Οι ιστορικοί δεσμοί Γερμανίας-Τουρκίας εγκυμονούν κινδύνους για την Ελλάδα
25/01/2020Με αφορμή την επίσκεψη Μέρκελ στην Τουρκία και τον προηγηθέντα αποκλεισμό της Ελλάδας από τη διάσκεψη του Βερολίνου για το πρόβλημα της Λιβύης, είναι χρήσιμο να φωτιστούν, στην πραγματική διάσταση τους, οι διαχρονικά ισχυρές σχέσεις της Γερμανίας με την Τουρκία. Το θέμα αυτό είναι κρίσιμο για τα εθνικά μας συμφέροντα λόγω της τουρκικής επιθετικότητας, που έχει ενταθεί επικίνδυνα το τελευταίο διάστημα. Επιθετικότητα που υποθάλπεται από το Βερολίνο, τη στιγμή που η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ, θα ανέμενε την ουσιαστική στήριξη της.
Πλην όμως, η γερμανοποίηση της ΕΕ, που επιτεύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, έχοντας μετατρέψει αυτήν σε μια χαλαρότατη ομοσπονδία στην εξωτερική και αμυντική πολιτική με αντιθετικές και αποκλίνουσες εθνικές βλέψεις των μελών της, σε συνδυασμό με τις μεγάλες γεωπολιτικές ανακατατάξεις και την ρευστότητα στα πλαίσια του “φθινοπώρου της αμερικανικής ηγεμονίας” και της ανάδυσης νέων πόλων ισχύος στην παγκόσμια σκηνή, ακυρώνει κάθε έννοια ουσιαστικής στήριξης της ΕΕ στα μείζονα εθνικά θέματα της Ελλάδος και της Κύπρου.
Αυτό, όπως γίνεται αντιληπτό, διαλύει παντελώς την ισχυρότερη σύγχρονη ψευδαίσθηση που καλλιεργήθηκε από το πολιτικό προσωπικό εξουσίας, καθ’ όλη την μεταπολίτευση και την μνημονιακή περίοδο, περί ύπαρξης ευρωπαϊκής ομπρέλας. Άλλωστε, το κύριο επιχείρημα εισόδου της χώρας στην ΕΟΚ το 1981 και της ένταξης της, παντελώς απροετοίμαστης, στο σκληρό πυρήνα του ευρώ το 2001, ήταν η εξασφάλιση της προστασίας της Ελλάδος, έναντι των τουρκικών αναθεωρητικών επιδιώξεων. Έτσι, ο δεκαετής μνημονιακός αποκλεισμός της στοιχειώδους ενίσχυσης της αποτρεπτικής δύναμης της χώρας, συνιστά έγκλημα μεγάλων ιστορικών διαστάσεων.
Οι γερμανο-τουρκικές σχέσεις πάνε πολύ πίσω, στην απαρχή της ένωσης των γερμανικών κρατιδίων και την δημιουργία της γερμανικής αυτοκρατορίας υπό τον Μπίσμαρκ το 1871. Από τότε, οι σχέσεις μεταξύ της τότε γερμανικής αυτοκρατορίας, που αναζητούσε ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη, έναντι των ισχυρών δυνάμεων της Γαλλίας και της Βρετανίας, με την οθωμανική αυτοκρατορία, που βρισκόταν σε πορεία πολιτικής και κοινωνικής αποδόμησης, απέκτησαν στρατηγικό βάθος σε πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο.
Είναι χαρακτηριστική επ’ αυτού, η απάντηση του Μπίσμαρκ σε ερώτηση αν η Γερμανία προσέβλεπε στην ανάπτυξη αποικιών στην Αφρική και στην Ασία, όπως έκαναν οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, στα τέλη του 19ου αιώνα, ότι η Γερμανία δεν χρειάζεται να επεκταθεί εκεί, αλλά την ενδιέφερε η Μικρά Ασία και η Μέση Ανατολή (λόγω πετρελαίων). Αυτή η στρατηγική θεώρηση του ελεύθερου βαλκανικού διαδρόμου προς την Μικρά Ασία και Μέση Ανατολή και την λεκάνη της Μεσογείου, υφίσταται ως βασική συνιστώσα στην γερμανική πολιτική όλων των εποχών έως σήμερα.
Επιτήδεια ουδέτερη και ιστορικοί δεσμοί
Η συνεργασία τους πέραν των αρχικών οικονομικών δραστηριοτήτων, ως ισότιμων εταίρων, μετατράπηκε και σε στενή στρατιωτική συνεργασία, με αποτέλεσμα η Τουρκία να συμμετάσχει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων. Οι στενές αυτές σχέσεις συνεχίστηκαν και μετά την πτώση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με τους νεότουρκους και στη συνέχεια με τον Κεμάλ, αφού οι Γερμανοί ανέλαβαν την αναδιοργάνωση τουρκικού στρατού, έχοντας, μάλιστα, πρωταγωνιστικό ρόλο στην τουρκική πολιτική του βίαιου εκτοπισμού και της γενοκτονίας των μη τουρκικών μειονοτήτων (Αρμενίων, Ποντίων, Ελλήνων κλπ).
Στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο, η Τουρκία παρέμεινε επιτήδεια ουδέτερη, ενισχύοντας έτσι την προσπάθεια της χιτλερικής Γερμανίας να καταλάβει την Ευρώπη, έχοντας συστηματική επωφελή, για την ίδια, εμπορική συνεργασία με το ναζιστικό καθεστώς, καθ΄ όλη την περίοδο ως το 1945, που τυπικά τότε κήρυξε το πόλεμο όταν, ήδη, είχε καταρρεύσει ο ναζιστικός άξονας,
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, χρησιμοποίησε την εργατική δύναμη της Τουρκίας, με αποτέλεσμα ως το 1970, να εργάζονται στις γερμανικές βιομηχανίες πάνω από 1 εκατομμύριο Τούρκοι εργάτες. Σήμερα, οι τούρκοι μετανάστες, που φτάνουν στα 5 εκατομμύρια, έχουν αποκτήσει ιδιαίτερο πολιτικό βάρος, αφού το 2001 με μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Σρέντερ, τους δόθηκε γερμανική υπηκοότητα και δικαίωμα ψήφου.
