ΑΝΑΛΥΣΗ

Ο Μερσχάιμερ για το πως προκλήθηκε ο πόλεμος στην Ουκρανία – Δεύτερο Μέρος

Ο Μερσχάιμερ για το πως προκλήθηκε ο πόλεμος στην Ουκρανία – Δεύτερο Μέρος, Στοϊλόπουλος Βασίλης

Στην συνέχεια του άρθρου του, ο καθηγητής Τζων Μερσχάιμερ αναφέρεται στην επιχειρησιακή ποιότητα του ρωσικού στρατού: «Πρώτα απ΄ όλα, ήταν μια δύναμη που σχεδιάστηκε κυρίως για να προστατεύσει τη Ρωσία από μια εισβολή. Δεν ήταν ένας στρατός έτοιμος να ξεκινήσει μια μεγάλη επίθεση που θα μπορούσε να καταλήξει στην κατάκτηση ολόκληρης της Ουκρανίας, πόσο μάλλον να απειλήσει την υπόλοιπη Ευρώπη. Επιπλέον, η ποιότητα των στρατευμάτων απείχε πολύ από το να είναι η επιθυμητή, καθώς οι Ρώσοι δεν περίμεναν πόλεμο όταν την άνοιξη του 2021 επιδεινώθηκε η κρίση».

«Ως εκ τούτου –συνεχίζει ο Μερσχάιμερ– είχαν ελάχιστες ευκαιρίες να αναπτύξουν μια ισχυρή δύναμη εισβολής. Τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα, οι ρωσικές δυνάμεις εισβολής δεν ήταν ούτε κατά προσέγγιση ισότιμες με τη γερμανική Βέρμαχτ στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1940». Στο δυτικό επιχείρημα ότι η Μόσχα γνώριζε ότι θα μπορούσε ο στρατός της να νικήσει εύκολα τον μικρό και κατώτερο ουκρανικό στρατό, ο Μερσχάιμερ απαντά ότι ο «Πούτιν και οι στρατηγοί του γνώριζαν πολύ καλά ότι οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους εξόπλιζαν και εκπαίδευαν τον ουκρανικό στρατό από τότε που ξέσπασε η κρίση στις 22 Φεβρουαρίου 2014».

Εξάλλου, οι Ρώσοι είχαν ήδη διαπιστώσει, σημειώνει ο Μερσχάιμερ, ότι «ο ουκρανικός στρατός, που ήταν μεγαλύτερος από τις δικές της δυνάμεις εισβολής, πολέμησε αποτελεσματικά στο Ντονμπάς μεταξύ 2014 και 2022». Και πως δεν επρόκειτο για «μια χάρτινη τίγρη που μπορεί να νικηθεί γρήγορα και αποφασιστικά, ιδιαίτερα όταν υποστηρίζεται έντονα από τη Δύση». Αναφέρει επίσης ότι «κατά τη διάρκεια του 2022, οι Ρώσοι αναγκάστηκαν τελικά να αποσύρουν τον στρατό τους από την περιοχή του Χάρκοβο και από το δυτικό τμήμα της περιοχής της Χερσώνας».

Ισχυρίζεται μάλιστα ότι «στην πραγματικότητα, η Μόσχα παραχώρησε εδάφη που είχε καταλάβει ο στρατός της τις πρώτες μέρες του πολέμου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πίεση από τον ουκρανικό στρατό έπαιξε ρόλο στον εξαναγκασμό της ρωσικής υποχώρησης. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι ο Πούτιν και οι στρατηγοί του συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν αρκετές δυνάμεις για να κρατήσουν όλη την επικράτεια που είχε καταλάβει ο στρατός τους στο Χάρκοβο και τη Χερσώνα. Έτσι υποχώρησαν και δημιούργησαν πιο διαχειρίσιμες αμυντικές θέσεις». Συμπερασματικά, για τον Μερσχάιμερ «αυτή δεν είναι η συμπεριφορά που θα περίμενε κανείς από έναν στρατό που έχει δημιουργηθεί και εκπαιδευτεί για να κατακτήσει ολόκληρη την Ουκρανία. Φυσικά, δεν σχεδιάστηκε για αυτό το σκοπό και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να εκπληρώσει αυτό το ηράκλειο έργο».

Κλιμακούμενη κρίση

Στο τέταρτο επιχείρημά του ο Μερσχάιμερ υποστηρίζει ότι «ο Πούτιν προσπάθησε στους μήνες πριν από την έναρξη του πολέμου να βρει μια διπλωματική λύση στην κλιμακούμενη κρίση». Αναφέρεται στην επιστολή Πούτιν προς τον Πρόεδρο Μπάϊντεν (17-12-2021) και στον Γ.Γ. του ΝΑΤΟ όπου ζητούσε τις παρακάτω γραπτές εγγυήσεις για βιώσιμη λύση του Ουκρανικού: «α) η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, β) δεν θα τοποθετούνταν επιθετικά όπλα κοντά στα ρωσικά σύνορα και γ) τα στρατεύματα και ο εξοπλισμός του ΝΑΤΟ που είχαν μεταφερθεί στην Ανατολική Ευρώπη από το 1997 θα μεταφερθούν πίσω στη Δυτική Ευρώπη». Σύμφωνα με τον Μερσχάιμερ η κίνηση αυτή του Πούτιν δείχνει ότι προσπαθούσε να αποφύγει τον πόλεμο, με βάση τις αρχικές απαιτήσεις του, τις οποίες οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να διαπραγματευτούν.

