Ο Μπάιντεν σερβίρει την καυτή πατάτα στον Τραμπ
20/11/2024Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δήλωσε ότι η χρήση βαλλιστικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς από την Ουκρανία εναντίον της Ρωσίας δεν είναι “θετική” και θα μπορούσε να εντείνει την πιθανότητα ενός πυρηνικού πολέμου. Ο Ερντογάν, εμμέσως πλην σαφώς, παίρνει θέση κατά της αμφιλεγόμενης κίνησης του απερχόμενου Μπάιντεν.
Ο Τούρκος πρόεδρος επανέλαβε επιπλέον την έκκλησή του για άμεση και διαρκή κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, τονίζοντας τη σοβαρή ανθρωπιστική κρίση στην περιοχή. «Για άλλη μια φορά, καλώ σε άμεση και διαρκή κατάπαυση του πυρός μπροστά στην ανθρωπιστική καταστροφή που εξελίσσεται στη Γάζα», δήλωσε ο Ερντογάν κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη σύνοδο κορυφής των ηγετών G20 στη Βραζιλία.
Τονίζοντας την δραματική κατάσταση, ο Ερντογάν επισήμανε ότι το 96% του πληθυσμού της Γάζας δεν έχει πρόσβαση σε καθαρό φαγητό και νερό. «Ο κίνδυνος λιμού στη Γάζα έχει φτάσει σε επίπεδα καταστροφής σύμφωνα με τις διεθνείς κλίμακες», δήλωσε. «Με την αύξηση των επιθέσεων και την έλευση του χειμώνα, οι συνθήκες για τον λαό της Γάζας χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα». Την ίδια στιγμή, ο σύμβουλος του Ντόναλντ Τραμπ, Ρίτσαρντ Γκρένελ, σχολίασε ότι ο Ερντογάν ξεπερνά τον Τζο Μπάιντεν, επισημαίνοντας: «Η Τουρκία προτείνει ένα σχέδιο ειρήνης, ενώ ο Μπάιντεν προωθεί πλήγματα με πυραύλους μέσα στη Ρωσία!».
Νωρίτερα, ο απερχόμενος εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, Μάθιου Μίλερ, δήλωσε ότι οι ΗΠΑ ΘΑ ξεκαθαρίσουν στην Τουρκία ότι δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή στην «κανονικότητα» με τη Χαμάς. Προδιαγράφοντας τη στάση που θα πρέπει να υιοθετήσει ο επόμενος εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, ο Μίλερ υπέδειξε τη γραμμή που θα ακολουθηθεί, περίπου έναν μήνα πριν την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Ουάσινγκτον πιστεύει πως, οι ηγέτες της Χαμάς πρέπει να παραδοθούν στις ΗΠΑ.
Επίσημη αντίδραση από την πλευρά του Τραμπ δεν υπάρχει ακόμη, αναφορικά με τη δήλωση του Μίλερ. Ωστόσο, ο Τραμπ έχει μεγάλες πιθανότητες να εξασφαλίσει κάποιες “νίκες” στην εξωτερική πολιτική, κατά τους πρώτους μήνες της θητείας του. Ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές οι νίκες; Άραγε, θα μπορούσαν αυτές να αφορούν αντιπάλους των ΗΠΑ;
Μπάιντεν και μετάβαση της εξουσίας
Πάντως, ο Τραμπ, σε αντίθεση με τον Μπάιντεν, είναι πιο πρόθυμος να διαπραγματευτεί με άλλες χώρες, ανεξαρτήτως των αξιακών διαφορών τους. Σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, σε πολλές περιπτώσεις ο Τραμπ ενδιαφέρεται περισσότερο να κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες να μοιάζουν με την Κίνα, παρά να κάνει την Κίνα να μοιάζει με τις Ηνωμένες Πολιτείες!
Αν και συνήθως η μετάβαση εξουσίας σε μια δημοκρατία ακολουθεί μια διαρθρωμένη και ομαλή διαδικασία, ορισμένες ενέργειες της απερχόμενης κυβέρνησης Μπάιντεν προκαταλαμβάνουν την στρατηγική του επόμενου προέδρου και φαίνεται να αποσκοπούν στην πρόκληση δυσκολιών στην επόμενη κυβέρνηση.
Η επιδίωξη της απερχόμενης αμερικανικής κυβέρνησης να επηρεάσει την μελλοντική πολιτική ατζέντα της επόμενης, εκδηλώνεται μέσω αποφάσεων, δηλώσεων ή και στρατηγικών, που παρακάμπτουν την επόμενη κυβέρνηση και στην πραγματικότητα δυσκολεύουν την ομαλή μετάβαση της εξουσίας.
Οι δύο κινήσεις της απερχόμενης κυβέρνησης Μπάιντεν – το πράσινο φως στην Ουκρανία για πλήγματα στην Ρωσία και ακολούθως η υπόδειξη του Μάθιου Μίλερ προς τον διάδοχό του, εκτός από politically incorrect, δείχνουν δύο βασικά σημεία: Περιφρόνηση προς τη λαϊκή ετυμηγορία, η οποία εξέλεξε έναν υποψήφιο με διαφορετική πολιτική ατζέντα και την προφανή επιδίωξη της να κάνει “δύσκολη την ζωή” της διάδοχης κυβέρνησης, δεσμεύοντας την σε μια σύγκρουση, από την οποία θα είναι δύσκολο να απεμπλακεί.
