Οι κινητήρες προσδένουν και πάλι την Τουρκία στο αμερικανικό άρμα
02/10/2025
Τις τελευταίες ημέρες, η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν στο επίκεντρο δύο παραδειγμάτων υπερβολικής πολιτικής προβολής, που αποκαλύπτουν τις ευάλωτες πλευρές της εξουσίας, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές πεδίο.
Από τη μία, η φρενίτιδα υπεραισιοδοξίας στην Τουρκία ενόψει της επίσκεψης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις Ηνωμένες Πολιτείες, και από την άλλη, η εμμονή του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, να κερδίσει το Νόμπελ Ειρήνης –μια σπάνια περίπτωση προσωπικής, επίμονης εκστρατείας για ένα διεθνές βραβείο, που συνοδεύεται από έντονες αμφισβητήσεις.
Στην Τουρκία, οι μέρες πριν από την επίσκεψη Ερντογάν στις ΗΠΑ, μετατράπηκαν σε ένα θριαμβευτικό θέαμα εντυπώσεων. Τα ΜΜΕ, οι αναλυτές και χρήστες των κοινωνικών δικτύων παρουσίαζαν τη σχέση Τουρκίας-ΗΠΑ ως μοναδική και κορυφαίο γεγονός, σαν να είχαν ξεχαστεί οι κυρώσεις, οι παρεμβάσεις και οι ταπεινώσεις της προηγούμενης θητείας Τραμπ. Η επικοινωνιακή φρενίτιδα δημιούργησε την ψευδαίσθηση μιας ιστορικής νίκης, ενώ η πραγματικότητα παρέμενε διαφορετική: η Τουρκία συνεχίζει να εξαρτάται στρατηγικά από τις ΗΠΑ σε βασικούς τομείς.
Η “γη της επαγγελίας” ως μπούμερανγκ
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, η υπερβολή έγινε ακόμη πιο εμφανής: Οι υπερβολικές και πομπώδεις δηλώσεις του Τραμπ, οι ατελείωτοι και συχνά ανούσιοι μονόλογοί του, οι αιχμηρές ατάκες και οι προκλητικές κορώνες του, συνοδευόμενες από κλακαδόρους, υπερβολικά χαμόγελα και φιλικές φιλοφρονήσεις, δημιούργησαν μια ψευδή αίσθηση θριάμβου, που απέχει από την πραγματική πολιτική πραγματικότητα.
Ακόμη και ο Τομ Μπάρακ, ο αδέξιος διπλωμάτης και πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Τουρκία και απεσταλμένος στη Συρία, ξεστόμισε δημόσια ότι εκείνος και ο Τραμπ είχαν συμφωνήσει πως ο καλύτερος τρόπος να “κερδηθεί” ο Ερντογάν ήταν να του δοθεί “νομιμότητα”. Η υπερβολή αυτής της παραδοχής προκάλεσε ερωτηματικά ακόμη και στους πιο πιστούς υποστηρικτές του Ερντογάν.
Η υπερβολική προβολή των ΗΠΑ ως “γη της επαγγελίας” γύρισε μπούμερανγκ. Η Τουρκία παραμένει εξαρτημένη σε τομείς όπως η αμυντική βιομηχανία, ενώ οι ΗΠΑ διατηρούν τη δυνατότητα να επηρεάζουν στρατηγικές αποφάσεις. Η διπλωματία απαιτεί μέτρο, υπομονή και στρατηγικό σχεδιασμό. Η φρενίτιδα των ημερών πριν και κατά τη διάρκεια της επίσκεψης απέδειξε ότι οι υπερβολές, όσο εντυπωσιακές κι αν φαίνονται επικοινωνιακά, δεν δημιουργούν πραγματική ισχύ — και συχνά επιστρέφουν ως μπούμερανγκ στην ίδια την πολιτική σκηνή.
Οι κινητήρες του KAAN
Η πραγματικότητα έγινε πιο εμφανής με το πρόγραμμα του KAAN – πέμπτης γενιάς μαχητικού αεροσκάφους της Τουρκίας. Παρά τα φιλόδοξα σχέδια και τις διεθνείς συμφωνίες, όπως η παράδοση σαράντα οκτώ αεροσκαφών στην Ινδονησία, το αεροσκάφος εξαρτάται από αμερικανικούς κινητήρες για να πετάξει.