Στο πέμπτο σημείο, ο Μερσχάιμερ αναφέρεται στην προσπάθεια της Ρωσίας να ξεκινήσει αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία για τον τερματισμό του. Αναφερόμενος στις διαπραγματεύσεις πρώτα στο Μινσκ και μετά στην Κωνσταντινούπολη, ο Μερσχάιμερ πιστεύει ότι «όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η Ρωσία διαπραγματευόταν σοβαρά και δεν ενδιαφερόταν να καταλάβει το ουκρανικό έδαφος, με εξαίρεση την Κριμαία, που προσαρτήθηκε το 2014, και πιθανώς το Ντόνμπας». Ως γνωστόν, οι διαπραγματεύσεις έληξαν όταν μετά από πιέσεις της Βρετανίας και των ΗΠΑ οι Ουκρανοί δεν υπέγραψαν το σχέδιο συμφωνίας.

Επιπλέον, στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, όπως ο Πούτιν ισχυρίστηκε, «του ζητήθηκε ως χειρονομία καλής θέλησης να αποσύρει τα ρωσικά στρατεύματα από την περιοχή του Κιέβου», κάτι που έκανε στις 29-3-2022. Σημειωτέον, γράφει ο Μερσχάιμερ, «καμία δυτική κυβέρνηση ή πρώην πολιτικός δεν αμφισβήτησε αυτόν τον ισχυρισμό του Πούτιν, ο οποίος έρχεται σε άμεση αντίθεση με τον ισχυρισμό ότι ήταν αποφασισμένος να κατακτήσει ολόκληρη την Ουκρανία».

Στο έκτο σημείο ο Αμερικανός καθηγητής αναφέρεται στο δυτικό αφήγημα ότι ο Πούτιν εκτός από την Ουκρανία σχεδιάζει να κατακτήσει και άλλες χώρες. Όμως, γι’ αυτό «δεν υπάρχει η παραμικρή απόδειξη». Επιπλέον, «ο ρωσικός στρατός δεν ήταν καν αρκετά μεγάλος για να καταλάβει ολόκληρη την Ουκρανία, πόσο μάλλον να προσπαθήσει να κατακτήσει τα κράτη της Βαλτικής, την Πολωνία και τη Ρουμανία. Εκτός αυτού, όλες αυτές οι χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ, κάτι που σχεδόν σίγουρα θα σήμαινε πόλεμο με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους».

Οι φιλοδοξίες του Πούτιν

Καταλήγοντας, ο Μερσχάιμερ μας θυμίζει κατ΄ αρχάς ότι «μέχρι την έναρξη της κρίσης στην Ουκρανία, στις 22 Φεβρουαρίου 2014, σχεδόν κανείς στη Δύση δεν ισχυριζόταν ότι ο Πούτιν είχε αυτοκρατορικές φιλοδοξίες όταν ανέλαβε την εξουσία το 2000». Και ξαφνικά, εκείνη την κρίσιμη ημέρα «έγινε ένας ιμπεριαλιστικά επιτιθέμενος». Στο ερώτημα γιατί αυτή η ξαφνική αλλαγή της Δύσης, η απάντηση του Μερσχάιμερ είναι ξεκάθαρη: «Γιατί οι δυτικοί ηγέτες χρειάζονταν έναν λόγο για να τον κατηγορήσουν για την κρίση».

Προκειμένου μάλιστα να αποδείξει ότι ο Πούτιν δεν θεωρήθηκε σοβαρή απειλή κατά τα πρώτα 14 χρόνια της θητείας του, ο Μερσχάιμερ θυμίζει ότι τον Απρίλιο του 2008 ο Ρώσος πρόεδρος συμμετείχε ως προσκεκλημένος στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι. Ως γνωστόν, σε αυτή τη σύνοδο κορυφής η Συμμαχία, παρουσία του προέδρου Μπους, ανακοίνωσε ότι η Ουκρανία και η Γεωργία θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ. «Με αυτήν την απόφαση ο Πούτιν ήταν φυσικά θυμωμένος και δεν έκρυψε τον θυμό του. Αλλά η αντίστασή του σε αυτή την ανακοίνωση δεν είχε κανένα νόημα για την Ουάσιγκτον, επειδή ο ρωσικός στρατός θεωρήθηκε τότε πολύ αδύναμος για να σταματήσει την περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ, όπως ήταν πολύ αδύναμος για να σταματήσει τα κύματα επέκτασης το 1999 και το 2004. Η Δύση σκέφτηκε ότι θα μπορούσε για άλλη μια φορά να αναγκάσει τη Ρωσία να αποδεχθεί και αυτήν την νατοϊκή επέκταση».

