Ο δημόσιος διάλογος για Ουκρανία – Από τη Σκύλα στη Χάρυβδη
06/05/2022Η απαράδεκτη και καταδικαστέα ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει προκαλέσει όξυνση του πολιτικού διαλόγου. Στην Ελλάδα κάθε θέμα, διεθνές ή μη, οδηγεί σε διαχωρισμούς. Σαν να αναζητούμε λόγο να μας διχάσει. Το πρόβλημα είναι ότι τα άκρα, όπως συνήθως, επικρατούν στον πολιτικό διάλογο και έτσι ουσιαστικά τον ακυρώνουν. Αυτό δεν είναι τυχαίο ούτε πρωτοφανές. Είναι πολιτικός στόχος συγκεκριμένων πολιτικών ομάδων και φορέων, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πολιτικά συμφέροντα.
Διευκρινίζεται εξαρχής πως αυτό δεν αφορά τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών. Αυτούς, δηλαδή, που επιζητούν ουσιαστικό διάλογο, ο καθένας προφανώς με τις πολιτικές καταβολές και την οπτική του. Αυτή τη φορά υπάρχουν δύο κυρίαρχες, διχαστικές ομάδες επιρροής: Από τη μία αυτοί που βρίσκονται στη γραμμή της αμερικανικής ηγεσίας και χαρακτηρίζουν τη Ρωσία “επεκτατική”, “αυταρχική”, “ιμπεριαλιστική” και την ηγεσία της “χασάπηδες”, “δολοφόνους” και ζητούν συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Ουκρανίας. Και από την άλλη αυτοί που, ενώ καταδικάζουν τον πόλεμο γενικά και αόριστα, δεν κάνουν καμία αναφορά σε εισβολέα και καταδικάζουν το ΝΑΤΟ.
Ας δούμε πρώτα ποιοι αντιπροσωπεύονται σε κάθε πλευρά για να κατανοήσουμε στη συνέχεια τι ακριβώς συμβαίνει. Στην πρώτη μερίδα, αυτή των αντι-Ρώσων, βρίσκεται όλη η κυβερνώσα ομάδα και οι μηχανισμοί των ΜΜΕ που διάκεινται θετικά προς εκείνη. Ταυτόχρονα σύσσωμο το λεγόμενο “εκσυγχρονιστικό” μπλοκ των “κεντρώων” και “σοσιαλφιλελεύθερων” και η κοσμοπολίτικη, δυτικότροπη δεξιά.
Αυτοί ακολουθούνται από μια μερίδα της ηγετικής ομάδας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ακόμα κι αν η τελευταία για λόγους εσωκομματικής ισορροπίας κρατάει χαμηλούς τόνους και δεν είναι στην πρώτη γραμμή του “αντιρωσισμού”. Στην άλλη πλευρά βρίσκονται οι της κομμουνιστογενούς Αριστεράς, κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής, και κάποιοι ακραίοι Δεξιοί που πιστεύουν ακόμα στη θεωρία του “ξανθού γένους”.
Όψιμοι υπερασπιστές του Διεθνούς Δικαίου
Οι μεν πρώτοι μας καλούν στο όνομα του διεθνούς δικαίου και της υπεράσπισης του αμυνόμενου να καταδικάσουμε την Ρωσία και να συμπαρασταθούμε ενεργά στην Ουκρανία. Ότι είναι, λένε, θέμα αξιοπρέπειας και αλληλεγγύης μεταξύ των εθνών. Και πολύ σωστά, έως αυτού του σημείου, θα προσθέταμε. Φτάνουν όμως στο σημείο να πουν ότι είναι ο πρώτος πόλεμος στην Ευρώπη μετά τον Β Παγκόσμιο.
Ταυτόχρονα, έχουν εξαπολύσει μια άνευ προηγούμενου επίθεση σε κάθε άνθρωπο που δεν ξεκινάει κάθε αναφορά στον πόλεμο με τη φράση «η φασιστική Ρωσία κάνει γενοκτονία». Ταυτίζουν ακόμα και την εκτίμηση ότι η Ρωσία θα επικρατήσει στρατιωτικά με φιλορωσισμό, απορρίπτουν οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία πέραν του αυταρχισμού του Πούτιν και κατηγορούν συλλήβδην όσους δεν ευθυγραμμίζονται με αυτή τη θέση ως «ισαποστάκηδες».
