Ο Τραμπ βλέπει τη Μέση Ανατολή με τα μάτια του Ισραήλ
25/05/2018Η μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, που προκάλεσε τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και το λουτρό αίματος στη Γάζα, ως πολιτική κίνηση συνδυάζεται με την καταγγελία από την Ουάσιγκτον της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Στην πραγματικότητα, ο πρόεδρος Τραμπ επαναφέρει την αμερικανική εξωτερική πολιτική για τη Μέση Ανατολή στις χειρότερες ημέρες των νεοσυντηρητικών επί προεδρίας Μπους του νεότερου.
Τότε, οι ΗΠΑ είχαν υιοθετήσει τη στρατηγική της “αναμόρφωσης” της Μέσης Ανατολής με δεδηλωμένους σταθμούς την ανατροπή κατά σειρά των μη ελεγχόμενων από καθεστώτων του Ιράκ, της Συρίας και του Ιράν. Πράγματι, ξεκίνησαν με τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ, αλλά γρήγορα αποδείχθηκε πως το δύσκολο ήταν όχι η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, αλλά η επιβολή ενός βιώσιμου διάδοχου καθεστώτος.
Οι Αμερικανοί “βούλιαξαν” για χρόνια στο ναρκοπέδιο του Ιράκ, μέχρι την αποχώρησή τους επί Ομπάμα. Η αποτυχία σ’ αυτό το επίπεδο τους υποχρέωσε να μην προχωρήσουν στα επόμενα, να μην πραγματοποιήσουν στρατιωτικές εισβολές στη Συρία και στο Ιράν. Το μόνο που κατάφεραν με εκείνο τον πόλεμο είναι ότι η Τεχεράνη απέκτησε σημαντική επιρροή στο Ιράκ. Μπορεί ο νικητής των πρόσφατων εκλογών αντιαμερικανός σιίτης Σαντρ να μην τα πάει καλά με την Τεχεράνη, αλλά, λόγω και των κοινοβουλευτικών συσχετισμών, είναι μάλλον απίθανο να στραφεί εναντίον της.
Η στρατηγική των νεοσυντηρητικών στη δεκαετία του 2000, εάν δεν υπαγορεύθηκε, τουλάχιστον επηρεάσθηκε αποφασιστικά από τον τρόπο που το Ισραήλ βλέπει τη Μέση Ανατολή και κατ’ επέκτασιν από τις στρατηγικές επιλογές του. Κι αυτό δεν συνέβη μόνο, επειδή κορυφαία στελέχη των νεοσυντηρητικών ήταν εβραίοι, αλλά και επειδή οι νεοσυντηρητικοί είχαν ιδεολογικά την τάση να υιοθετήσουν τη στρατηγική ανατροπής των μη ελεγχόμενων καθεστώτων, την οποία είχε για τους δικούς του λόγους υιοθετήσει το Τελ Αβίβ.
Η ισραηλινή οπτική
Τηρουμένων των αναλογιών το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Ο πρόεδρος Τραμπ έχει από την προεκλογική περίοδο υιοθετήσει την ισραηλινή οπτική για τη Μέση Ανατολή. Είχε από τότε δεσμευθεί και ότι θα μεταφέρει την αμερικανική πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ και ότι θα αποσύρει τις ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Όπως αποδείχθηκε δεν ήταν μόνο θέσεις εκλογικής σκοπιμότητας.
Στις παραμονές της εισβολής στο Ιράκ (τότε ο υπ’ αριθμόν ένα στόχος του Ισραήλ) για να προετοιμάσουν οι Μπους και Μπλερ το έδαφος δεν είχαν περιορισθεί στη δαιμονοποίηση του δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν. Είχαν επιστρατεύσει και το –όπως αποδείχθηκε και ομολογήθηκε– κατασκευασμένο προπαγανδιστικό μύθευμα περί χημικού οπλοστασίου. Υπενθυμίζουμε ότι τότε είχε αντιταχθεί η Γαλλία του Σιράκ και η Γερμανία του Σρέντερ.
Αυτή τη φορά, ο πρόεδρος Τραμπ στρέφεται εναντίον του Ιράν, το οποίο είναι ο σημερινός υπ’ αριθμόν ένα στόχος του Ισραήλ. Δεν είναι τυχαίο ότι διόρισε σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας τον Μπόλτον, ο οποίος προέρχεται από τον σκληρό πυρήνα των νεοσυντηρητικών. Για να δώσει ένα πρόσχημα στην Ουάσιγκτον να στραφεί εναντίον του Ιράν, ο Νετανιάχου έκανε προ ημερών υποτιθέμενες αποκαλύψεις ότι στις εγκαταστάσεις Φόρντο οι Ιρανοί συνεχίζουν μυστικά το πυρηνικό πρόγραμμά τους. Παρουσίασε, μάλιστα, σαν απόδειξη φωτογραφίες που έδειχναν κάποια φορτηγά!