«Υπό αυτή την έννοια –συνεχίζει ο Μερσχάιμερ– η επέκταση του ΝΑΤΟ πριν από τις 22 Φεβρουαρίου 2014 δεν είχε στόχο τον περιορισμό της Ρωσίας. Δεδομένης της θλιβερής κατάστασης της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος εκείνη την εποχή, η Μόσχα δεν ήταν σε θέση να κατακτήσει την Ουκρανία, πόσο μάλλον να ακολουθήσει μια ρεβανσιστική πολιτική στην Ανατολική Ευρώπη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα Μάικλ Μακ Φόλ, ο οποίος ήταν ένθερμος υπερασπιστής της Ουκρανίας και αυστηρός επικριτής του Πούτιν, διαπιστώνει ότι η ρωσική κατοχή της Κριμαίας το 2014 δεν είχε προσχεδιαστεί από τον Πούτιν πριν ξεσπάσει η κρίση. Ήταν μια παρορμητική κίνηση ως απάντηση στο πραξικόπημα που ανέτρεψε τον φιλορώσο ηγέτη της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς».

Για τον Μερσχάιμερ, λοιπόν, «η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν είχε σκοπό να περιορίσει μια ρωσική απειλή διότι η Δύση δεν πίστευε ότι υπήρχε εκείνη την εποχή. Μόνο όταν τον Φεβρουάριο 2014 ξέσπασε η ουκρανική κρίση, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους άρχισαν ξαφνικά να περιγράφουν τον Πούτιν ως επικίνδυνο ηγέτη με αυτοκρατορικές φιλοδοξίες και τη Ρωσία ως μια σοβαρή στρατιωτική απειλή που το ΝΑΤΟ πρέπει να περιορίσει. Αυτή η στροφή στη ρητορική είχε σκοπό να εξυπηρετήσει μόνο έναν σκοπό: να επιτρέψει στη Δύση να κατηγορήσει τον Πούτιν για την κρίση και να απαλλάξει τη Δύση από την ευθύνη. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτή η απεικόνιση του Πούτιν έχει γίνει ολοένα και πιο εμφανής μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022».

Επεκτατική παράδοση;

Στη συνέχεια ο Μερσχάιμερ αναφέρεται και στην παράδοση: «Κάποιοι λένε ότι η απόφαση της Μόσχας να εισβάλει στην Ουκρανία έχει ελάχιστη σχέση με τον ίδιο τον Πούτιν, αλλά είναι μέρος μιας επεκτατικής παράδοσης που προϋπήρχε πολύ πριν από τον Πούτιν και είναι βαθιά ριζωμένη στη ρωσική κοινωνία. Αυτή η τάση για επιθετικότητα, που λέγεται ότι προκαλείται από εσωτερικές δυνάμεις και όχι από εξωτερικές απειλές, οδήγησε, με την πάροδο του χρόνου, ουσιαστικά όλους τους Ρώσους ηγέτες να συμπεριφέρονται βίαια προς τους γείτονές τους».

Σύμφωνα με αυτό το σκεφτικό, ο Πούτιν είναι ο επικεφαλής, αλλά έχει λίγα περιθώρια ελιγμών, καθώς οποιοσδήποτε Ρώσος ηγέτης θα έκανε το ίδιο. Σχετικά με αυτό το επιχείρημα υπάρχουν για τον Μερσχάιμερ δύο βασικά προβλήματα: «Καταρχάς, δεν είναι παραποιήσιμο, διότι αυτό το υποτιθέμενο χαρακτηριστικό που υπήρχε εδώ και πολύ καιρό στη ρωσική κοινωνία και που γεννά αυτή την επιθετική παρόρμηση δεν έχει ποτέ εντοπιστεί. Για τους Ρώσους λέγεται ότι ήταν πάντα επιθετικοί –ανεξάρτητα από το ποιος είναι επικεφαλής– και θα παραμείνουν πάντα έτσι. Είναι σχεδόν σαν να είναι γραμμένο στο DNA τους. Ο ίδιος ισχυρισμός είχε γίνει κάποτε για τους Γερμανούς, οι οποίοι συχνά παρουσιάζονταν ως οι εκ γεννήσεως επιτιθέμενοι τον 20ό αιώνα. Όμως στον ακαδημαϊκό κόσμο επιχειρήματα αυτού του είδους δικαιολογημένα δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη».

«Επιπλέον σχεδόν κανείς στις ΗΠΑ ή τη Δυτική Ευρώπη δεν περιέγραψε τη Ρωσία ως εγγενώς επιθετική μεταξύ 1991 και 2014, όταν ξέσπασε η κρίση στην Ουκρανία. Σε αυτά τα 24 χρόνια, εκτός από την Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής, ο φόβος της ρωσικής επιθετικότητας ήταν ανύπαρκτος. Ωστόσο, αυτή η ανησυχία θα ήταν αναμενόμενη εάν οι Ρώσοι είχαν την τάση για επιθετικότητα. Φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα ότι η ξαφνική εμφάνιση αυτού του επιχειρήματος ήταν μια βολική δικαιολογία για να κατηγορήσουμε τη Ρωσία για τον πόλεμο της Ουκρανίας».

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx