Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις της κρίσης στην Τυνησία – Ο Ερντογάν και η Λιβύη
31/07/2021Στις 25 Ιουλίου στην Τυνησία, ο πρόεδρος Καΐς Σαγιέντ απέλυσε τον πρωθυπουργό Χιτσέμ Μετσίτσι, ανέστειλε τη λειτουργία του Κοινοβουλίου και ακύρωσε την ασυλία των βουλευτών, τους οποίους απείλησε με δίκες για διαφθορά. Ο στρατός, κατόπιν εντολής του, αναπτύχθηκε στην πρωτεύουσα Τύνιδα. Οι κινήσεις αυτές πλήττουν κυρίως το ισλαμικό κόμμα Ennahda, το οποίο έχει τις περισσότερες έδρες στη Βουλή και το οποίο συνδέεται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Σε περιφερειακό επίπεδο οι κινήσεις του Σαγιέντ πλήττουν την Τουρκία και το Κατάρ, οι κυβερνήσεις των οποίων είναι υποστηρικτές και χρηματοδότες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Δευτερευόντως θα πρέπει να ιδωθούν σαν κινήσεις και εναντίον της Λιβύης, καθώς στο Φόρουμ Πολιτικού Διαλόγου 45 από τις 75 έδρες εκχωρήθηκαν στη Μουσουλμανική Αδελφότητα και σε φατρίες που βρίσκονται κοντά σε αυτήν. Πολλοί αναλυτές εύλογα βλέπουν την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία πίσω από τις ενέργειες του Σαγιέντ εναντίον της Ennahda.
Ο Σαγιέντ ηγήθηκε της κίνησης εναντίον των ισλαμιστών αλλά ωθήθηκε και στηρίχτηκε στο βαθύ κράτος στην Τυνησία, αλλά και στους πολίτες. Αυτό που έχει γίνει σαφές, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, είναι ότι η Ennahda δεν μπόρεσε να βγάλει τους Τυνήσιους στους δρόμους για να στραφούν ενάντια στα μέτρα που έλαβε ο Τυνήσιος πρόεδρος, ο οποίος εξελέγη με λαϊκή πλειοψηφία άνω του 70%.
Οι εκστρατείες αλληλεγγύης στο κίνημα Ennahda, που είχαν ξεκινήσει τα ισλαμιστικά κόμματα σε διάφορα μέρη της χώρας, φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι η πρωτοβουλία του Σαγιέντ είχε πραγματική αιτία. Οι ισλαμιστές παρακάμπτουν επιδεικτικά τα σημάδια κατάρρευσης της Τυνησίας σε όλα τα επίπεδα. Κυρίως τη σημαντική πτώση της οικονομίας και του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
Οι ισλαμιστές στην Τυνησία
Επίσης, τους τελευταίους έξι μήνες η Τυνησία στενάζει υπό το βάρος της πολιτικής ανασφάλειας. Η πολιτική τάξη, κυρίως οι ισλαμιστές φάνηκε να νοιάζονται περισσότερο για την εξουσία παρά για την εξεύρεση λύσεων στο οικονομικό πρόβλημα της Τυνησίας, στην πτώση του δηναρίου και στο αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Το ΔΝΤ προέβλεπε μέτρια οικονομική βελτίωση φέτος, αλλά προειδοποίησε ότι «κυριαρχούν απειλές αρνητικών προοπτικών», προσθέτοντας ότι το δημόσιο χρέος μπορεί να γίνει μη βιώσιμο.
Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε το 2020 κατά 8,2% και η επίσημη ανεργία αυξήθηκε στο 6,2%, ταυτόχρονα με απότομη αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Από την άλλη υπάρχει και το θέμα της πανδημίας. Ο ρυθμός εμβολιασμού, ακόμη και για τα δεδομένα του Μαγκρέμπ είναι πολύ χαμηλός, με μόλις 7% εμβολιασμένους και πάνω από 575.000 κρούσματα. Οι θάνατοι φτάνουν σχεδόν τους 19.000 σε ένα πληθυσμό που φτάνει σχεδόν τα 12 εκατομμύρια κατοίκους.
