Το μήνυμα Μεντβέντεφ, οι άσφαιρες απειλές και ο εγκλωβισμός του Τραμπ
29/05/2025
Αυτό που παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες στο διπλωματικό μέτωπο του Ουκρανικού είναι πρωτίστως το αποτέλεσμα της θεμελιώδους αντίφασης του Τραμπ, αναφορικά με αυτό τον πόλεμο. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Αμερικανός πρόεδρος θα ήθελε πολύ να απεμπλακεί, δεδομένου ότι δεν θεωρεί ότι στην Ουκρανία διακυβεύονται εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ.
Επίσης, ο Τραμπ έχει αποδεχθεί την πραγματικότητα που αρνείται το αμερικανικό βαθύ κράτος, ότι δηλαδή το διεθνές σύστημα έχει ήδη καταστεί πολυπολικό. Όπως επίσης έχει αποδεχθεί ότι στο πλαίσιο του πολυπολικού συστήματος η Ουάσινγκτον οφείλει να σέβεται τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα της Ρωσίας, όχι μόνο επειδή έτσι πρέπει να παίζεται το παιχνίδι, αλλά και ελπίζοντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα χαλαρώσει κάπως τη σχέση Μόσχας-Πεκίνου.
Θεωρώντας –όπως και σύσσωμο το κατεστημένο εθνικής ασφαλείας– ότι η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ απειλείται από την Κίνα κι όχι από τη Ρωσία, ο Τραμπ δικαιολογημένα πιστεύει ότι η στρατηγική περικύκλωσης και πίεσης, που εφάρμοσαν οι προκάτοχοί του, έριξαν την “Αρκούδα” στην αγκαλιά του “Δράκου”, γεγονός που έχει καταστήσει πολύ πιο δύσκολη την ανάσχεση της “κίτρινης” υπερδύναμης. Αναμφίβολα, η ανωτέρω θεώρηση αντανακλά την πραγματικότητα, ειδικά εάν συγκριθεί με την ηθικολογική ιδεοληψία της κυβέρνησης Μπάιντεν και της μεγάλης μερίδας του αμερικανικού βαθέος κράτους.
Αν και ο Τραμπ είχε εξαρχής μία ρεαλιστική θεώρηση για τον πόλεμο στην Ουκρανία και για την ανάγκη οι ΗΠΑ να απεμπλακούν και να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με τη Ρωσία, έχει αυτοεγκλωβισθεί επειδή εξαρχής είχε αυταπάτες και για τις αιτίες του εν λόγω πολέμου, αλλά και για δικές του δυνατότητες να οδηγήσει τις δύο εμπόλεμες πλευρές σε ένα συμβιβασμό για τον τερματισμό των συγκρούσεων. Η εξόφθαλμη βιασύνη του Αμερικανού προέδρου να επιτύχει μία εκεχειρία, που θα ενίσχυε και το προφίλ του ειρηνοποιού, ερχόταν σε αντίθεση με τις σκοπιμότητες της Μόσχας από τη μία πλευρά και του Κιέβου και της Ευρώπης από την άλλη.
Συνθήκη ειρήνης
Το Κρεμλίνο παγίως επιδιώκει διαπραγματεύσεις για μία συνθήκη ειρήνης που θα λύσει το Ουκρανικό, κυρίως σύμφωνα με τις ρωσικές επιδιώξεις. Απορρίπτει την εκεχειρία για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή δικαιολογημένα θεωρεί ότι έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και ευρύτερα το πάνω χέρι στο στρατιωτικό επίπεδο. Δεύτερον, επειδή φοβάται πως το μεν Κίεβο θα χρησιμοποιήσει την εκεχειρία για να αναδιοργανώσει τις πιεζόμενες ένοπλες δυνάμεις του, η δε Ευρώπη για να τις επανεξοπλίσει και πιθανόν για να δημιουργήσει τετελεσμένο, στέλνοντας στρατεύματα στην Ουκρανία με το πρόσχημα της παροχής εγγυήσεων. Στην αντίπερα όχθη, ήθελαν τη συνέχιση του πολέμου, επειδή το μεν καθεστώς Ζελένσκι έτσι παρέμενε στην εξουσία, η δε Ευρώπη θεωρούσε ότι έτσι προκαλούσε φθορά στη Ρωσία.
Ο Τραμπ μπήκε δυναμικά για να επιβάλει αρχικά μία εκεχειρία 30 ημερών με δυνατότητα παράτασης, στην πραγματικότητα για να παγώσει τις συγκρούσεις. Θεωρούσε δικαιολογημένα, μάλιστα, πως με αυτό τον τρόπο θα διέσωζε την Ουκρανία, η οποία βρίσκεται πραγματικά υπό ισχυρή στρατιωτική πίεση και κινδυνεύει αφενός να χάσει πολλά περισσότερα εδάφη από όσα έχει χάσει μέχρι τώρα, αφετέρου να υποστεί πρόσθετες καταστροφές, χωρίς καθόλου να αποκλείεται και η κατάρρευση.