Στο οικονομικό επίπεδο, οι σχέσεις των δύο χωρών είναι στενότατες και σημαντικές. Οι τουρκικές εξαγωγές προς τη Γερμανία, φτάνουν περίπου στα 18 δις δολάρια, όντας ο σπουδαιότερος προορισμός τους, ενώ σημαντικότατες είναι οι εισαγωγές από τη Γερμανία σε μηχανήματα, ηλεκτρονικά, οχήματα κλπ, που φτάνουν στα 23 δις δολάρια περίπου. Τέλος, μεγάλες είναι οι εισαγωγές της Τουρκίας σε οπλικά συστήματα.
Δεσμοί Γερμανίας-Τουρκίας
Σημειωτέον, σήμερα, κατασκευάζονται 6 υποβρύχια τύπου 214 (αντίστοιχα του Παπανικολής), όταν στον κόσμο υπηρετούν 4 υποβρύχια τέτοιου τύπου στην Ελλάδα, 2 στην Πορτογαλία και 7 στη Νότιο Κορέα. Μάλιστα, το πρώτο οχτάμηνο στου 2019, οι εξαγωγές στρατιωτικού υλικού της Γερμανίας προς την Τουρκία, έφτασαν στο ποσό ρεκόρ των 250 και πλέον εκατομμυρίων ευρώ!
Τα παραπάνω ενδεικτικά στοιχεία είναι απολύτως διαφωτιστικά για τους ακατάλυτους δεσμούς Γερμανίας και Τουρκίας, που τα προηγούμενα χρόνια λόγω της διαίρεσης της Γερμανίας και της επικάλυψης τους από τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν ήταν απολύτως εμφανή, αλλά συσκοτίζονταν με αποτέλεσμα επί πολλά χρόνια, το πολιτικό προσωπικό εξουσίας της Ελλάδας να ομνύει στην γερμανο-ελληνική φιλία!
Δεν υπάρχει όμως καμία δικαιολογία περί αυτού, αφού την πραγματική αυτή διάσταση, την είχε αναδείξει το 1993 ο μεγάλος Έλληνας στοχαστής Παναγιώτης Κονδύλης, στο επίμετρο του βιβλίου του «Θεωρία πολέμου» για της ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Λόγω της βαθιάς του γνώσης του ιστορικού βάθους των γερμανο-τουρκικών δεσμών, τόνιζε τότε προφητικά, ότι η εάν η Ελλάδα αναγκαστεί να αναζητήσει οικονομικό προστάτη εντός της Ευρώπης (εννοώντας την Γερμανία), λόγω της προβλεπόμενης από τον ίδιο οικονομικής χρεωκοπίας του παρασιτικού ελληνικού συστήματος (όπως και έγινε το 2010), τότε στην περίπτωση αυτή θα τίθεντο σε άμεσο κίνδυνο τα εθνικά μας θέματα.
Η κρυφή πτυχή
Αυτή η διαπίστωση είναι πλέον βιωματική σήμερα για όλο τον Ελληνισμό. Η κυπριακή ΑΟΖ προσβάλλεται κατά συρροήν από τον ΑΤΤΙΛΑ III, χωρίς καμία ουσιαστική αντίδραση από την ΕΕ, της οποίας η Κύπρος αποτελεί ισότιμο μέλος της, η δε, Ελλάδα, απειλείται άμεσα με υφαρπαγή μεγάλων θαλάσσιων εκτάσεων, όπως φωτογραφίζονται οι επιδιώξεις αυτές στο παράνομο τουρκικο-λιβυκό μνημόνιο.
Ο αποκλεισμός της Ελλάδας από τη συνδιάσκεψη του Βερολίνου και η μετατροπή του Ερντογάν σε εγγυητή της ειρήνης (!), από την Μέρκελ, φωτίζει και την κρυφή πτυχή, αυτή, της προσπάθειας ελέγχου της ανατολικής μεσογείου από την Γερμανία και του τεράστιου διαφαινόμενου ορυκτού πλούτου αυτής.
Για να πετύχει αυτό το στόχο, η Γερμανία χρησιμοποιεί, αφενός την Τουρκία ως ισότιμο παίχτη, αφού υπάρχει το ιστορικό βάθος της συνεργασίας των χωρών αυτών, και αφετέρου τους μηχανισμούς της ΕΕ., δηλαδή την δημοσιονομική προσαρμογή για να κάμψει τις αντιδράσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας που έχουν παραδοσιακά άμεσα συμφέροντα στην Μεσόγειο.
Την Ελλάδα, λόγω της προηγούμενης μετατροπής της σε «αποικία χρέους» κατά την μνημονιακή περίοδο, φαίνεται να θεωρεί ότι μπορεί να την αποκλείσει από τα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα της περιοχής, μέσω και της απειλής της στρατιωτικής ισχύος της Τουρκίας. Ανεξαρτήτως, ότι η ιστορία έχει καταδείξει ότι αντίστοιχες στρατηγικές στοχεύσεις κατέρρευσαν στην πραγματικότητα, οι κίνδυνοι για την Ελλάδα και τον ευρύτερο Ελληνισμό στην περιοχή είναι μεγάλοι και έχουν ονοματεπώνυμο.