Μπορεί να παγώσει τον πόλεμο στην Ουκρανία ο “στρατηγός χειμώνας”;
15/11/2022Πυκνώνουν οι ενδείξεις ότι οι δυο ουσιαστικοί εμπόλεμοι στην Ουκρανία, Ρώσοι και Αμερικανοί, πλησιάζουν στο “σημείο ισορροπίας”, αυτό δηλαδή όπου αμφότεροι αρχίζουν να θεωρούν ότι είναι προς το συμφέρον τους να αναζητήσουν διέξοδο απεμπλοκής από την πολεμική σύγκρουση. Οι Ρώσοι αδυνατούν να πετύχουν τους αντικειμενικούς σκοπούς που επεδίωκαν στην αρχή της εισβολής, οι δε Αμερικανοί, παρότι δεν καταβάλουν αίμα επί του πεδίου, διαπιστώνουν ότι η στάση τους αρχίζει να συσσωρεύει κόστος, το οποίο και επιθυμούν να περιορίσουν.
Όπως συμβαίνει σε κάθε πολεμική σύγκρουση, το προαναφερθέν σημείο ισορροπίας είναι η απαρχή της προσπάθειας εξεύρεσης διεξόδου από τη σύγκρουση. Αυτό βέβαια απέχει πολύ από την τελική απεμπλοκή, η οποία μπορεί να λάβει από τη μορφή μιας ψυχρής ειρήνης, δηλαδή μιας ανακωχής όπως αυτή που τερμάτισε τις εχθροπραξίες και τελικά τον πόλεμο στην κορεατική χερσόνησο (1950-53), μέχρι την υπογραφή από τους εμπολέμους μιας ειρηνευτικής συνθήκης.
Να συνυπολογιστεί εδώ ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι, Ρώσοι, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, απέχουν από το να παρουσιάζουν στο εσωτερικό των ηγεσιών τους ενιαία γραμμή. Δηλαδή δεν επιθυμούν όλοι την απεμπλοκή. Ιδιαίτερα διχασμένη είναι η Δύση. Πρακτικά, λοιπόν, αυτό σημαίνει, ότι οι συγκλίνοντες θα προσπαθήσουν να συντονιστούν. Τα όψιμα δηλαδή “περιστέρια” όλων των πλευρών, έχουν κίνητρο να απομονώσουν τα “γεράκια” τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο γήπεδο του αντιπάλου.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, εάν υποτεθεί ότι οι διερευνητικές συνομιλίες θα τελεσφορήσουν κάποια στιγμή, οι πιθανότητες είναι σαφώς μεγαλύτερες υπέρ της ανακωχής τύπου Κορέας. Αυτό που θα κριθεί είναι ποια εδάφη θα διατηρήσει η Ρωσία. Ασχέτως της ρητορικής της ουκρανικής ηγεσίας, η οικονομική και εξοπλιστική εξάρτηση της Ουκρανίας από τη Δύση, κυρίως από τις ΗΠΑ, δεν δίνει πολλά περιθώρια βιωσιμότητας.
Αντιθέτως, η ανακωχή τύπου Κορέας προσφέρει την πιο λογική διέξοδο, εάν τελικά υπάρξει συμφωνία. Η ουκρανική ηγεσία δεν πρόκειται να συνυπογράψει την παραχώρηση εδαφών, καθιστάμενη ανακόλουθη απέναντι στις διακηρύξεις περί μη τερματισμού της σύγκρουσης προτού «ανακαταληφθούν όλα τα ουκρανικά εδάφη, της Κριμαίας συμπεριλαμβανομένης». Θα υπογράψει τη διακοπή των στρατιωτικών επιχειρήσεων, διατηρώντας τυπικά τις στρατηγικές επιδιώξεις της.
Επανεξέταση της κατάστασης
Το κύριο μέρος των ρωσικών κερδών θα επικεντρωθεί στην από βορρά στρατιωτική κάλυψη-προστασία της Κριμαίας και στη διατήρηση των εδαφών στο Ντονμπάς (Ντονιέτσκ και Λουχάνσκ), όπου οι πληθυσμοί ρωσικής συνείδησης ήταν και είναι συντριπτική πλειοψηφία. Η Ουκρανία θα πιστωθεί τη γενναία αντίσταση και την αντεπίθεση που άλλαξε επί του πεδίου τις αντιλήψεις περί του τι μπορεί κάθε πλευρά ρεαλιστικά να επιδιώκει. Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα στην ηγεσία του Κιέβου να επιβιώσει της αναδίπλωσης από τους διακηρυγμένους στόχους, ενώ τα επιχειρήματα για το τι θα αποφευχθεί με τη διακοπή των επιχειρήσεων θα είναι αυταπόδεικτα.