Πρώτος στόχος του Λευκού Οίκου ήταν να πειθαναγκάσει τον Ζελέσνκι να εγκαταλείψει την αρχική αρνητική στάση του και να αποδεχθεί την εκεχειρία. Προς την ίδια κατεύθυνση ήταν και οι πιέσεις του προς τους Ευρωπαίους να εγκαταλείψουν τις πολεμικές κραυγές, ξεκαθαρίζοντάς τους πως δεν μπορούν να υπολογίζουν σε περαιτέρω αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή στο Ουκρανικό. Μέσα από τα γνωστά γεγονότα, και ο Ουκρανός πρόεδρος και το τρίγωνο Λονδίνο-Παρίσι-Βερολίνο υιοθέτησαν τη γραμμή Τραμπ, όχι τόσο επειδή άλλαξαν θέση και επιδιώκουν την ειρήνη, αλλά επειδή σωστά διέγνωσαν ότι το Κρεμλίνο δεν θέλει την εκεχειρία. Ποντάρισαν ότι εάν έριχναν την ευθύνη για το αδιέξοδο στον Πούτιν, ο Λευκός Οίκος θα στρεφόταν εναντίον του και θα ευθυγραμμιζόταν μαζί τους.
Οι ελιγμοί του Πούτιν
Ο Πούτιν διάβασε σωστά ότι ο Τραμπ δεν επεδίωκε την ήττα της Ρωσίας, όπως η υπόλοιπη Δύση. Προσπάθησε, λοιπόν, να ελιχθεί, ώστε και να μην εγκαταλείψει τις ρωσικές επιδιώξεις στην Ουκρανία, αλλά και να δώσει κάτι στον Αμερικανό ομόλογό του για να αντισταθεί στις κατηγορίες που του εκτοξεύει συνεχώς το δυτικό “κόμμα του πολέμου” ότι παίζει το παιχνίδι της Μόσχας. Για το σκοπό αυτό, το Κρεμλίνο υιοθέτησε μία ευέλικτη τακτική “ναι μεν αλλά” σε σχέση με την εκεχειρία, καθώς και μία ρητορική επαίνων για τις ειρηνευτικές προσπάθειες του Τραμπ.
Έτσι φθάσαμε από τη μία ο Αμερικανός πρόεδρος να επικοινωνεί τηλεφωνικά με τον Ρώσο ομόλογό του και να διαβεβαιώνει ότι η Ρωσία επιδιώκει την ειρήνη κι από την άλλη να αγανακτεί με τις ρωσικές επιθέσεις σε ουκρανικούς στόχους και να απειλεί ευθέως τη Μόσχα με καταστροφικές κυρώσεις. Την παλινδρόμηση αυτή του Τραμπ την είδαμε δύο-τρεις φορές. Μέχρι τώρα, το Κρεμλίνο απέφευγε να απαντήσει στις απειλές του Λευκού Οίκου, αποδίδοντάς τες και στον χαρακτήρα του Αμερικανού προέδρου, αλλά και στις εσωτερικές πιέσεις που δέχεται από το βαθύ κράτος.
Την τελευταία φορά, όμως, Το Κρεμλίνο θεώρησε ότι οι επαναλαμβανόμενες απειλές του Τραμπ είχαν υπερβεί το όριο ανοχής, ειδικά η τελευταία: «Αυτό που δεν συνειδητοποιεί ο Πούτιν είναι ότι αν δεν ήμουν εγώ, πολλά πραγματικά άσχημα πράγματα θα είχαν ήδη συμβεί στη Ρωσία, και εννοώ ΠΟΛΥ ΑΣΧΗΜΑ. Παίζει με τη φωτιά!». Το “παίζει με τη φωτιά” είναι μία έμμεση απειλή αμερικανικής στρατιωτικής εμπλοκής, κάτι το οποίο δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό από τη ρωσική ηγεσία.
Το μήνυμα Μεντβέντεφ
Ως εκ τούτου έπρεπε να του σταλεί ένα μήνυμα. Στη Μόσχα, άλλωστε, δεν θεωρούν τον Αμερικανό πρόεδρο τον ουδέτερο τρίτο που μπορεί να μεσολαβήσει. Θεωρούν ότι οι ΗΠΑ εξώθησαν τα πράγματα, υποχρεώνοντας τη Ρωσία να εισβάλει και στη συνέχεια εμπλέκονται εμμέσως πλην σαφώς στον πόλεμο. Ως εκ τούτου δεν είναι αποδεκτές ως ουδέτερος τρίτος, παρότι ο Πούτιν για λόγους δικής του σκοπιμότητας δεν έχει απορρίψει την ειρηνευτική πρωτοβουλία του Αμερικανού ομολόγου του.
