Ο Ράμσφελντ και οι αυτοκρατορικοί πόλεμοι των Νεοσυντηρητικών
01/07/2021Ο Ντόναλντ Ράμσφελντ, που πέθανε πριν μερικές ώρες, έζησε αρκετά για να δει τα καταστροφικά και για τις ΗΠΑ αποτελέσματα των πολιτικών επιλογών του. Ανήκε στον σκληρό πυρήνα της ομάδας των Νεοσυντηρητικών, οι οποίοι, επί προεδρίας Τζορτζ Μπους του νεότερου, ανέλαβαν τα ηνία των ΗΠΑ και τις οδήγησαν σε δύο μοιραίους πολέμους, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Ο Ράμσφελντ ήταν ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ όλη εκείνη την περίοδο και ο θάνατός του είναι μία ευκαιρία να θυμηθούμε –με τρία διαδοχικά άρθρα– τη στρατηγική, η οποία στην πραγματικότητα σηματοδότησε το τέλος του μονοπολισμού.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Η 11η Σεπτεμβρίου του 2001, εκτός των άλλων συνεπειών της, άνοιξε τον δρόμο για την κυριαρχία των Νεοσυντηρητικών και της στρατηγικής τους για το “Νέο Αμερικανικό Αιώνα”. Οι ίδιοι είχαν μιλήσει για το αναγκαίο σοκ, που θα λειτουργούσε σαν καταλύτης για την επικράτηση των απόψεών τους. Η προεδρία Μπους υπέκυψε στον πειρασμό υιοθέτησης μίας χονδροειδούς ηγεμονικής πολιτικής ακόμα και έναντι των Ευρωπαίων συμμάχων. Υιοθέτησε ένα αυτοκρατορικό μοντέλο χειρισμού των διεθνών υποθέσεων.
Αυτό δεν φάνηκε στον πόλεμο του Αφγανιστάν, επειδή δεν προέκυψε διαφωνία. Ο σκοπός της εξάρθρωσης της Αλ Κάϊντα ήταν αποδεκτός όχι μόνο από τους Ευρωπαίους, αλλά και από το σύνολο σχεδόν της διεθνούς κοινότητας. Γι’ αυτό και η αντιτρομοκρατική συμμαχία ήταν τόσο ευρεία. Γι’ αυτό και ο πόλεμος για την ανατροπή των Ταλιμπάν και την εξόντωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν πραγματοποιήθηκε με καθολική σχεδόν υποστήριξη. Μετά από 20 χρόνια δεν χρειάζονται πολλές αναλύσεις για τον απολογισμό εκείνης της εκστρατείας. Οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους εγκαταλείπουν το Αφγανιστάν, αφήνοντας ανοικτό τον δρόμο για την επάνοδο των Ταλιμπάν. Χιλιάδες νεκροί και τρισ. δολάρια για μία ταπεινωτική αποχώρηση.
Τα σημάδια της νέας μονομερούς αμερικανικής στρατηγικής, πάντως, υπήρχαν από τότε. Ενδεικτική ήταν η –επί της ουσίας εφιαλτική– δήλωση του προέδρου Mπους ενώπιον του Kογκρέσου ότι όποια χώρα δεν συνταχθεί με τις HΠΑ (δηλαδή με την πολιτική του) θα θεωρείται ότι υποστηρίζει την τρομοκρατία! Δεν επρόκειτο απλώς και μόνο για μία φορτισμένη αντίδραση, που αντανακλούσε την δικαιολογημένη επιδίωξη της τιμωρίας των τρομοκρατών. Ήταν και δείγμα γραφής του νέου ρόλου, που ανέθετε στον εαυτό της η τότε μοναδική υπερδύναμη.
Ο Ράμσφελντ και το αυτοκρατορικό σύνδρομο
Σύμφωνα με τη νεοσυντηρητική στρατηγική, το διεθνές θεσμικό πλαίσιο που είχε οικοδομηθεί μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ίσχυσε καθ’ όλη την περίοδο του διπολισμού δεν αντιστοιχούσε στο συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώθηκε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η προεδρία Μπους δεν επεδίωξε την επιβολή κάποιων νέων, πιο ευνοϊκών για τα αμερικανικά συμφέροντα, διεθνών ρυθμίσεων.
