Ο συμβολισμός της Αγίας Σοφίας για το νεοοθωμανικό όραμα
22/07/2020Ο Ιούλιος τελικά καθιερώνεται ως ο μήνας επέλευσης σημαντικών γεγονότων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μέγιστο γεγονός στη κατηγορία αυτή αποτελεί η μαύρη επέτειος της κυπριακής τραγωδίας. Πρόσφατη είναι η απόφαση για την Αγία – Σοφία, χωρίς να έχει παρέλθει ακόμα ο μήνας, αφού επικρέμεται η υλοποίηση των ερευνών στην περιοχή Καστελόριζου ή νότια της Κρήτης, που θα ξεπεράσει για την Ελλάδα τις κόκκινες γραμμές της.
Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος από μουσείο, ενταγμένο στην UNESCO, όπως είχε ιδρυθεί το 1934 με απόφαση του Κεμάλ Ατατούρκ ως συμβολική πράξη για την εκκοσμίκευση του τουρκικού κράτους και του δυτικού προσανατολισμού του, προκάλεσε ένα κύμα διεθνών αντιδράσεων, κυρίως σε επίπεδο θεσμών και κοινωνίας. Οι επίσημες αντιδράσεις, ιδιαίτερα των δυτικών πολιτικών και θρησκευτικών ηγεσιών, χαρακτηρίζονται ως ιδιαίτερα υποτονικές, εξαιτίας των κοντόφθαλμων γεωπολιτικών συμφερόντων τους, παρά το γεγονός ότι η ενέργεια αυτή έχει πρωτίστως αντιδυτικό πρόσημο.
Η απόφαση αυτή συνιστά πρόκληση κατά ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου, ενταγμένη στη σκέψη αυτών, που αρέσκονται στην λογική της “σύγκρουσης των πολιτισμών” (Χάντιγκτον) και που στην προηγούμενη ιστορική φάση, μετά το χτύπημα των Δίδυμων Πύργων το 2001, προκάλεσε αιματηρούς πολέμους (Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία, ISIS). Αν και πρόκειται πρωτίστως για ένα διεθνές ζήτημα, κατέχει ιδιαίτερη σημασία για τον Ελληνισμό, λόγω της συμβολικής αξίας που έχει συσσωρεύσει η Αγία-Σοφία στην ιστορική διαδρομή μας. Μεταξύ άλλων, ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας υπήρξε το σημαντικότερο μνημείο το εξελληνισμού της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αποτελώντας μια εκ των πολλών αποδείξεων της ελληνικής εθνικής συνέχειας στους μέσους ιστορικούς χρόνους.
Αποτελεί, αναμφισβήτητα, σημαντικό ζήτημα η κατανόηση και η ανάδειξη των πραγματικών αιτιών αυτής της απόφασης, που συνδέεται άρρηκτα με την ευρύτερη τουρκική στρατηγική και τον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό. Ειδικά αν λάβουμε υπόψη, ότι ακριβώς πριν ένα χρόνο περίπου ο ίδιος ο Ερντογάν επέκρινε δημόσια τους συντηρητικούς ισλαμικούς κύκλους, που τον πίεζαν τότε να προβεί σε αυτήν την μετατροπή, δηλώνοντας εμφατικά, ότι αυτός δεν θα έπεφτε σε τέτοιο λάθος, επειδή θα ήταν σε βάρος των συμφερόντων της Τουρκίας!
Βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις και μακροπρόθεσμες επιλογές
Τα βαθύτερα κίνητρα αυτής της μεταστροφής, αφορούν τόσο βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις, όσο και μακροπρόθεσμες στρατηγικές επιλογές. Οι βραχυπρόθεσμες επιδιώξεις αναφέρονται κυρίως στην επικάλυψη των οξύτατων εσωτερικών προβλημάτων, λόγω της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, η οποία επιδεινώθηκε από την πανδημία του COVID-19, δημιουργώντας, ήδη, τρομακτικά μεγέθη ανεργίας στην τουρκική κοινωνία. Περαιτέρω, σημαντικός παράγοντας, που δεν έχει αναδειχθεί ιδιαίτερα είναι και η προσπάθεια επικοινωνιακής επικάλυψης του πρόσφατου βομβαρδισμού της στρατιωτικής βάσης Αλ Ουατίγια στη Λιβύη, που από την έναρξη της τουρκικής εξαγωγής στρατιωτικής βίας σε Συρία, Ιράκ και Λιβύη, αποτέλεσε το σημαντικότερο στρατιωτικό πλήγμα για τον τουρκικό στρατό.
Τέλος, στις βραχυπρόθεσμες επιδιώξεις είναι η προσπάθεια του Ερντογάν για αποδυνάμωση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου από τον οποίον υπέστη τη μοναδική, στις τελευταίες δεκαετίες, ήττα στις δημοτικές εκλογές και φαίνεται ότι μπορεί να αποτελέσει τον αντίπαλο του στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.
