Ο Τραμπ παίζει πόκερ στη Μέση Ανατολή με το Ιράν
27/08/2019Από τις πρώτες ημέρες της εκλογής του, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακάτεψε την τράπουλα στη Μέση Ανατολή, μην αφήνοντας καμία αμφιβολία για το ποιο στρατόπεδο επέλεξε. Η Ουάσιγκτον συμπλέει απολύτως με το Ισραήλ και την ομάδα των εμιράτων του Κόλπου που ακολουθούν τη Σαουδική Αραβία. Δεν κρύβει ότι πρόθεσή της είναι να αποσταθεροποιήσει το σιιτικό καθεστώς στο Ιράν, το οποίο έχει ισχυρή στρατιωτική παρουσία και ασκεί μεγάλη επιρροή και στο Ιράκ και στη Συρία.
Ο Αμερικάνος πρόεδρος, μάλιστα, δεν περιορίζεται στο να χαρακτηρίσει το Ιράν «αντίπαλο», αλλά έφτασε να το εξισώσει με τους τζιχαντιστές της Αλ Κάιντα, υιοθετώντας τη ρητορική των δύο βασικών σύμμαχων των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή, του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας. Χώρες που για τους δικούς της λόγους η καθεμία θεωρούν το Ιράν υπ’ αριθμόν ένα εχθρό.
Για όποιον γνωρίζει τα στοιχειώδη για τη Μέση Ανατολή, η εξίσωση του Ιράν με την Αλ Κάιντα είναι απλώς γελοία. Όπως είναι γνωστό, οι τζιχαντιστές και της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους είναι φανατικοί σουνίτες, οι οποίοι μισούν και εξοντώνουν όποτε έχουν την ευκαιρία τους –κατ’ αυτούς αιρετικούς– σιίτες. Γι’ αυτούς το Ιράν είναι απόλυτος εχθρός.
Ο σιιτικός διάδρομος στη Μέση Ανατολή
Το Ισραήλ είναι εχθρικό απέναντι στο Ιράν, επειδή το θεωρεί τη μόνη υπολογίσιμη αντίπαλη δύναμη στην περιοχή. Η Τεχεράνη, εξάλλου, στηρίζει τη Χεζμπολάχ, την οργάνωση των σιιτών του Λιβάνου, η οποία το 2006 επέτυχε το ακατόρθωτο: να υποχρεώσει τον πανίσχυρο ισραηλινό στρατό, που είχε εισβάλει στο νότιο Λίβανο, σε υποχώρηση. Το Τελ Αβίβ θεωρεί γεωπολιτικό εφιάλτη και απειλή για την εθνική του ασφάλεια, τον σιιτικό διάδρομο που ξεκινάει από το Ιράν και μέσω Ιράκ, Συρίας και Λιβάνου φτάνει στη Μεσόγειο.
Όσον αφορά τη Σαουδική Αραβία, αυτή θεωρεί το Ιράν τον βασικό ανταγωνιστή στην περιοχή του Κόλπου. Η σύγκρουσή τους οξύνεται και από την θρησκευτική αντιπαλότητα, αλλά το βασικό υπόστρωμα είναι γεωπολιτικό. Είναι ενδεικτικό ότι το Ριάντ και τα εμιράτα που συμπλέουν μαζί του απομόνωσαν και επιχείρησαν να αποσταθεροποιήσουν το καθεστώς του Κατάρ, επειδή αυτό το εμιράτο, αν και σουνιτικό, έχει σχέσεις συνεργασίας με το Ιράν και συμμαχική σχέση με την Τουρκία, η οποία αυτή την περίοδο συμπλέει με την Τεχεράνη.