Είχε πάψει να ενδιαφέρεται για την τήρηση των προσχημάτων ακόμα και εκεί που μπορούσε να το πράξει, χωρίς κόστος για τα συμφέροντά της. Αρνιόταν να αποδεχθεί διεθνείς κανόνες σ’ όλα τα επίπεδα, ακόμα και εάν στη δεδομένη στιγμή εξυπηρετούσαν την πολιτική της. Η τάση της ήταν να έχει κάθε στιγμή τα χέρια της ελεύθερα για να κρίνει κάθε φορά κατά περίπτωση και χωρίς περιορισμούς.
Πάντα κατά τη νεοσυντηρητική στρατηγική, οι ΗΠΑ δεν είχαν ανάγκη θεσμικά πλαίσια για να ασκήσουν τον ηγεμονικό ρόλο τους. Η δύναμη επιβολής τους στηριζόταν στην πεποίθηση ότι ως (τότε) μοναδική στρατιωτική, οικονομική και κατ’ επέκταση πολιτική υπερδύναμη στον πλανήτη μπορούσαν να επιβάλλουν τη θέλησή τους. Αυτή ακριβώς ήταν η ουσία του δόγματος Μπους. Παραχώρησαν στον εαυτό τους το δικαίωμα να αποφαίνονται κατά βούληση ότι ο άλφα ή ο βήτα παράγοντας συνιστά απειλή για τα αμερικανικά συμφέροντα και στη συνέχεια να του καταφέρουν προληπτικά μονομερή στρατιωτικά πλήγματα.
Η αποδόμηση του ΟΗΕ
Λογική συνέχεια αυτής της αντίληψης ήταν ότι η προεδρία Μπους προσανατολίσθηκε στην αποδόμηση του ΟΗΕ και ειδικά του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο νομιμοποιεί πολιτικά τη λήψη μέτρων εναντίον κάποιας χώρας και κατά κάποιον τρόπο διαμορφώνει τη διεθνή νομιμότητα. Θεωρούσε ότι το δικαίωμα βέτο των πέντε μονίμων μελών αυτού του οργάνου ήταν εμπόδιο. Με άλλα λόγια, είχε θέσει στόχο να απαλλαγεί από θεσμούς, που μπορούσαν να περιορίζουν την επεμβατική πολιτική της. Έχοντας εμπιστοσύνη στη δύναμη επιβολής της, η Ουάσιγκτον ήταν απρόθυμη να αναλάβει οποιεσδήποτε νομικές δεσμεύσεις. Προτιμούσε τη ρευστότητα, που της επέτρεπε πλήρη ελευθερία κινήσεων.
Αποσύρθηκε από τη συμφωνία με τη Μόσχα για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους (ABM). Την εποχή που έστηνε Ειδικά Ποινικά Δικαστήρια, όπως αυτό για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία που δίκασε τον Μιλόσεβιτς, αρνιόταν επίμονα τη σύσταση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Κι όταν –μετά την κύρωση της σχετικής συμφωνίας από τον αναγκαίο αριθμό χωρών– αυτό συστήθηκε, επιδόθηκε σ’ έναν αγώνα να εξαιρεθούν οι Αμερικανοί πολίτες από τη δικαιοδοσία του! Η Ουάσιγκτον φοβόταν ότι δικοί της αξιωματούχοι θα μπορούσαν να διωχθούν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Επίσης, έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της το διεθνές δίκαιο, όπως στην περίπτωση της φυλακής στο Γκουαντάναμο.
Οι ΗΠΑ διακήρυξαν το δικαίωμά τους όχι μόνο να αναλαμβάνουν κατά βούληση και μονομερώς προληπτική στρατιωτική δράση οπουδήποτε στον κόσμο έκριναν αυτές αναγκαίο, αλλά και να ανατρέπουν καθεστώτα και να “αναμορφώνουν” χώρες! Με άλλα λόγια, αυτοαναγορεύθηκαν ταυτοχρόνως σε δικαστή και σε παγκόσμιο χωροφύλακα. Υποβάθμισαν ακόμα και το ΝΑΤΟ, αφού τυπικά οι χώρες-μέλη είναι ισότιμες και ισχύει το δικαίωμα βέτο. Οι παραδοσιακοί σύμμαχοι του Ψυχρού Πολέμου δεν είχαν πια την παλιά αξία τους για την Ουάσιγκτον.
