Ο επιδέξιος διπλωμάτης Ζαρίφ απέναντι στα “γεράκια” της Ουάσιγκτον
10/09/2019Στην αυγή του 21ου αιώνα οι πυρηνικές φιλοδοξίες της Τεχεράνης έγιναν γνωστές διεθνώς και ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με το δικαίωμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας στην πυρηνική ενέργεια, την ώρα που άλλα κράτη της περιοχής, σαν το Ισραήλ και το Πακιστάν, ήδη διέθεταν εδώ και χρόνια πυρηνικές κεφαλές. Το πραγματικό διακύβευμα της συζήτησης αυτής, στο οποίο εστιάζει και η σημερινή κρίση με τις ΗΠΑ, έχει να κάνει με το κατά πόσο μπορεί να διαχειρίζεται την πυρηνική ενέργεια μια χώρα με την εξωτερική πολιτική του Ιράν.
Θυμίζουμε πως όταν οι επιθεωρητές της Διεθνούς Οργάνωσης Ατομικής Ενέργειας επισκέπτονταν τους ιρανικούς πυρηνικούς σταθμούς, η τότε νεοσυντηρητική διοίκηση Μπους του νεότερου χαρακτήριζε το Ιράν σαν ένα rogue state, δηλαδή «κράτος-παρία», σπόνσορα της διεθνούς τρομοκρατίας. Από το 1979 έως σήμερα, η μόνη υποχώρηση εθνικής κυριαρχίας στην οποία προέβη η Τεχεράνη αφορούσε στο πυρηνικό της πρόγραμμα.
Κατά την δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, η διεθνής και η περιφερειακή συγκυρία ήταν ευνοϊκή για μια επαναπροσέγγιση ΗΠΑ–Ιράν. Από τη μια, η διοίκηση Ομπάμα είχε παραλάβει το χάος του Ιράκ και του Αφγανιστάν, ενώ σοβούσε ένας τρίτος πόλεμος στη Συρία, συνέπεια της Αραβικής Άνοιξης, ο οποίος λάμβανε ανεξέλεγκτες διαστάσεις και απειλούσε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή με κατάρρευση (εκτοπισμοί πληθυσμών, διάλυση κρατών, ενίσχυση της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας, κλπ.).
Η συμφωνία με το Ιράν θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ανάχωμα στην περαιτέρω αποσταθεροποίηση της περιοχής. Από την άλλη και στο Ιράν υπήρξε αλλαγή φρουράς. Ο μεταρρυθμιστής Χασάν Ρουχανί διαδέχτηκε στις εκλογές του 2013 τον εκλεκτό του Αγιατολάχ, Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, και οι αμερικανοϊρανικές και ευρωιρανικές συνομιλίες αναθερμάνθηκαν σημαντικά, οδηγώντας μέσα σε δύο χρόνια στην περίφημη συμφωνία του Ιουλίου του 2015, γνωστή ως Joint Comprehensive Plan of Action (JCPOA).
Τηρώντας την απαραίτητη χρονική απόσταση από τα γεγονότα, θα λέγαμε πως η JCPOA ήταν μια διπλωματική επιτυχία περισσότερο για την Ισλαμική Δημοκρατία παρά για την Δύση. Αν και οι ισχυροί του πλανήτη της επέβαλαν όρια στον εμπλουτισμό του ουρανίου (3,67% για 15 χρόνια βάσει της συμφωνίας), εντούτοις ανταμείφθηκε με την άρση της απομόνωσης και την επάνοδο στην κανονικότητα, χωρίς να αναγκαστεί να προβεί σε υποχωρήσεις σε άλλα ευαίσθητα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, όπως το βαλλιστικό πρόγραμμα βεληνεκούς 2.000 χλμ., ή την αναθεώρηση της εξωτερικής της πολιτικής μακριά από τα θέσφατα της “αντίστασης”.
Ο μετριοπαθής διαπραγματευτής Ζαρίφ
Αν και η διοίκηση Ομπάμα δεν δίστασε να επεκτείνει κάποιες από τις προϋπάρχουσες αμερικανικές κυρώσεις την επαύριο της υπογραφής της JCPOA, επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφάλειας, παρόλα αυτά αναγνώριζε πως ξεκινούσε μια νέα εποχή στις ιρανοαμερικανικές σχέσεις. Όλες οι κυρώσεις που είχαν επιβληθεί με αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών από το 2006, άρθηκαν οριστικά τον Γενάρη του 2016 και μαζί με αυτές τερματίστηκε και το εμπάργκο που επέβαλε η ΕΕ στις εξαγωγές ιρανικού πετρελαίου από το 2012.