Αμέσως μετά την εκλογή του, ο πρόεδρος είχε εκφωνήσει μια ομιλία στο Ριάντ ενώπιον πολλών Αράβων αρχηγών κρατών, η οποία είχε σηματοδοτήσει το τέλος της πολιτικής για εξομάλυνση των σχέσεων των ΗΠΑ με το Ιράν. Είχε, μάλιστα, χαρακτηρίσει «βασικό εχθρό το Ιράν», το οποίο είχε κατηγορήσει ότι «χρηματοδοτεί, οπλίζει και εκπαιδεύει τους τρομοκράτες, οι οποίοι εξαπλώνουν το χάος και την καταστροφή σε όλη την περιοχή».
«Συντριπτικές κυρώσεις»
Με τον καιρό, η ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών κλιμακώθηκε τόσο που το ενδεχόμενο ακόμα και στρατιωτικής σύγκρουσης στην περιοχή δεν έμοιαζε απίθανο. Γνωρίζοντας τις ολέθριες συνέπειες μίας τέτοιας εξέλιξης, ο πρόεδρος Τραμπ επέλεξε τελικά τον δρόμο των οικονομικών κυρώσεων. Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει επιβάλει «τις πιο συντριπτικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί ποτέ στην αμερικανική ιστορία».
Αυτές ήρθαν μετά την μονομερή απόσυρση των ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, την οποία είχε διαπραγματευτεί και υπογράψει η κυβέρνηση Ομπάμα. «Η συμφωνία του Ομπάμα ήταν η πιο βλακώδης συμφωνία που θα βρεις ποτέ» έχει δηλώσει ο Αμερικανός πρόεδρος. Η μονομερής απόφαση της Ουάσιγκτον, που είχε ανακοινωθεί τον Μάιο του 2018, δεν υιοθετήθηκε από τις άλλες χώρες που είχαν υπογράψει τη συμφωνία. Αντίθετα, η Γαλλία, η Βρετανία, η Γερμανία, η Ρωσία και η Κίνα, όπως και η ΕΕ ως σύνολο, εξέφρασαν την δυσφορία τους για την αμερικανική στάση.
Παρ’ όλα αυτά, η Ουάσινγκτον, επέβαλε βαρύτατες εμπορικές και οικονομικές κυρώσεις στην Τεχεράνη, με το πρόσχημα ότι το Ιράν παραβίασε ορισμένα όρια που επέβαλε η συμφωνία του 2015. Οι κυρώσεις αυτές στοχοποίησαν τον βασικό πνεύμονα της ιρανικής οικονομίας, τις εξαγωγές πετρελαίου, όπως και τις δύο βασικές αρτηρίες που τον υποστηρίζουν, τις τράπεζες και τη ναυτιλία, με σκοπό να τις απομονώσουν και κατ’ αυτόν τον τρόπο να τις εξουδετερώσουν.
Οι “Φρουροί της Επανάστασης”
Στόχος της Ουάσινγκτον ήταν και παραμένει να αποσταθεροποιήσει και να ανατρέψει το καθεστώς, χωρίς στρατιωτική παρέμβαση. Δεν αμφισβητείται η στρατιωτική υπεροχή των Αμερικανών έναντι του Ιράν, αλλά, όπως απέδειξε και η εκστρατεία στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, ακόμα και εάν καταλάβεις μία χώρα είναι εξαιρετικά δαπανηρό και αιματηρό να την διατηρήσεις υπό κατοχή. Πολύ περισσότερο που το Ιράν είναι μία δύσβατη, πολυπληθής και εθνικά ομοιογενής χώρα, η οποία έχει μεγάλη ιστορία.
Η επιτυχημένη στρατιωτική εμπλοκή των Ιρανών και στο Ιράκ και στη Συρία έχει εκτοξεύσει την επιρροή τους στην ευρύτερη περιοχή, γεγονός που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην επιβολή των κυρώσεων, που προβλέπονται από την αμερικανική αντιτρομοκρατική νομοθεσία. Οι “Φρουροί της Επανάστασης”, το επίλεκτο τμήμα των ιρανικών ένοπλων δυνάμεων εντάχθηκαν από τις ΗΠΑ στην κατηγορία των τρομοκρατικών οργανώσεων, παρότι είναι θεσμός στο Ιράν. Σημειώνεται ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που η Ουάσιγκτον χαρακτηρίζει επισήμως τρομοκρατική οργάνωση στρατιωτικό σώμα μιας άλλης χώρας.
