Οι Νεοσυντηρητικοί, το Ισραήλ και η “αναμόρφωση” της Μέσης Ανατολής
02/07/2021Οι Νεοσυντηρητικοί είχαν υψώσει τη σημαία του εκδημοκρατισμού και της αναμόρφωσης της Μέσης Ανατολής, αλλά αυτά ήταν η βιτρίνα της στρατηγικής τους για άμεσο έλεγχο της περιοχής, που παράγει το φθηνότερο και περισσότερο πετρέλαιο στον πλανήτη. Μ’ αυτό τον τρόπο επεδίωξαν να αποκτήσουν ερείσματα, που θα εξασφάλιζαν στις ΗΠΑ στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι σημερινών και μελλοντικών ανταγωνιστών. Δηλαδή, έναντι της συμμάχου Ευρώπης, αλλά και έναντι της ανερχόμενης Κίνας, η οποία έχει ζωτική ανάγκη από ενέργεια για να στηρίξει την ιλιγγιώδη οικονομική ανάπτυξή της.
Η Ρωσία έχει τους δικούς της ενεργειακούς πόρους κι απ’ αυτή την άποψη είναι ανεξάρτητη. Στόχος της Ουάσιγκτον ήταν και παραμένει το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης να μην προχωρήσει πέρα από ένα σημείο και κυρίως να αποτραπεί η πολιτική χειραφέτηση της ΕΕ από την αμερικανική κηδεμονία. Στόχος ήταν, επίσης, να παρεμποδισθεί η οικονομική ανάκαμψη και η πολιτική ενδυνάμωση της Ρωσίας, καθώς και η άνδρωση της Κίνας, ώστε να μην είναι μελλοντικά σε θέση να αμφισβητήσουν την αμερικανική ηγεμονία.
Οι στόχοι αυτοί ουσιαστικά ήταν κοινά αποδεκτοί στην Ουάσιγκτον. Οι μετριοπαθείς (εκφραστής τους ο τότε υπουργός Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ) επεδίωκαν την υλοποίηση αυτών των στόχων μέσω πολιτικοδιπλωματικών χειρισμών. Αντιθέτως, οι Νεοσυντηρητικοί (εκφραστές τους ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσέϊνι και ο υπουργός Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ) την επεδίωκαν με την ανατροπή των γεωπολιτικών ισορροπιών, μέσω της στρατιωτικής ισχύος.
Θεωρούσαν ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να εκμεταλλευθούν το πλεονέκτημα ισχύος που διέθεταν εκείνη την συγκυρία για να αποκτήσουν στρατηγικά ερείσματα, τα οποία θα εμπόδιζαν τα επόμενα χρόνια την Κίνα, τη Ρωσία και την Ευρώπη να αμφισβητήσουν την pax americana. Η εισβολή και η εγκατάσταση των Αμερικανών στο Ιράκ ήταν ένα κρίσιμο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι Νεοσυντηρητικοί κερδίζουν τον πρώτο γύρο
Οι Νεοσυντηρητικοί κέρδισαν τον πρώτο γύρο. Μετά την εκστρατεία στο Αφγανιστάν επέβαλαν τον πόλεμο εναντίον του καθεστώτος Σαντάμ Χουσεϊν και υποχρέωσαν τους σκεπτικιστές της Ουάσιγκτον σε μάχες οπισθοφυλακών. Η σχετικά εύκολη στρατιωτική νίκη ενίσχυσε τη θέση των “γερακιών” και έδωσε πρόσθετη αξιοπιστία στη στρατηγική τους. Επεδίωκαν ρήξεις και ανατροπές με σκοπό να προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις στη διεθνή σκηνή. Πίστευαν ότι θα λειτουργήσει η θεωρία του ντόμινο όσον αφορά την αλλαγή του γεωπολιτικού χάρτη της Μέσης Ανατολής και εμφανίζονταν έτοιμοι να παρέμβουν στρατιωτικά όπου οι εξελίξεις θα έπαιρναν ανεπιθύμητη τροπή.