Όμως, η βασικότερη αιτία για την απόφαση αυτή βρίσκεται στους υψηλούς στόχους να καταστεί ο Τούρκος Πρόεδρος ως ο σύγχρονος “πατέρας των Τούρκων” μέσω της συστηματικής διάρρηξης κάθε δεσμού με την κεμαλική κληρονομία και της ολικής μετατροπής της χώρας του σε ισλαμική και την ανάδειξη του σε χαλίφη. Σε αυτόν το στόχο, σημαντικό ρόλο κατέχει η μετατροπή της Κωνσταντινούπολης στο κέντρο του μουσουλμανικού σουνιτικού ισλαμισμού. Έτσι, εξηγείται η σκληρή αντιπαράθεση Τουρκίας–Σαουδικής Αραβίας και η προσπάθεια Ερντογάν μέσω της δίκης για τη δολοφονία Κασόγκι στην πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη να απαξιώσει τη Σαουδική Αραβία στο σουνιτικό τόξο ως την ηγέτιδα δύναμη του Ισλάμ.
Η προσπάθεια ανέλιξης της Τουρκίας σε ηγετική δύναμη του Ισλάμ, ήδη έλαβε απτές αποδείξεις τον περασμένο Δεκέμβριο στη σύνοδο των Ισλαμικών Κρατών, που διοργανώθηκε στην Κουάλα – Λουμπούρ της Μαλαισίας, όπου ο Ερντογάν δήλωνε ότι είναι αδικία να μην εκπροσωπείται το Ισλάμ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, παρά το γεγονός ότι αποτελεί το ¼ του πληθυσμού της γης, υπονοώντας ότι η Τουρκία υπό την ηγεσία του θα μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο.
Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας κίνδυνο για Ελληνισμό
Ανεξαρτήτως του γεγονός, ότι ο στόχος αυτός δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να επιτευχθεί, αφού υπάρχουν μεγάλες εσωτερικές διαιρέσεις στο χώρο του παγκόσμιου Ισλάμ (σουνίτες και σίιτες) και αντιτιθέμενα εθνικά και στρατηγικά συμφέροντα των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής, της Αιγύπτου, του Ιράν, της Συρίας κλπ με την Τουρκία, η απόφαση αυτή της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τέμενος συμβολίζει την επιθετική επεκτατικότητα της σημερινής Τουρκίας, ως αυθεντικής έκφρασης του αυταρχικού Ισλάμ με τη χρησιμοποίηση της βίας για την επίτευξη των στόχων της, ακόμα και αν παραβιάζεται προδήλως το Διεθνές Δίκαιο. Άλλωστε, δεν πρέπει να μας διαφεύγει, παρά την τύφλωση της παραπαίουσας Δύσης, ότι η Τουρκία υπήρξε ο βασικός αρωγός του Ισλαμικού Κράτους, που βαρύνεται με χιλιάδες φρικτές δολοφονίες.
Η καταπάτηση της Αγίας Σοφίας από το καθεστώς Ερντογάν, που ήταν ενταγμένη στην νεο-οθωμανική ατζέντα, καταδεικνύει χωρίς αμφιβολίες ότι ο Ελληνισμός βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο, από την νεο-οθωμανική επεκτατικότητα στον άξονα Θράκης Αιγαίου Κύπρου και ανατολικής Μεσογείου. 200 χρόνια από την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821, το μήνυμα είναι ότι επιχειρείται η νεκρανάσταση της νεο-οθωμανικής κυριαρχίας, που απειλεί ευθέως με συρρίκνωση και “φιλανδοποίηση” την Ελλάδα και την Κύπρο.
Γι’ αυτό οφείλουμε να αντιδράσουμε ως έθνος, παρά τη χρόνια τοξική κυριαρχία του κατευνασμού και των φοβικών συνδρόμων στις εξαρτημένες και ελλιποβαρείς πολιτικές ηγεσίες των τελευταίων δεκαετιών και στο διάχυτο παρασιτισμό της οικονομικής ολιγαρχίας της χώρας. Απαιτείται επειγόντως η συγκρότηση μιας νέας εθνικής στρατηγικής και αντίληψης, η οποία θα συμπεριλαμβάνει:
- την ουσιαστική αλλαγή των διπλωματικών σχέσεων μας με στόχο τη σύναψη ισχυρών συμμαχιών βάσει των νέων γεωπολιτικών συσχετισμών,
- ισχυροποίηση και εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων,
- τόνωση της ενδογενούς παραγωγής στους τομείς, που η χώρα έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα, μεταξύ των οποίων και η πολεμική βιομηχανία,
- μέτρα για λύση του δημογραφικού προβλήματος και ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και του κοινωνικού ιστού.
Ενόψει αυτών των άμεσων εθνικών κινδύνων, θα πρέπει η χώρα να αποκτήσει ένα νέο συλλογικό όραμα, που θα έχει ως κέντρο βάρους την ολοκλήρωση του ανολοκλήρωτου της Επανάστασης του 1821.