Βροχή παραιτήσεων
Παράλληλα, οι κορυφαίοι επόπτες της CIA (Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών) και του Γραφείου του Διευθυντή Εθνικών Πληροφοριών εγκαταλείπουν τις θέσεις τους μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, όπως αποκάλυψαν πηγές στο Project On Government Oversight και επιβεβαίωσαν οι υπηρεσίες τους. Οι αποχωρήσεις αυτές γίνονται εν μέσω ανησυχιών στην κοινότητα των ομοσπονδιακών γενικών επιθεωρητών, οι οποίοι φοβούνται πιθανή “εκκαθάριση” ανώτερων αξιωματούχων από τη νέα διοίκηση Τραμπ.
Οι γενικοί επιθεωρητές, οι οποίοι διορίζονται από τον πρόεδρο και υπηρετούν εντός εκτελεστικών υπηρεσιών, είναι υπεύθυνοι για τη διερεύνηση σπατάλης, απάτης και κατάχρησης εξουσίας, αναφέροντας τις σχετικές παρατυπίες, τόσο στους διευθυντές των υπηρεσιών, όσο και στο Κογκρέσο. Ο ρόλος τους θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός όταν η εκτελεστική εξουσία και το Κογκρέσο ελέγχονται από το ίδιο πολιτικό κόμμα.
Ένας από τους αποχωρούντες γενικούς επιθεωρητές, ο Τόμας Μονχάιμ του Γραφείου του Διευθυντή Εθνικών Πληροφοριών, ανέλαβε μετά την απόλυση του προκατόχου του, Μάικλ Άτκινσον, από τον Τραμπ την άνοιξη του 2020. Ο Άτκινσον είχε διαβιβάσει στο Κογκρέσο την καταγγελία που οδήγησε στην πρώτη παραπομπή του Τραμπ το 2019. «Είναι δύσκολο να μην σκεφτώ ότι η απώλεια εμπιστοσύνης του προέδρου προς εμένα οφείλεται στο ότι εκπλήρωσα πιστά τις νομικές μου υποχρεώσεις, ως ανεξάρτητος και αμερόληπτος γενικός επιθεωρητής», είχε δηλώσει τότε ο Άτκινσον.
Τo Project 2025
Η τοποθέτηση έμπιστων σε θέσεις κλειδιά εποπτείας, ήταν μια πρόταση του Project 2025, του συντηρητικού Heritage Foundation. Σε βίντεο που αποκάλυψαν το ProPublica και το Documented, εμφανίζονται συμμετέχοντες του να προτείνουν ότι ο επόμενος πρόεδρος πρέπει να διορίσει «τους δικούς του γενικούς επιθεωρητές», ώστε να «έχει έλεγχο των ανθρώπων που εργάζονται στην κυβέρνηση». Η προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ αποστασιοποιήθηκε από το Project 2025, αλλά υπάρχουν πολλές συνδέσεις μεταξύ του εγχειρήματος του Heritage Foundation και της επερχόμενης διοίκησης.
Ο Μονχάιμ και η Ρόμπιν Άστον, γενική επιθεωρήτρια της CIA, διορίστηκαν από τον Μπάιντεν και εγκρίθηκαν από τη Γερουσία το 2021. «Μετά από περισσότερα από 38 χρόνια δημόσιας υπηρεσίας, αποχωρώ από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση στο τέλος του έτους», δήλωσε η Άστον. «Είμαι βέβαιη ότι το εξαιρετικό έργο του Γραφείου Γενικού Επιθεωρητή θα συνεχίσει να έχει θετικό αντίκτυπο για τον αμερικανικό λαό». Ο Μονχάιμ, από την πλευρά του, δήλωσε: «Ενημέρωσα τον Πρόεδρο για την πρόθεσή μου να παραιτηθώ, με ισχύ από τις 3 Ιανουαρίου 2025».
Οι παραιτήσεις αυτές συμπίπτουν με την ανακοίνωση υποψηφίων του Τραμπ για την ηγεσία των υπηρεσιών πληροφοριών, όπως ο Τζον Ράτκλιφ, πρώην μέλος του Κογκρέσου από το Τέξας, για τη διεύθυνση της CIA. Η υποψηφιότητα του Ράτκλιφ έχει προκαλέσει ανησυχίες, καθώς στο παρελθόν κατηγορήθηκε για υπερβολικό ζήλο, καθώς έθεσε την απόλυτη αφοσίωσή του στον Τραμπ, πάνω από την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Η δε Τούλσι Γκάμπαρντ, πρώην μέλος του Κογκρέσου, είναι η νυν υποψήφια του Τραμπ για Διευθύντρια Εθνικών Πληροφοριών, μια θέση που δημιουργήθηκε μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα και την αμεροληψία των υποψηφίων αυτών υπογραμμίζουν τη σημασία των ρόλων εποπτείας στις υπηρεσίες πληροφοριών, ιδίως με την προεδρία του Τραμπ, ο οποίος έχει επανειλημμένα συγκρουστεί δημοσίως με γενικούς επιθεωρητές.