Ο Τραμπ, το «πίτμπουλ» και οι Ρώσοι πράκτορες
23/08/2018Ισχυρό διπλό πλήγμα από τα δικαστήρια δέχθηκε ο Τραμπ, καθώς ο πρώην επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του κρίθηκε ένοχος, ενώ σε άλλη δίκη ο πρώην προσωπικός δικηγόρος του ομολόγησε και τον ενέπλεξε προσωπικά. Σε δύο διαφορετικές υποθέσεις, δύο διαφορετικά δικαστήρια «έδειξαν» τον Αμερικανό πρόεδρο, πληγώνοντας το γόητρό του και αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για νομικές συνέπειες.
Η θητεία του Τραμπ έχει συνδεθεί από την αρχή με δικαστικές υποθέσεις σε βάρος πολλών στενών συνεργατών του, οι οποίες απειλούν να πλήξουν άμεσα και τον ίδιο. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των υποθέσεων η προεκλογική εκστρατεία του Ρεπουμπλικάνου και οι κατηγορίες για σύμπραξή του με τον Πούτιν και τις ρωσικές υπηρεσίες.
Ο Τραμπ εχει αποκαλέσει επανειλημμένως την υπόθεση «κυνήγι μαγισσών», αρνείται οποιαδήποτε σύμπραξη με τους Ρώσους, ενώ οι κατά καιρούς τοποθετήσεις του στο ζήτημα έχουν προκαλέσει πρόσθετες αντιδράσεις με αποκορύφωμα τις δηλώσεις του στο Ελσίνκι ότι εμπιστεύεται περισσότερο τον Πούτιν απ’ ότι τις αμερικανικές υπηρεσίες. Δηλώσεις που στην συνέχεια ανασκεύασε βέβαια.
Τον πρόδωσε το «πίτμπουλ»
Οι εξελίξεις ξεκίνησαν από την Νέα Υόρκη, εκεί όπου, ενώπιον ομοσπονδιακού δικαστή του Μανχάταν, ο πρώην προσωπικός δικηγόρος του Τραμπ, Μάικλ Κόεν, ομολόγησε την ενοχή του σε οκτώ κατηγορίες, ανάμεσά τους και της παραβίασης της νομοθεσίας για τη χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών.
Ο Κόεν παραδέχθηκε ότι κατέβαλε 130.000 και 150.000 δολάρια σε δύο γυναίκες, οι οποίες ισχυρίζονταν πως είχαν σεξουαλικές συνευρέσεις με τον Αμερικανό πρόεδρο, με στόχο να μην αποκαλύψουν πληροφορίες που θα τον «έπλητταν», κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του. Παραδέχθηκε δηλαδή ότι παραβίασε την νομοθεσία περί εκλογικής χρηματοδότησης και ότι αυτό έγινε κατά διαταγή ενός «υποψηφίου για ομοσπονδιακό αξίωμα», τον οποίο δεν κατονόμασε, αλλά όλοι εννόησαν ποιος ήταν.
Η ομολογία αποτελεί βόμβα για τον Τραμπ, καθώς τον εμπλέκει σε πιθανή διάπραξη ποινικού αδικήματος και αυτό παρά το γεγονός ότι οι πληρωμές στην πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς και στην πρώην πλεϊμέιτ Κάρεν ΜακΝτούγκαλ ήταν γνωστές. Οι δύο γυναίκες επιμένουν ότι είχαν σχέσεις με τον Τραμπ, την δεκαετία του 2000, ο ίδιος ωστόσο αρνείται ότι έγινε οτιδήποτε παράνομο σε αυτές τις δύο υποθέσεις.
Αυτό ωστόσο που κάνει δυσβάσταχτο το πλήγμα, αλλά παραλλήλως και ιδιαίτερα εντυπωσιακό, είναι ότι προέρχεται από τον Μάικλ Κόεν. Τον απόλυτα πιστό στον Τραμπ δικηγόρο, ο οποίος για περισσότερο από μια δεκαετία δούλευε σε συνθήκες απόλυτης εμπιστοσύνης για τον νεοϋορκέζο μεγιστάνα. Προσφάτως μάλιστα ο Κόεν είχε δηλώσει έτοιμος να «φάει σφαίρα» για τον Αμερικανό πρόεδρο δικαιώνοντας το παρατσούκλι «το πίτμπουλ του Τραμπ» που του είχαν αποδώσει.
«Μάγισσες» και δικηγόροι
Οι κατηγορίες που έχουν απαγγελθεί στον Κόεν επισύρουν ποινές που φτάνουν έως και τα 65 χρόνια κάθειρξη. Ωστόσο, η ποινή του, η οποία θα αναγγελθεί στις 12 Δεκεμβρίου, αναμένεται να είναι μειωμένη, αφού ομολόγησε την ενοχή του.