Ούτε τα 75 χρόνια που πέρασε η Τυνησία ως γαλλικό προτεκτοράτο, ούτε η επανάσταση, αλλά ούτε και 64 χρόνια ανεξαρτησίας δεν κατάφεραν να σβήσουν τα 300 χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας από τη μνήμη των ισλαμιστών. Ακόμη και ο Μπουργκίμπα, αν και πιστός στην εθνική ανεξαρτησία της Τυνησίας, δεν έκρυβε τον θαυμασμό του για τις μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ. Οι δε Τυνήσιοι ισλαμιστές πρόβαλαν τον Ερντογάν σαν παράδειγμα.
Δεν είναι όμως μόνο θέμα ιδεολογίας. Η Τουρκία είναι “κοντά” για τους Τυνήσιους. Η Κωνσταντινούπολη είναι δημοφιλής προορισμός για τις διακοπές τους και για ψώνια, καθότι προσβάσιμος χωρίς βίζα. Τα δε μεταγλωττισμένα τουρκικά σήριαλ κάνουν θραύση. Αν και η Τουρκία επιδιώκει την πολιτική διείσδυσή της στην Τυνησία, εν τούτοις δεν έχει κάνει επενδύσεις εκεί και το εμπορικό ισοζύγιο μεταξύ των δύο χωρών παραμένει συντριπτικά υπέρ της τουρκικής οικονομίας.
Η Λιβύη ως επιταχυντής
Παρόλο που ο Ερντογάν προσπάθησε να κατευνάσει τις ανησυχίες του Σαγιέντ σχετικά με τις περιπέτειες του στη Λιβύη, εντούτοις μάλλον θορύβησε τον Τυνήσιο πρόεδρο. Οι φόβοι του εντείνονται, καθώς τα τουρκικά στρατεύματα δεν φεύγουν από την Λιβύη, παρ’ όλες τις αποφάσεις του ΟΗΕ, της διεθνούς κοινότητας αλλά και των ίδιων των Λίβυων. Αυτή η διάσταση, μαζί με τις διαμαρτυρίες και ταραχές που σκηνοθέτησαν οι ισλαμιστές, ώθησαν τον πρόεδρο Σαγιέντ.
Είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή αυτή η σχέση αγάπης-μίσους μεταξύ Τούρκων και Τυνησίων. «Σε πολιτικό επίπεδο, οι προσπάθειες του Ερντογάν για παρέμβαση είναι τόσο απεχθής όσο και η δουλικότητα των ισλαμιστών προς αυτόν», ανέφερε ένας αριστερός Τυνήσιος αναλυτής σε αφρικανική ιστοσελίδα. Στην προπαγάνδα της, η Μουσουλμανική Αδελφότητα και τα παρακλάδια της συγκρίνουν αυτό που συνέβη στην Τυνησία στις 25 Ιουλίου 2021 με αυτό που συνέβη στην Αίγυπτο στις 30 Ιουνίου 2013 με το πραξικόπημα του Σίσι.
Αυτή η σύγκριση με την Αίγυπτο ίσως να ωφελεί τελικά τον πρόεδρο Σαγιέντ. Προβάλλει την εικόνα ότι προσπαθεί να σώσει την Τυνησία και μάλιστα με τις ευλογίες των ψηφοφόρων. Προς την ίδια κατεύθυνση τον ώθησε και ο στρατός. Οι αξιωματικοί γνωρίζουν πολύ καλά τι διακυβεύεται και τι θα σήμαινε χάος στην Τυνησία. Η καλύτερη απεικόνιση αυτού του είδους του χάους ήταν οι σκηνές στο Κοινοβούλιο, όταν βουλευτές του ισλαμιστικού Ennahda επιτέθηκαν σε γυναίκες βουλευτές που τόλμησαν να πουν την άποψή τους.