Συνασπισμοί “προθύμων”
Στα κρίσιμα μέτωπα η Ατλαντική Συμμαχία υποκαταστάθηκε από ad hoc συνασπισμoύς “προθύμων”. Ουσιαστικά, προσπαθούσαν να ολοκληρώσουν τη διαδικασία εγκαθίδρυσης μίας νέας τάξης πραγμάτων, που εύστοχα αποκλήθηκε pax americana. Η στρατηγική εκείνη τυπικώς επιβλήθηκε μετά το 2001, αλλά ουσιαστικά είχε αρχίσει να εφαρμόζεται πιο διακριτικά από τη δεκαετία του 1990 ως αποτέλεσμα της αμερικανικής νίκης στον Ψυχρό Πόλεμο. Απλώς, η κυβέρνηση Μπους εφάρμοσε μία ακραία και χοντροκομμένη εκδοχή της.
Πτυχή της ίδιας νεοσυντηρητικής στρατηγικής ήταν η περιβόητη “αναμόρφωση” της Μέσης Ανατολής. Οι ΗΠΑ δεν έκρυψαν τις προθέσεις τους. Δεν επεδίωκαν μόνο την ανατροπή του Σαντάμ Xουσεϊν και την αντικατάστασή του από ένα φιλοαμερικανικό καθεστώς. Επεδίωκαν να ελέγξουν συνολικά την πλούσια σε πετρέλαια αυτή χώρα. Το Iράκ ήταν γι’ αυτούς ο δεύτερος κρίκος (μετά το Αφγανιστάν) μίας ευρύτερης στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής επιχείρησης, η οποία θα επηρέαζε καταλυτικά το σύνολο της περιοχής.
Οι Νεοσυντηρητικοί δεν πτοήθηκαν από το μεγάλης έντασης παγκόσμιο αντιπολεμικό κίνημα. Το περιφρονούσαν. Όσο χειραγωγούσαν την αμερικανική κοινή γνώμη δεν ανησυχούσαν. Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 λειτούργησε σαν καταλύτης. Εμφύτεψε την ανασφάλεια και επέτρεψε στη σκληροπυρηνική πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων να κάμψει τις εσωτερικές αντιστάσεις και να επιβάλλει τη στρατηγική της.
Σειρά είχαν Συρία και Ιράν
Ο Λευκός Οίκος είχε εξ αρχής ταξινομήσει δημοσίως τη Συρία και το Ιράν στον “άξονα του κακού”, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι θα ήταν οι επόμενοι στόχοι της “σταυροφορίας” του. Οι απειλές ήταν επανειλημμένες και ευθείες. Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν παρέλειπαν να υπενθυμίζουν στις δύο αυτές χώρες το πάθημα του Ιράκ. Υπενθυμίζουμε ότι η Τεχεράνη είχε βοηθήσει εμμέσως, αλλά αποτελεσματικά τους Αμερικανούς στον πόλεμό τους εναντίον των Tαλιμπάν. Αυτό δεν εμπόδισε, όμως, την κυβέρνηση Μπους να στραφεί εναντίον της.
Αμερικανοί εμπειρογνώμονες είχαν φθάσει στο σημείο να ζητήσουν από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να χαρακτηρίσει και τη Σαουδική Αραβία εχθρική χώρα και να μεθοδεύσει την ανατροπή του μοναρχικού καθεστώτος της. Το κατηγορούσαν (όχι τελείως αβάσιμα) ότι διατηρούσε θολές σχέσεις με ισλαμικά ιδρύματα, τα οποία ήταν ύποπτα για χρηματοδότηση τρομοκρατικών δικτύων.
