το ξαναμοίρασμα, αλλά όσοι ανθίστανται γιατί θα χάσουν την ηγεμονική τους θέση: H Δύση. Για την ακρίβεια είναι οι ΗΠΑ γιατί “τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία και πρέπει να έχουμε τον έλεγχο”, ενώ Ευρώπη και Δύση συντάσσονται. Το αφήγημα σύγκρουσης της δημοκρατικής Δύσης με την αυταρχική Ανατολή, πέραν του ότι δεν συγκινεί τον παγκόσμιο Νότο και ευρύτερα ακροατήρια, αδυνατεί να ερμηνεύσει όσα συμβαίνουν.
Δεν πρόκειται για νέο Ψυχρό Πόλεμο γιατί η σημερινή αντιπαράθεση χαρακτηρίζεται ίσα-ίσα από την εμπλοκή και τάση για θερμότερες αναμετρήσεις. Η σύγκρουση Σοβιετικής Ένωσης-ΗΠΑ στο παρελθόν διακρινόταν από περιοχές σύγκρουσης, περιοχές “ανταγωνισμού με συνεννόηση” και περιοχές μονομερούς κυριαρχίας. Η μεγάλη διαφορά σήμερα είναι ότι αμφισβητούνται από τη μια πλευρά ο πυρήνας της αμερικανικής και δυτικής ηγεμονίας στον υπόλοιπο πλανήτη και από την άλλη ο πυρήνας της ασφάλειας των αμφισβητιών. Οι τρέχουσες εξελίξεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή διαψεύδουν την αυταπάτη πως τα πράγματα θα συγκρατούνται στο διηνεκές στα όρια μεσαίων πολέμων δι’ αντιπροσώπων.
Η αυτοκτονική πολιτικής της Ευρώπης στην ουκρανική κρίση σχετίζεται με την εξάρτηση των συμφερόντων των ευρωπαϊκών ελίτ από την αμερικανική ηγεμονία και συλλογική ισχύ της Δύσης στον υπόλοιπο πλανήτη. Σχηματικά, το μερίδιο ΕΕ συν Βρετανίας στο παγκόσμιο ΑΕΠ έχει υποχωρήσει από το 25% στο 15% τα προηγούμενα τριάντα χρόνια. Καλύτερη επίδοση από την Ιαπωνία, αλλά χειρότερη από την υποχώρηση των ΗΠΑ που ενίοτε μετακυλούν μέρος της κρίσης τους στη “φίλη” Ευρώπη.
Ο Γιώργος Τσίπρας είναι πρώην βουλευτής και πρώην Γενικός Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του υπουργείου Εξωτερικών.