Ο δικηγόρος του πάντως διερωτήθηκε αν οι ενέργειες του Κόεν, δηλαδή η πληρωμή των δύο γυναικών, «αποτελούν έγκλημα» για τον πελάτη του» «γιατί δεν αποτελούν έγκλημα για τον Ντόναλντ Τραμπ;», ενώ ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας του Μανχάταν, βγαίνοντας από το δικαστήριο, έκανε λόγο για «πολύ σοβαρές κατηγορίες, που αντανακλούν έναν τρόπο δράσης βασισμένο σε ψέματα και ατιμία».
Και εδώ είναι που πιάνει δουλειά ο Ρούντι Τζουλιάνι, ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης και επικεφαλής, πλέον, της ομάδας των δικηγόρων του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τζουλιάνι υποστηρίζει ότι στις κατηγορίες εναντίον του Κόεν «δεν εμπεριέχεται καμιά κατηγορία για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη σε βάρος του προέδρου». Αξιοποιώντας μάλιστα ακόμη και την δήλωση του ομοσπονδιακού εισαγγελέα σημειώνει ότι «είναι σαφές πως οι ενέργειες του Κόεν αντανακλούν ένα μοτίβο ψεμάτων και ατιμίας για μια μακρά χρονική περίοδο».
Πως φτάσαμε όμως στην ομολογία του Κοέν; Ο πρώην δικηγόρος του Αμερικανού προέδρου συμφώνησε με τους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς στη Νέα Υόρκη να δηλώσει ένοχος για οικονομικά αδικήματα και να εκτίσει ποινή φυλάκισης. Αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας ήταν το βράδυ της Δευτέρας να παραδοθεί στο FBI.
Από την Κυριακή ωστόσο, οι New York Times υπογράμμιζαν ότι οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς επικέντρωναν πλέον την έρευνά τους στα δάνεια, ύψους 20 εκατομμυρίων δολαρίων, που είχε λάβει ο Κόεν από εταιρείες ταξί που ανήκουν στον ίδιο και την οικογένειά του. Οι εισαγγελείς ερευνούσαν, αν διέπραξε τραπεζική και φορολογική απάτη, παράλληλα με την έρευνα για πιθανή παραβίαση της νομοθεσίας περί προεκλογικών εκστρατειών, την πληρωμή δηλαδή της πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2016.
Ο Κόεν εξακολουθούσε να παρέχει νομικές συμβουλές στον Αμερικανό πρόεδρο και μετά την εκλογή του, οι σχέσεις τους όμως επιδεινώθηκαν ραγδαία, μετά τις έρευνες που έκανε τον περασμένο Απρίλιο το FBI, στο γραφείο, το σπίτι και ένα δωμάτιο ξενοδοχείου όπου έμενε. Σε αυτές τις εφόδους που έγιναν στο πλαίσιο της έρευνας του ειδικού εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ, ο οποίος ερευνά την πιθανή συνεργασία του προεκλογικού επιτελείου του Τραμπ με τη Μόσχα, οι ομοσπονδιακοί πράκτορες κατέσχεσαν έγγραφα του Κόεν, ενώ διαπιστώθηκε και η «κακή συνήθειά» του να καταγράφει τις συνομιλίες του με τον Αμερικανό πρόεδρο.
Η καταδίκη Μάναφορντ
Την ώρα που ο Κόεν «παρέδιδε» τον κύριο του στις Αρχές, ένα άλλο δικαστήριο στην Αλεξάντρια, κοντά στην Ουάσινγκτον, ανακήρυττε ένοχο για τραπεζική και φορολογική απάτη, τον Πολ Μάναφορτ, τον πρώην διευθυντή της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Μάναφορντ αντιμετώπιζε συνολικά 18 κατηγορίες, οι ένορκοι όμως κατέληξαν σε ετυμηγορία μόνο για τις οκτώ, καθώς για τις υπόλοιπες δέκα υπήρξε ασυμφωνία των ενόρκων και ο δικαστής κήρυξε κακοδικία.
Αν η εξέλιξη στην υπόθεση Κόεν συμβολίζει την «προδοσία» του Τραμπ από έναν ορκισμένο πιστό, πρώην συνεργάτη του, η καταδίκη Μάναφορντ έχει και αυτή τον δικό της συμβολισμό. Ουσιαστικά πρόκειται για την πρώτη δίκη που προέκυψε στο πλαίσιο των ερευνών του Μιούλερ για την πιθανή εμπλοκή των ρωσικών υπηρεσιών στις αμερικανικές εκλογές.
Ο Μάναφορντ έμεινε σιωπηλός και δεν αντέδρασε στην ετυμηγορία, ο δικηγόρος του ωστόσο ανέφερε, ότι ο πρώην ισχυρός άνδρας του επιτελείου του Τραμπ είναι «απογοητευμένος» και «ζυγίζει όλες τις επιλογές του». Μετά την καταδίκη του, ο Μάναφορτ αντιμετωπίζει ποινή κάθειρξης έως και 80 έτη, ο δικαστής πάντως, στην βάση ομοσπονδιακών οδηγιών, είναι πολύ πιθανόν να επιλέξει «μια ποινή από επτά ως εννιά χρόνια» κάθειρξη.