Οι εξελίξεις υποδεικνύουν ότι οι δυο πλευρές επανεξετάζουν τη στάση τους. Και μόνο το ότι συζητούν, αποδεικνύει την υπό προϋποθέσεις διάθεσή τους για έναν συμβιβασμό. Το δριμύ ψύχος και οι ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του χειμώνα στην περιοχή, δίνει ευκαιρία περιορισμού της στρατιωτικής δράσης, η οποία με τη σειρά της δίνει ευκαιρία στη διπλωματία, εάν έχει αρχίσει να διαφαίνεται εκατέρωθεν ενδιαφέρον απεμπλοκής.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο ρόλος της ρωσικής υπηρεσίας κατασκοπείας εξωτερικού (SVR), καθώς μετά το κατσάδιασμα του επικεφαλής της από τον Πούτιν στην αρχική φάση του δράματος, επειδή έδειχνε να διαφοροποιείται από την εσωτερική ασφάλεια-αντικατασκοπεία (FSB) και τη στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών (GRU), δικαιώνεται στις φερόμενες ως εκτιμήσεις της. Τυπικά, βέβαια, η αντίστοιχη της CIA ρωσική υπηρεσία, είναι η SVR. Η συνάντηση βέβαια του Γουίλιαμ Μπερνς και του Σεργκέι Ναρίσκιν στην Τουρκία, επισημάνθηκε από τους ειδικούς στη ρωσική κοινότητα πληροφοριών και για την πιθανή εσωτερική ρωσική της διάσταση.
Ο υπογράφων έχει υποστηρίξει ότι και στο παρελθόν η Μόσχα είχε στείλει σήματα στην πλευρά της Δύσης. Αυτά, όμως, ερμηνεύθηκαν ως αδυναμία στις δυτικές πρωτεύουσες, κυρίως στην Ουάσιγκτον, με αποτέλεσμα την κλιμάκωση της στρατιωτικής προσπάθειας. Κατά συνέπεια, είναι το κόστος που διακρίνει η Δύση, το οποίο δημιουργεί, καταρχήν, κίνητρο συμβιβασμού. Ιστορικά, η Δύση επιθυμούσε να ελέγξει τον γεωπολιτικό προσανατολισμό του ρωσικού χώρου. Αυτό, επί Ψυχρού Πολέμου περνούσε μέσα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό επετεύχθη.
Οι συνέπειες της σύγκρουσης
Οι διακηρύξεις περί κυριαρχίας της οικονομίας της αγοράς εφαρμόστηκαν με τον καπιταλισμό να κυριαρχεί. Όσο υπήρχε δυτική επιρροή, οι ελίτ που διαμορφώθηκαν ήλεγχαν την κατάσταση. Η άνοδος στην εξουσία του Βλαντίμιρ Πούτιν άλλαξε τα δεδομένα από την οπτική γωνία των γεωπολιτικών ισορροπιών. Σταδιακά διαμορφώθηκαν οι συγκρουσιακές συνθήκες που οδήγησαν στον πόλεμο της Ουκρανίας. Σε αυτή την πορεία, η χειραγώγηση και αξιοποίηση των εθνικισμών, δηλαδή η ενίσχυση των εθνικών ταυτοτήτων έπαιξε καθοριστικό ρόλο.
Η ρωσική ηγεσία δείχνει σήμερα να ανησυχεί για τις εσωτερικές συνέπειες του ισχυρού πλήγματος που δέχθηκε η χώρα στην εικόνα της ως υπερδύναμης και επιθυμεί να δημιουργήσει συνθήκες που θα οδηγήσουν σε απεμπλοκή, έχοντας όμως κάποιο χειροπιαστό κέρδος να δείξει στο εσωτερικό για να δικαιολογήσει την πολεμική περιπέτεια. Αυτό θα της επιτρέψει να ασχοληθεί με την οργανωμένη αποκατάσταση της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος, κυρίως όμως με την συνοχή και ενίσχυση του καθεστώτος.