Επιπλέον, ταυτίζουν την προσπάθεια εξήγησης της απαράδεκτης ρωσικής εισβολής με γεωπολιτικά και ιστορικά κριτήρια με τη δικαιολόγησή της. Ταυτίζουν τους προβληματισμούς για την αποστολή όπλων στην Ουκρανία με την υπεράσπιση της Ρωσίας. Για αυτούς, η Ιστορία ξεκίνησε στις 24/2 ή συγκροτείται απλά από τις ρωσικές επεμβάσεις.
Κινδυνολογούν εναντίον της «ρωσικής επέμβασης και μηχανισμών πληρωμένης ρωσικής προπαγάνδας στην Ελλάδα». Αν κάτι τέτοιο ισχύει σε κάποιες περιπτώσεις, προφανώς σε πολύ μικρότερο βαθμό από ό,τι οι δυτικές επιρροές, πολύ κακώς. Είναι, όμως, προφανές ότι αυτούς δεν τους ενοχλεί μια ξένη επέμβαση επιρροής στο κυρίαρχο κράτος Ελλάδα, αλλά απλά ότι προέρχεται ειδικά από τη Ρωσία.
Ουκρανία: “Ό πρώτος πόλεμος στην Ευρώπη”
Όμως, αναρωτιέται κανείς, μπορεί ένας Έλληνας να λέει ότι αυτός ο πόλεμος είναι «η πρώτη μαζική εισβολή στην Ευρώπη μετά το Β Παγκόσμιο», όταν έχουμε βιώσει την εισβολή στην Κύπρο; Η Κύπρος σε ποια ήπειρο ανήκει; Και το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας τον ταξινομούμε σε άλλη κατηγορία παραβίασης, επειδή δεν έγινε μαζική εισβολή;
Σημειωτέον, ότι σύσσωμη σχεδόν αυτή η μερίδα, κυρίαρχη στο πολιτικό κατεστημένο της χώρας, εξακολουθεί να πιέζει τους Κύπριους να συμβιβαστούν με τον εισβολέα τους σε λύσεις τύπου σχεδίου Ανάν και τους Ελλαδίτες να υποκύψουμε και να μοιράσουμε τα δικαιώματά μας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, επειδή η «Τουρκία είναι μεγάλη και ισχυρή». Γιατί δεν προτείνουν ανάλογες “λύσεις” και στους Ουκρανούς, που αντιμετωπίζουν την πολλαπλώς ισχυρότερη Ρωσία;
Και επίσης, είναι τουλάχιστον περίεργο ότι ένας ολόκληρος πολιτικός κόσμος, που τέμνει οριζόντια το πολιτικό σύστημα, ενώ δεν έχει πει κουβέντα για κανένα πόλεμο των τελευταίων 30 ετών στην ευρύτερη περιοχή μας, να ξιφουλκεί τώρα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το δικαίωμα στην άμυνα μιας χώρας. Είναι οι ίδιοι που μας έλεγαν ότι έπρεπε να διευκολύνουμε τις επιχειρήσεις στο Ιράκ και τη Γιουγκοσλαβία, ότι πρέπει να συμμετέχουμε στο Αφγανιστάν. Που δε βρήκαν να πουν μια λέξη για τους βομβαρδισμούς και τις εισβολές στη Συρία και τη Λιβύη.