Ποιος μιλάει!
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι το Ισραήλ έχει αρνηθεί να υπογράψει τη διεθνή σύμβαση για τη μη διασπορά των πυρηνικών όπλων. Όπως, μάλιστα, είχε αποκαλύψει το 1986 ο Ισραηλινός επιστήμονας Βανούνου (απήχθη από τη Μοσάντ στη Ρώμη, έμεινε στη φυλακή για 18 χρόνια και σήμερα βρίσκεται υπό περιορισμό), το Ισραήλ κατέχει εδώ και δεκαετίες πυρηνικά όπλα, τα οποία κατασκευάζει στις εγκαταστάσεις της Ντιμόνα. Υπολογίζεται ότι κατέχει 200 περίπου βόμβες, αρκετές εκ των οποίων είναι τακτικά όπλα. Έχουν “περιορισμένη εμβέλεια” με σκοπό, αν απαιτηθεί, να χρησιμοποιηθούν εναντίον εχθρικών κρατών της Μέσης Ανατολής.
Όσον αφορά, πάντως, τον ισχυρισμό του Νετανιάχου, η Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας του ΟΗΕ, η οποία πραγματοποιεί τακτικούς ελέγχους σε αυτές τις εγκαταστάσεις, όπως και σε όλες τις άλλες στο Ιράν, τον διέψευσε. Παρόλα αυτά, ο πρόεδρος Τραμπ, επικαλέσθηκε σαν αποδεικτικό στοιχείο τον επί τούτου κατασκευασμένο ισραηλινό ισχυρισμό. Φάνηκε γρήγορα, όμως, πως η εμβέλειά του ήταν περιορισμένη.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αφενός μία ισχυρή μερίδα των Δημοκρατικών με πρώτο και καλύτερο τον ίδιο τον Ομπάμα αντιτίθεται στην καταγγελία της συμφωνίας. Το ίδιο και τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία την έχουν συνυπογράψει. Μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες, άλλωστε, έχουν κλείσει συμβόλαια πολλών δισ. στο Ιράν. Αυτό σημαίνει πως εάν συνεχίσουν τις μπίζνες τους εκεί θα υποστούν κι αυτές κυρώσεις από τις ΗΠΑ.
Άλλος τρόπος δαιμονοποίησης
Η απειλή αυτή έρχεται σε συνέχεια αφενός των πιέσεων του προέδρου Τραμπ για αύξηση των αμυντικών δαπανών, αφετέρου της απειλής του για επιβολή δασμών. Με άλλα λόγια, παρότι οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν να έρθουν σε αντιπαράθεση με την Ουάσιγκτον, νοιώθουν πως η κυβέρνηση Τραμπ τους πιέζει ασφυκτικά. Η πεποίθηση αυτή τους ωθεί να προβάλλουν αντίσταση και οπωσδήποτε να μην αποδεχθούν και αναπαραγάγουν την προπαγάνδα ότι οι Ιρανοί συνεχίζουν μυστικά το πυρηνικό τους πρόγραμμα.
Αυτός είναι ο λόγος που η Ουάσιγκτον υποχρεώθηκε να αλλάξει τακτική. Διαπιστώνοντας ότι ο ισχυρισμός του Νετανιάχου δεν αρκεί για να φτιάξει το επιδιωκόμενο κλίμα στη δυτική κοινή γνώμη, πλασάρει έναν άλλο τρόπο δαιμονοποίησης. Μετατοπίζει το κέντρο βάρους της προπαγάνδας. Αφήνει σε δεύτερο πλάνο τον αβάσιμο ισχυρισμό ότι το Ιράν συνεχίζει το πυρηνικό του πρόγραμμα. Σε πρώτο πλάνο προβάλει τον ισχυρισμό ότι το Ιράν είναι παράγοντας αποσταθεροποίησης, ένα είδος κράτους-ταραξία.
Το σχέδιο του νέου υπουργού Εξωτερικών Πομπέο, μάλιστα, είναι να συγκροτήσει ένα νέο “διεθνή συνασπισμό προθύμων” με αντι-Ιράν αιχμή. Αυτό που δεν έχει διευκρινισθεί είναι εάν αυτή η αντι-Ιράν αιχμή θα είναι μόνο διπλωματική-οικονομική ή και στρατιωτική. Προς το παρόν, στη γραμμή Τραμπ και Νετανιάχου είναι η Σαουδική Αραβία και τα δορυφορικά της εμιράτα. Είναι κοινό μυστικό ότι η κοινή εχθρότητα προς την Τεχεράνη έχει φέρει πολύ κοντά το Τελ Αβίβ με το Ριάντ υπό τη σκέπη της Ουάσιγκτον. Παρεμπιπτόντως, να αναφέρουμε ότι στο ζήτημα της Ιερουσαλήμ κοντά στη γραμμή Τραμπ κινούνται η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Τσεχία και η Ρουμανία.