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, έχουν στριμώξει τη Ρωσία και πλέον έχουν “μαντρώσει” την Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι, με μπροστάρηδες τους Γερμανούς, δεν λάμβαναν στα σοβαρά τις στρατιωτικές απειλές. Αυτό ενίσχυσε τον ευρωατλαντικό δεσμό και ξεκαθάρισε τα όρια της δυνατότητας αποδέσμευσης της Γηραιάς Ηπείρου από τις ΗΠΑ. Το κόστος όμως που καταβάλουν οι δυτικές κοινωνίες αναμένεται να μεγιστοποιηθεί κατά τους χειμερινούς μήνες.
Αυτή η πραγματικότητα υπονομεύει το μέχρι στιγμής χειροπιαστό αμερικανικό γεωπολιτικό κέρδος. Φιλοαμερικανικές κυβερνήσεις και δυνάμεις κινδυνεύουν με συρρίκνωση, ενώ ενισχύονται τα άκρα του πολιτικού φάσματος. Η δε αδυναμία των ΗΠΑ να επιλύσουν το ενεργειακό πρόβλημα της Ευρώπης, προκαλεί τον κίνδυνο επιτάχυνσης της υφιστάμενης δυναμικής, η οποία απειλεί να αμφισβητήσει τα γεωπολιτικά κέρδη της Ουάσιγκτον.
Από την σύγκρουση στην ψυχρή ειρήνη
Το επιχείρημα είναι ότι αυτή η κατάσταση οδηγεί σε αναδίπλωση, ενισχύοντας από αμερικανικής πλευράς το κίνητρο συμβιβαστικής εξόδου από την πολεμική σύγκρουση. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι μια ψυχρή ειρήνη που θα παγιώσει τον νέο Ψυχρό Πόλεμο θα εξυπηρετούσε τα αμερικανικά συμφέροντα. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι μια έστω άτυπη συμφωνία ότι η Ουκρανία δεν θα εισέλθει στο ΝΑΤΟ.
Αντεπιχείρημα είναι η διαχείριση από πλευράς Ουάσιγκτον των σχέσεων με σημαντικές χώρες στην περιφέρεια του διεθνούς συστήματος, οι οποίες αρνήθηκαν να συνταχθούν με τις ΗΠΑ στο Ουκρανικό. Πολλές χώρες του Κόλπου, της Ασίας, αλλά και οι πιο σημαντικές χώρες της Λατινικής Αμερικής αρνήθηκαν να αντιμετωπίσουν τη σύγκρουση με τους “ιδεολογικούς” όρους της Ευρώπης. Το ευρωατλαντικό μέτωπο είναι ένα μόνο από αυτά που θα κυριαρχήσουν στον υπό ανάδυση πολυπολικό κόσμο.
Ενδεχόμενη εμμονή των ΗΠΑ στο ή με τους Ρώσους ή με εμάς¨”, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και θα πλήξει τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα. Η συνάντηση των προέδρων ΗΠΑ-Κίνας, με εμφανή τη διάθεση αποκλιμάκωσης, δείχνει στροφή της Ουάσιγκτον προς τον πολυπολικό ορθολογισμό. Οι οικονομικές συνέπειες δεν αφήνουν άθικτες και τις ΗΠΑ, αν και για μια ακόμη φορά στην ιστορία τους πλήττονται λιγότερο συγκριτικά με την Ευρώπη. Η διαχείριση της επόμενης φάσης της παγκοσμιοποίησης που θα οδηγήσει σε περιορισμούς της απόλυτης ελευθερίας, ή της ασυδοσίας που προκλήθηκε, είναι η νέα μεγάλη πρόκληση.
Καταληκτικά, αν κάτι έχει ενδιαφέρον για το εσωτερικό ελληνικό μέτωπο, είναι το να διαπιστωθεί η στάση όσων επέλεξαν, ένθεν κακείθεν, να σηκώσουν είτε την ουκρανική, είτε τη ρωσική σημαία, σε βάρος της ψύχραιμης ρεαλιστικής αποτίμησης της κατάστασης. Μια αντιμετώπιση της κατάστασης με βάση τα συμφέροντα που διακυβεύονταν, τα οποία σε συνδυασμό με τις λανθασμένες εκτιμήσεις ή τις συνειδητές επιλογές των πρωταγωνιστών, οδήγησαν στο ξέσπασμα της σύγκρουσης. Θα αντιληφθούμε άραγε, έστω με καθυστέρηση, ότι η οπτική γωνία ανάλυσης της κατάστασης οφείλει να έχει πάντα κριτήριο το εθνικό συμφέρον;