Άλαλοι και νοσταλγοί
Για να μην αναφερθούμε σε αγώνες αυτοδιάθεσης ολόκληρων λαών, όπως οι Κούρδοι. Όλοι αυτοί οι λαοί και τα κράτη δεν έχουν δικαίωμα στην αυτοδιάθεση; Δεν έχουν δικαίωμα να κυβερνώνται κατά τη βούλησή τους, να επιλέγουν οι ίδιοι τους ηγέτες τους, συμμαχίες και εξωτερική πολιτική; Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν υπήρχε ή δεν υπάρχει δικαίωμα στην άμυνα και ηθική υποχρέωσή μας να υποστηρίξουμε τον αμυνόμενο; Μήπως υπήρξε διεθνής συναίνεση και έγκριση, πχ από το Συμβούλιο Ασφαλείας, στις παραπάνω περιπτώσεις για τις εισβολές και τις επιθέσεις; Αυτή είναι η έγνοια τους για το διεθνές δίκαιο;
Από τη μία υπάρχουν όλοι αυτοί. Οι οποίοι συντηρούν μια πολιτική διαμάχη με το άλλο άκρο: Αυτούς που μιλούν γενικά και αόριστα για πόλεμο, ενώ έχουν περάσει τη μισή τους ζωή καταγγέλλοντας τις επεμβάσεις και τον ιμπεριαλισμό συγκεκριμένων μεγάλων δυνάμεων και διαδηλώνοντας μπροστά από συγκεκριμένες πρεσβείες. Είναι η σιωπή τους εκκωφαντική για τον εισβολέα. Ενώ καταδικάζουν τον πόλεμο, σαν να μην υπάρχει επιτιθέμενος και αμυνόμενος. Σαν να μην υπάρχει εισβολή. Πού πήγαν οι διαπρήσιοι κήρυκες της ανεξαρτησίας των λαών;
Αυτοί μας λένε ότι το ΝΑΤΟ και η αντιπαράθεση Ρωσίας-Δύσης είναι η μόνη υπεύθυνη για την εισβολή. Είναι από μια άποψη ακατανόητο, τουλάχιστον για την κομμουνιστογενή μερίδα. Αφού πια η Ρωσία δεν αποτελεί μήτρα του “υπαρκτού σοσιαλισμου” και δεν μπορεί ούτε με αυτό τον τρόπο να δικαιολογηθεί καμία επέμβαση, όπως παλιότερα έκαναν με τις επεμβάσεις σε Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία. Σε ό,τι αφορά τους ακροδεξιούς άλαλους, εκεί σχεδόν μιλάμε για ταύτιση με τη Ρωσία, διότι ακόμα πιστεύουν ότι το “ξανθό γένος” θα μας σώσει. Και κάποιοι γοητεύονται ακόμα και από το ρωσικό πολιτικό σύστημα και οραματίζονται, ως αυθεντικά συντηρητικοί, και μια αυταρχική κοινωνία υπό “πεφωτισμένο δεσπότη”.
Στην υπηρεσία αλλότριων συμφερόντων
Και οι δύο αυτές πλευρές είναι επιζήμιες και ακραίες για ένα βασικό λόγο: Εργαλειοποιούν τις αξίες της αυτοδιάθεσης των λαών, του απαραβίαστου των συνόρων, της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Και μάλιστα, αυτό δεν το κάνουν για το εθνικό συμφέρον της χώρας μας. Τελικά, απλά οι μεν είναι υπέρ της Δύσης και οι δε εναντίον της. Δηλαδή ετεροπροσδιορίζονται με βάση τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων και θεωρούν οποιαδήποτε απόπειρα τοποθέτησης με βάση το ελληνικό εθνικό συμφέρον από μάταιη έως επικίνδυνη και καταδικαστέα. Σε αυτό ομονοούν.
Αυτή είναι τελικά και η μεγάλη, διαχρονική μας μάστιγα: Η πλήρης ταύτιση με κάποιο ξένο παράγοντα και η απουσία εθνοκεντρικής μας σκέψης και χάραξης πολιτικής. Τέλος, το διεθνές δίκαιο είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να είναι αντικείμενο επίκλησης και άθυρμα στα χέρια του όποιου πολιτικάντη ή πολιτευτή. Ηθικό δικαίωμα επίκλησης του Διεθνούς Δικαίου έχουν μόνο αυτοί που στέκονται αμερόληπτα απέναντί του σε όλες τις περιπτώσεις. Η επίκληση του διεθνούς δικαίου και των Αρχών του κατά το δοκούν για να εξυπηρετηθούν πολιτικοί στόχοι και συμφέροντα συνιστά απλή πολιτική υποκρισία, καιροσκοπισμό και εμπορία αρχών.
Και στις δύο περιπτώσεις αυτών των δύο ακραίων ομάδων τα προσωπεία έχουν πέσει. Και αυτό είναι το μόνο καλό από την εμφάνιση των άκρων σε αυτή την περίπτωση. Μένει η ελληνική κοινωνία, η πλειονότητα των Ελλήνων, να τραβήξει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ίδια και σε όλους αυτούς που κρατούν τη χώρα δέσμια.