«Αισθάνομαι πολύ άσχημα» για τον Μάναφορτ είπε ο αμερικανός πρόεδρος, χαρακτηρίζοντάς τον έναν «καλό άνθρωπο». Επανέλαβε ωστόσο ότι η καταδίκη, αν και έγινε στο πλαίσιο του “κυνηγιού μαγισσών” δεν είχε «καμία σχέση» με την υποτιθέμενη αθέμιτη σύμπραξη της προεκλογικής εκστρατείας του με την Ρωσία. «Ψάχνουν ακόμη την σύμπραξη. Πού είναι η σύμπραξη; Βρείτε τη σύμπραξη!», επέμεινε, απευθυνόμενος σε υποστηρικτές του στην Βιρτζίνια. Όταν ρωτήθηκε για τον Κόεν πάντως, δεν έκανε κανένα σχόλιο.
Οι φόβοι του Τραμπ
Η ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης Μάναφορντ, η οποία κράτησε δύο εβδομάδες και προκάλεσε σοβαρές αντιπαραθέσεις, αποτελεί νίκη για τον ειδικό εισαγγελέα Μιούλερ και παραλλήλως πλήγμα για τον Αμερικανό πρόεδρο. Η έρευνα του Μιούλερ για την φερόμενη ρωσική ανάμιξη στις προεδρικές εκλογές του 2016 συνεχίζεται, την ώρα που ο Λευκός Οίκος έχει κάνει ασταμάτητες εκκλήσεις για τον τερματισμό της.
Ο Τραμπ έχει πει κατ’ επανάληψη ότι δεν υπήρξε αθέμιτη σύμπραξη με την Μόσχα και χαρακτηρίζει συνεχώς «κυνήγι μαγισσών» την έρευνα του Μιούλερ. Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών ωστόσο έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρξε ρωσική ανάμιξη στις εκλογές, κάτι που αναγνώρισε και ο Τραμπ, αρνούμενος ωστόσο την σύμπραξη του ίδιου και του επιτελείου του.
Την Δευτέρα, σε συνέντευξή του στο Ρόιτερς, ο Αμερικανός πρόεδρος εμφανίστηκε να ενστερνίζεται τις ανησυχίες του δικηγόρου του Τζουλιάνι για το ενδεχόμενο να αποφασίσει να δώσει κατάθεση ή συνέντευξη στον Μιούλερ. Σημειώνεται ότι ο Τζουλιάνι έχει υποστηρίξει ότι, αν ο πρόεδρος συμφωνήσει να καταθέσει στον Μιούλερ, μπορεί να βαδίσει κατευθείαν μέσα σε μια «παγίδα», σκοπός της οποίας είναι να του ασκηθεί δίωξη για «ψευδορκία».
Ο Τραμπ εξέφρασε την ανησυχία ότι η ομάδα του Μιούλερ θα κάνει κατ’ αντιπαράσταση σύγκριση των δηλώσεών του με καταθέσεις άλλων, όπως του πρώην διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμι, με σκοπό να χρησιμοποιήσει εναντίον του, όποια ασυμφωνία εντοπίσει. «Ακόμα κι αν πω την αλήθεια, θα με βγάλουν ψεύτη. Δεν ωφελεί αυτό», είπε χαρακτηριστικά, χωρίς να ξεκαθαρίζει αν θα δώσει τελικά συνέντευξη ή κατάθεση στον Μιούλερ.
Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν ξεκαθάρισε όμως ούτε αν θα αφαιρέσει από τον Μιούλερ την εξουσιοδότηση να χρησιμοποιεί απόρρητα έγγραφα που διαθέτει, όπως έκανε, πριν μία εβδομάδα, στην υπόθεση του πρώην διευθυντή της CIA, Τζον Μπρέναν, ο οποίος έχει χαρακτηρίσει προδοτική τη στάση του Τραμπ απέναντι στην Ρωσία.
Την ίδια ώρα, οι Δημοκρατικοί, μέσω του κορυφαίου στελέχους τους στην Επιτροπή της Γερουσίας για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών, του γερουσιαστή Μαρκ Γουόρνερ, προειδοποιούν τον Αμερικανό πρόεδρο να μην κάνει «καμία απόπειρα για την απονομή χάριτος στον Μάναφορτ». Τον προειδοποιούν επίσης να μην επέμβει στην έρευνα για την εκστρατεία του, γιατί μια τέτοια ενέργεια «θα αποτελούσε χονδροειδή κατάχρηση εξουσίας και θα απαιτούσε την ανάληψη άμεσης δράσης από το Κογκρέσο».