Η παραδοχή αυτή του ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν για τους κινητήρες του KAAN προκάλεσε έντονη αμηχανία στην Τουρκία: Aνέδειξε την υλική εξάρτηση της χώρας, παρά την εικόνα κυριαρχίας και τεχνολογικής ανεξαρτησίας που προωθεί η Άγκυρα. Η διαρκής προβολή του KAAN ως «εγχώριο και εθνικό» συγκρούεται με την πραγματικότητα, όπου η τεχνολογική αυτονομία παραμένει περισσότερο φιλοσοφική υπόθεση, προς το παρόν, παρά πρακτική. Η προσγείωση με τους κινητήρες ήταν απότομη…
Η εξάρτηση της Τουρκίας έγινε σαφής ήδη το 2019, όταν η Άγκυρα αγόρασε το ρωσικό σύστημα S-400, σε αντίθεση με τις προειδοποιήσεις των ΗΠΑ. Η κίνηση αυτή παρουσιάστηκε ως “κυριαρχική επιλογή”, υπονοώντας ότι η Τουρκία δεν θα υποτάσσεται στους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, ενώ στην πραγματικότητα ανέδειξε την ευάλωτη θέση της χώρας απέναντι στις διεθνείς ισορροπίες και τη στρατηγική εξάρτηση που εξακολουθούσε να υπάρχει.
Το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο: η Τουρκία απομακρύνθηκε από το πρόγραμμα F-35, αναστάλθηκαν οι παραδόσεις ήδη πληρωμένων αεροσκαφών και οι τουρκικές εταιρείες αποκόπηκαν από την αλυσίδα εφοδιασμού. Το KAAN παρουσιάστηκε τότε ως η λύση, αλλά για να πετάξει χρειάζεται αμερικανικούς κινητήρες — ένα πλήγμα για την εικόνα ανεξαρτησίας.
Ο Τραμπ γλυκοκοιτάει το Νόμπελ!
Παράλληλα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ντόναλντ Τραμπ επιδεικνύει σπάνια και ενοχλητική εμμονή για προσωπική προβολή, στοχεύοντας το Νόμπελ Ειρήνης. Έχει κινητοποιήσει ηγέτες, διπλωμάτες και ακαδημαϊκούς, υποστηρίζοντας ότι τερμάτισε επτά ατελείωτους πολέμους και έσωσε εκατομμύρια ζωές. Η ομάδα του τον παρουσιάζει ως «τον καταλληλότερο υποψήφιο της ιστορίας». Παρά τη στήριξη του Νετανιάχου και ηγετών σε Ασία και Αφρική, η Επιτροπή Νόμπελ στο Όσλο παραμένει ανυποχώρητη, υπενθυμίζοντας την πλήρη ανεξαρτησία της από την πολιτική πίεση.
Ο πρόεδρος της Νορβηγικής Επιτροπής Νόμπελ, Γέργκεν Βάτνε Φρύντνες, τόνισε ότι «ποτέ άλλοτε υποψήφιος δεν έκανε τόσο ανοιχτή εκστρατεία». Ιστορικοί και πρώην μέλη της Επιτροπής χαρακτηρίζουν την υποψηφιότητα «εξαιρετικά αδύναμη». Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 76% των Αμερικανών θεωρεί πως ο Τραμπ δεν αξίζει το βραβείο, ενώ οι επικριτές υπενθυμίζουν τις αποτυχίες του στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας και στη σύγκρουση Ισραήλ-Γάζας. Ακόμη και το παράδειγμα του Ομπάμα, που έλαβε το Νόμπελ εννέα μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, δεν πείθει ειδικούς και κοινό για την περίπτωση Τραμπ.
“Βίοι” παράλληλοι
Στην ουσία, η σύγκριση των δύο περιπτώσεων – η αμερικανική φρενίτιδα στην Τουρκία και η εμμονή του Τραμπ με το Νόμπελ – είναι χαρακτηριστική: η υπερβολική προβολή δημιουργεί περισσότερα ερωτηματικά παρά ουσιαστική δύναμη. Στην Τουρκία, η φρενίτιδα αποκάλυψε την εξάρτηση της Άγκυρας – παρά την εικόνα θριάμβου, ενώ η δημόσια παρέμβαση του αδέξιου διπλωμάτη Τομ Μπαράκ τόνισε πόσο επισφαλής μπορεί να γίνει η εικόνα της εξουσίας. Στις ΗΠΑ, η εμμονή του Τραμπ με το Νόμπελ αναδεικνύει το χάσμα ανάμεσα στην προσωπική φιλοδοξία και την πραγματικότητα της διεθνούς αναγνώρισης.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι υπερβολές – προβολές ισχύος, δημόσιας εικόνας και αυτοπροβολής – λειτουργούν σαν μπούμερανγκ, επιστρέφοντας για να αναδείξουν τα κενά και τις αδυναμίες της εξουσίας. Ο κανόνας “Gerçekleşene kadar kimseye söyleme” στην Τουρκία συνοψίζει την αρχή: “Μην μιλήσεις σε κανέναν μέχρι να πραγματοποιηθεί”. Η σιωπή, η τακτική και η μετριοπάθεια είναι κρίσιμα όπλα στην πολιτική, τόσο στην εσωτερική όσο και στη διεθνή σκηνή.