Έτσι φθάσαμε στη δήλωση Μεντβέντεφ: «Εγώ γνωρίζω μόνο ένα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΣΧΗΜΟ πράγμα – τον Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ελπίζω ο Τραμπ να το καταλαβαίνει αυτό!». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανωτέρω δήλωση έγινε με εντολή Πούτιν και έχει σκοπό να πει στον Λευκό Οίκο ότι δεν μπορεί να απειλεί τη Ρωσία, μία μεγάλη πυρηνική δύναμη. Ο Ρώσος πρόεδρος απέφυγε να υπογράψει ο ίδιος το μήνυμα για να αφήσει ανοικτό τον δίαυλο με τον Αμερικανό ομόλογό του.
Το μήνυμα του Κρεμλίνου είναι μία έμμεση πλην σαφής προειδοποίηση ότι εάν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ εμπλακούν άμεσα στον πόλεμο, η Μόσχα δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να χρησιμοποιήσει τακτικά πυρηνικά. Το ίδιο μήνυμα, άλλωστε, έχει σταλεί και σε προηγούμενες φάσεις, όταν στον Λευκό Οίκο ήταν ο Μπάιντεν. Για όποιον έχει παρακολουθήσει προσεκτικά αυτόν τον πόλεμο είναι ξεκάθαρο πως αυτή είναι η μόνη δεδηλωμένη και αναμφισβήτητη κόκκινη γραμμή της Μόσχας.
Χωρίς αποτελεσματικό μοχλό πίεσης
Κατά πάσα πιθανότητα ο Τραμπ δεν απείλησε με άμεση στρατιωτική εμπλοκή. Μάλλον, επανέφερε την απειλή για πρόσθετες οικονομικές κυρώσεις, με επιβολή δασμών 500% στις χώρες που θα αγοράσουν ρωσική ενέργεια. Επανήλθε, όμως, διευκρινίζοντας ότι δεν θεωρεί παραγωγικές τις κυρώσεις. Στην πραγματικότητα, η Ουάσινγκτον δεν έχει αποτελεσματικό μοχλό πίεσης της Ρωσίας κι αυτό έχει αποδειχθεί από την αντοχή της ρωσικής οικονομίας (το 2024 είχε ανάπτυξη 4,1% πάνω από όλες τις δυτικές οικονομίες) στο πρωτοφανές πλήθος κυρώσεων που της έχουν επιβληθεί από τη Συλλογική Δύση.
Αυτό έχει αρχίσει να το συνειδητοποιεί ο Τραμπ παρά το γεγονός ότι το δυτικό “κόμμα του πολέμου” συνεχίζει λες και η Ρωσία είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Όπως αρχίζει να συνειδητοποιεί πως όσα ισχυρίζονται και οι αμερικανικές υπηρεσίες για 1.000.000 ρωσικές απώλειες και για επικείμενη αποσταθεροποίηση του καθεστώτος Πούτιν είναι ευσεβείς πόθοι, παρά πραγματικότητα. Όλα δείχνουν ότι οι Ρώσοι είναι σε θέση να συνεχίσουν τον πόλεμο, καταλαμβάνοντας αργά αλλά σταθερά πρόσθετα ουκρανικά εδάφη, αλλά και προκαλώντας τέτοια φθορά στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις που δυνάμει τις απειλούν με κατάρρευση.
Το Κίεβο έχει επενδύσει όλες του τις ελπίδες σε μία άμεση στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ στον πόλεμο, αλλά αυτό φαίνεται πως έχει αποκλεισθεί οριστικά από τον Τραμπ. Ο Πούτιν είναι έτοιμος να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με σκοπό μία οριστική συνθήκη ειρήνης, αλλά χωρίς εκεχειρία, με τον πόλεμο δηλαδή να συνεχίζεται. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, αυτό που πρακτικά μένει στον Αμερικανό πρόεδρο είναι, εμμέσως πλην σαφώς να προσαρμοσθεί, ή να εγκαταλείψει την Ουκρανία, συνεχίζοντας να της παρέχει επιχειρησιακές πληροφορίες για να μην κατηγορηθεί από το αμερικανικό βαθύ κράτος ότι την παρέδωσε στους Ρώσους. Αλλά και έτσι, η διαφαινόμενη ήττα του Κιέβου θα είναι ήττα και για τη Δύση, μη εξαιρουμένων των ΗΠΑ.