Οι “Φρουροί της Επανάστασης” (Sepāh) είναι κάτι σαν θεματοφύλακες του ισλαμικού καθεστώτος και αποτελούν έναν πανίσχυρο στρατιωτικό και πολιτικό πυλώνα του σύγχρονου Ιράν. Είναι αυτοί, εξάλλου, που έχουν επιτύχει όσα έχει επιτύχει η Τεχεράνη σε Ιράκ και Συρία. Η ίδρυση αυτού του σώματος έγινε αμέσως μετά την ισλαμική επανάσταση του 1979, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή του σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί και την άνοδο στην εξουσία του Αγιατολάχ Χομεϊνί.
Στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον
Φοβούμενος για τη ζωή του και για να στηρίξει το νέο ισλαμικό καθεστώς, δημιούργησε τους “Φρουρούς της Επανάστασης”. Ουσιαστικά ήταν μία δικλείδα ασφαλείας για την περίπτωση που οι παραδοσιακές ένοπλες δυνάμεις στρέφονταν πραξικοπηματικά εναντίον του νέου καθεστώτος, αλλά και για την περίπτωση που θα εκδηλωνόταν δυτική στρατιωτική επέμβαση. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές ένοπλες δυνάμεις, οι “Φρουροί της Επανάστασης” δεν έχουν ως πρώτη τους αποστολή την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας του Ιράν. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η αποστολή τους είναι «η προάσπιση της Επανάστασης και των κεκτημένων της».
Το επίλεκτο αυτό στρατιωτικό σώμα βρίσκεται εδώ και χρόνια στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον, η οποία εξαρχής προσπάθησε να καταλάβει τον τρόπο λειτουργίας και χρηματοδότησής του. Οι “Φρουροί της Επανάστασης” αριθμούν 125.000 ένοπλους και τελούν υπό την εποπτεία του ανώτατου ηγέτη, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (IISS). Έχουν δική τους αεροπορία, δικές τους ναυτικές δυνάμεις και δική τους υπηρεσία πληροφοριών, ουσιαστικά είναι ένας παράλληλος στρατός.
Με το πέρασμα των χρόνων, οι “Φρουροί της Επανάστασης” άλλαξαν. Αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και στις διακυμάνσεις της εσωτερικής πολιτικής ζωής στο Ιράν. Αναβαπτίστηκαν ως προστάτες του ιρανικού έθνους και όχι απλά ως πυλώνας του ισλαμικού καθεστώτος. Κέρδισαν τη νεολαία της χώρας, προτάσσοντας και καλλιεργώντας τις εθνικές τους καταβολές. Ο πυρήνας των “Φρουρών της Επανάστασης” σταθερά είναι αντίθετος με την πολιτική επαναπροσέγγισης με τις ΗΠΑ, τις οποίες χαρακτηρίζουν αναξιόπιστες.
Αυτή η θέση του τους έχει φέρει σε αντιπαράθεση με ένα μέρος της πολιτικής και κοινωνικής ελίτ που υιοθετεί μία πιο ρεαλιστική εξωτερική πολιτική, επιδιώκοντας την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Δύση. Η πολιτική του προέδρου Τραμπ να αποσυρθεί από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα και να χαρακτηρίσει τους “Φρουρούς της Επανάστασης” τρομοκρατική οργάνωση, φάνηκε να δικαιώνει τη θέση τους και να τους ενισχύει πολιτικά στο εσωτερικό του Ιράν. Αντιστρόφως αποδυναμώνει πολιτικά τον μετριοπαθή πρόεδρο Χασάν Ροχανί.