Πολλοί θεωρούν ότι εάν η κατάσταση αφηνόταν να εξελιχθεί, θα προέκυπτε χάος παρόμοιο με αυτό που έφερε η εκλογή του Μόρσι στην Αίγυπτο. Από την επικράτηση των ισλαμιστών στην Τυνησία, ωφελημένοι θα ήταν ο Ερντογάν και το Κατάρ, οι οποίοι θα είχαν εξασφαλίσει τα νώτα τους για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη Λιβύη. Ενδεικτικό της λαϊκής στήριξης του Σαγιέντ είναι ότι το ισχυρό συνδικάτο της Τυνησίας UGTT (περίπου 1.000.000 μέλη), που επικρίνει έντονα και συνεχώς την τουρκική παρεμβατικότητα, απέφυγε να επικρίνει τον πρόεδρο Σαγιέντ. Απλά, τόνισε «την ανάγκη να διασφαλιστεί ο σεβασμός του Συντάγματος, η συνέχιση του δημοκρατικού δρόμου, η αποκατάσταση της σταθερότητας στη χώρα με σκοπό την πρόοδο».
Η αντίδραση της Τουρκίας
Ενώ αξιωματούχοι του κόμματος του Ερντογάν κατήγγειλαν την κίνηση Σαγιέντ, αποκαλώντας την πραξικόπημα, η επίσημη Άγκυρα ήταν μετρημένη σε σύγκριση με την αντίδρασή της όταν ο στρατηγός Σίσι ανέτρεψε τον Μόρσι το 2013. Ας σημειωθεί ότι το τουρκικό AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) έχει πολύ στενούς δεσμούς με το ιδεολογικά συγγενές ισλαμιστικό κόμμα Ennahda.
Ο αναπληρωτής πρόεδρος του AKP Νουμάν Κουρτουλμούς, ο Ιμπραχήμ Καλίν και ο πρόεδρος της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης Μουσταφά Σεντόπ ήταν μεταξύ εκείνων που ζήτησαν την αποκατάσταση της δημοκρατίας της Τυνησίας «χωρίς καθυστέρηση». Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε «βαθιά ανήσυχο», αλλά προς το παρόν ο Ερντογάν παραμένει σιωπηλός.
Η συγκρατημένη στάση του Ερντογάν μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τις πρόσφατες προσπάθειες του να επιδιορθώσει τις σχέσεις με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και άλλα αραβικά κράτη, από τα οποία τον χωρίζει κυρίως η υποστήριξη προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τη Χαμάς, αλλά και η τουρκική επέμβαση στη Λιβύη. Τα αντιπολιτευόμενα κοσμικά κόμματα στην Τυνησία κατηγόρησαν τον αρχηγό των ισλαμιστών και πρόεδρο του Κοινοβουλίου Γκανούτσι ότι συνωμοτούσε κρυφά με τον Ερντογάν για να βοηθήσουν τους ισλαμιστές στη Λιβύη.
Προς το παρόν είναι νωρίς για να προβλέψουμε τις εξελίξεις. Όσοι στη Λιβύη επιδιώκουν την αναβολή των προγραμματισμένων για τον Δεκέμβριο εκλογών, δηλαδή η Μουσουλμανική Αδελφότητα και οι συμπορευόμενοι μαζί της ισλαμιστές, μπορεί να εκλάβουν ενδεχόμενη καταδίκη της πρωτοβουλίας του προέδρου Σαγιέντ σαν σήμα από τη Δύση ότι έχουν λυμένα χέρια ως προς την αναβολή των εκλογών. Αντίθετα, μια αποτελεσματική στήριξη στο Σαγιέντ, κυρίως με οικονομικούς όρους, θα συνέβαλε σε μια σύντομη επάνοδο στην κανονικότητα και στην αποδυνάμωση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και των χορηγών της.