Οι μεταρρυθμιστές στο Ιράν με τον ικανότατό τους διαπραγματευτή, τον υπουργό Εξωτερικών Γιαβάντ Ζαρίφ, κεφαλαιοποίησαν τον διπλωματικό θρίαμβο σε μια νέα εκλογική νίκη το 2017, ενώ ο Μακρόν και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι ηγέτες ένιωθαν δικαιωμένοι για τον αγώνα που κατέβαλαν προκειμένου να αποκτήσουν έναν υπεύθυνο συνομιλητή στην Τεχεράνη. Πίσω από τους πολιτικούς βέβαια έσπευδαν οι ξένοι κολοσσοί για μπίζνες στην -εδώ και δεκαετίες κλειστή– ιρανική αγορά. Τα καλά νέα για τις εταιρίες ήταν πως επιτέλους θα εισέρχονταν ειρηνικά σε μια παρθένα αγορά χωρίς αποσαρθρωμένες κρατικές δομές, όπως το Ιράκ ή η Λιβύη.
Κυρίως ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός, αλλά και οι Κινέζοι, οι Κορεάτες και οι Ιάπωνες επενδυτές διεκδίκησαν τα μερίδια τους σε αυτήν την αγορά των εκατό εκατομμυρίων καταναλωτών και των τεράστιων αποθεμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου (2η και 4η θέση παγκοσμίως αντίστοιχα). Η Boeing, η Nestle, η Total και η Hyundai, για να αναφέρουμε μερικές εξ’ αυτών, προφανώς και δεν κωλύονταν από την δράση των Φρουρών της Επανάστασης στη Συρία, το Ιράκ ή το Λίβανο. Η απειλή των αμερικανικών κυρώσεων είναι αυτό που ανέκαθεν προβλημάτιζε τις ξένες εταιρίες και όχι οι ρουκέτες και το πετρέλαιο που στέλνει ο Αγιατολάχ στη Χεζμπολάχ ή τους Houthi.
Περιφερειακή νίκη Ιράν
Και πράγματι τα τρία χρόνια που ακολούθησαν την υπογραφή της συμφωνίας, το Ιράν προωθούσε απερίσπαστο την περιφερειακή του ατζέντα. Στη Συρία σημειώθηκαν οι περισσότερες ανακαταλήψεις εδαφών υπέρ του –προστατευόμενου της Μόσχας και της Τεχεράνης– Μπασάρ Αλ Άσαντ και η Ισλαμική Δημοκρατία επέτυχε την de facto αναγνώριση της ως εγγυήτριας δύναμης στο Συριακό από κοινού με τη Ρωσία και την Τουρκία μέσω της Astana Process.
Στο Ιράκ, χωρίς τη βοήθεια των Ιρανών η εκδίωξη του «Ισλαμικού Κράτους» από τη Μοσούλη θα ήταν αδιανόητη, ενώ και η κοινή επιχείρηση Κούρδων – δυτικού συνασπισμού στο συριακό μέτωπο του πολέμου κατά του ISIS θα γνώριζε μεγαλύτερες δυσκολίες. Στη δε Υεμένη, χάρη στην ιρανική υποστήριξη, οι σιίτες Houthi κρατούν τους Σαουδάραβες για χρόνια βαλτωμένους σε έναν πόλεμο που δε μπορούν να νικήσουν παρά την υπεροπλία τους.
Αυτοί ήταν λοιπόν οι όροι της ιρανικής εξίσωσης στη μετά-JCPOA εποχή. Αυτούς ακριβώς τους όρους ανέτρεψε η νέα διοίκηση Trump, διακηρύσσοντας εξ’ αρχής πως θα επαναδιαπραγματευόταν τη «χείριστη συμφωνία». Περίπου ένα χρόνο μετά την ορκωμοσία του, ο Αμερικανός Πρόεδρος υλοποίησε την απειλή του, αποσύροντας τις ΗΠΑ από την JCPOA, ενώ το Νοέμβριο του 2018 επέβαλε εκ νέου κυρώσεις σε όσους αγοράζουν ιρανικό πετρέλαιο.
Τους τελευταίους μήνες, τα «γεράκια» του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σαν τον Μπόλτον (υπέβαλε σήμερα Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου την παράιτησή του) και τον Πομπέο, ξετυλίγουν το κουβάρι της νέας αμερικανικής στρατηγικής, που βασίζεται στην άσκηση της “μέγιστης πίεσης” (maximum pressure) ώστε να καθίσει, για δεύτερη φορά, η Ισλαμική Δημοκρατία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Αυτή τη φορά στο στόχαστρο δε βρίσκεται το πυρηνικό πρόγραμμα per se, αλλά το status περιφερειακής δύναμης της Ισλαμικής Δημοκρατίας, όπως αυτό έχει οικοδομηθεί 40 χρόνια τώρα. Επομένως, για την διοίκηση Τραμπ οι Ιρανοί δεν πρέπει απλά να καθίσουν, αλλά να συρθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να λογοδοτήσουν για τους βαλλιστικούς πυραύλους και τις φιλοδοξίες τους στον Κόλπο και τη Μέση Ανατολή.