Η Ουάσιγκτον απέφυγε να υιοθετήσει αυτές τις συμβουλές, που η εφαρμογή τους θα ανέτρεπε γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ισορροπίες πολλών δεκαετιών στη Μέση Ανατολή. Η Σαουδική Αραβία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου διεθνώς και κεντρικός παίκτης στο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα. Εκτός αυτού διατηρούσε στενές επιχειρηματικές σχέσεις με την οικογένεια Μπους και τον αμερικανικό πετρελαϊκό κλάδο.
Η “αναμόρφωση” της Μέσης Ανατολής
Η σχεδιαζόμενη γεωπολιτική ανατροπή στη Μέση Ανατολή στηριζόταν στο προαναφερθέν ιδεολόγημα της “αναμόρφωσης”. Οι Νεοσυντηρητικοί θεωρούσαν ότι το Αφγανιστάν και ειδικά το Ιράκ θα συμπεριφερόταν όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία μετά την ήττα τους στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με άλλα λόγια, θα επικρατούσε σταδιακά ένα δυτικού τύπου κοινοβουλευτικό καθεστώς δομικά συνδεδεμένο με τις ΗΠΑ. Παρέβλεπαν τις ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις. Η ναζιστική Γερμανία και η μιλιταριστική Ιαπωνία είχαν προκαλέσει το μεγάλο πόλεμο και είχαν αναμετρηθεί επί ίσοις όροις με τους Συμμάχους. Η ήττα τους σήμανε την ήττα της φιλοδοξίας των δύο αυτών εθνών για διεθνή κυριαρχία.
Στην περίπτωση του Iράκ είχαμε τη σκληρή καταπίεση από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεϊν, αλλά και τις πολυετείς διεθνείς κυρώσεις στο μεσοδιάστημα των δύο πολέμων του Κόλπου. Οι Ιρακινοί, που είχαν υποστεί ανθρωπιστική καταστροφή απ’ αυτές τις κυρώσεις, που είχαν απώλειες από τις “έξυπνες βόμβες”, ένοιωσαν οργή για την αδικαιολόγητη επίθεση. Θεωρούσαν τον εαυτό τους θύμα απρόκλητης και άδικης επίθεσης.
Το 1991 ένοιωθαν ευθύνη για την επίθεση και κατάληψη του Κουβέϊτ. Το 2003 υπήρχαν μόνο ψευδή προσχήματα. Έχει πια αποδειχθεί πόσο κατασκευασμένη ήταν η γνωστή προπαγάνδα της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου ότι η Βαγδάτη διέθετε χημικά και βιολογικά όπλα και ήταν αποφασισμένη να τα χρησιμοποιήσει. Όλη εκείνη η προπαγάνδα είχε αποκλειστικό σκοπό να νομιμοποιήσει πολιτικά στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης μία ηθικά αδικαιολόγητη στρατιωτική εισβολή.
ο γεγονός, μάλιστα, ότι –παρά τις ασφυκτικές πιέσεις– το Συμβούλιο Ασφαλείας αρνήθηκε να εγκρίνει αυτή την εισβολή την κατέστησε και παράνομη. Επιπροσθέτως, λόγω της αβυσσαλέας διαφοράς ισχύος σ’ όλα τα επίπεδα, ο όρος πόλεμος είναι μάλλον ακατάλληλος για εκείνη την περίπτωση. Μετά από 18 χρόνια, το μόνο που έμεινε από εκείνη την αιματηρή και κοστοβόρα εκστρατεία είναι πως το Ιράκ έχει σε μεγάλο βαθμό πέσει στην “αγκαλιά” του Ιράν. Μεγαλύτερη αποτυχία δεν μπορούσε να υπάρξει.
Οι πολιτικές δοξασίες των Νεοσυντηρητικών της κυβέρνησης Μπους, λοιπόν, κατέρρευσαν υπό την πίεση των γεγονότων. Στην Ουάσιγκτον δήλωναν ότι οι Ιρακινοί θα υποδέχονταν τους Αμερικανούς σαν απελευθερωτές. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Η κατοχή αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη από την κατάληψη. Το Ιράκ μετατράπηκε σε “ναρκοπέδιο” για τις δυνάμεις κατοχής.