Ο έλεγχος αυτής της περιοχής είναι στρατηγικής σημασίας αφενός λόγω του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, αφετέρου επειδή είναι η πηγή της ισλαμικής τρομοκρατίας. Το Ιράκ δεν έχει μόνο τα μεγαλύτερα μετά τη Σαουδική Αραβία αποθέματα υδρογονανθράκων. Είναι και σταυροδρόμι. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ελέγχοντάς το, οι Νεοσυντηρητικοί πίστευαν ότι η Ουάσιγκτον θα είχε τη δυνατότητα να ελέγξει σε μεγάλο βαθμό όλη την περιοχή.
Αυτό που απέφευγαν να πουν ήταν ότι η στρατηγική τους δεν είχε αποκλειστικό στόχο την εδραίωση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ. Παράλληλο και ισχυρό κίνητρό τους ήταν και η διαμόρφωση φιλικού γεωπολιτικού περιβάλλοντος για το Ισραήλ, το οποίο συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι υφίσταται αραβική περικύκλωση. Από γεωπολιτικής απόψεως, όμως, αυτή έχει προ πολλού πάψει να ισχύει. Τα μέτωπά του τόσο με την Αίγυπτο όσο και με την Ιορδανία ουσιαστικά έχουν κλείσει. Η Συρία ήταν αδύναμη και στη συνέχεια καταστράφηκε από τον εμφύλιο πόλεμο. Οι μόνες χώρες, που δυνητικά θα μπορούσαν να απειλήσουν την ασφάλεια του Ισραήλ ήταν τότε το Ιράκ και το Ιράν, που δεν έχουν κοινά σύνορα μαζί του.
Αν κι από πολιτικής απόψεως αυτό το ενδεχόμενο ήταν μάλλον απίθανο, το Τελ Αβίβ ήθελε να τελειώνει και με τους δύο ανωτέρω αντιπάλους του στην περιοχή. Κυρίως μέσω των αφανών, αλλά ισχυρών μηχανισμών επιρροής του εβραϊκού λόμπι στα αμερικανικά κέντρα λήψης αποφάσεων, ωθούσε την Ουάσιγκτον να αναλάβει για λογαριασμό του αυτή την αποστολή. Το εβραϊκό λόμπι, βεβαίως, δεν ταυτίζεται με την εβραϊκή κοινότητα των ΗΠΑ, στους κόλπους της οποίας υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός προσώπων, που αντιτίθενται σ’ αυτή την πρακτική. Η στρατηγική για “αναμόρφωση” της Μέσης Ανατολής, πάντως, προωθήθηκε με το ένδυμα ότι εξυπηρετούσε τα αυτοκρατορικά συμφέροντα της υπερδύναμης.
Η Δύση, το Ισραήλ και το Παλαιστινιακό
Σύσσωμη η Ευρώπη –μη εξαιρουμένων των Βρετανών και Ισπανών– πίεζε τότε τις ΗΠΑ να αναλάβουν δραστική πρωτοβουλία για την επίλυση του Παλαιστινιακού στη βάση της αναγνώρισης ανεξάρτητου κράτους. Σωστά θεωρούσε ότι μία τέτοια εξέλιξη σε μεγάλο βαθμό θα εκτόνωνε την αντιαμερικανική πλημμυρίδα στο μουσουλμανικό κόσμο και κατ’ επέκταση θα συρρίκνωνε την απήχηση της ισλαμικής τρομοκρατίας. Το Παλαιστινιακό δεν ήταν ποτέ ένα οριοθετημένο τοπικά περιφερειακό πρόβλημα. Ήταν η αιτία και ο πυρήνας της ευρύτερης αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης. Γι’ αυτό και εξ αρχής απέκτησε τεράστια συμβολική σημασία όχι μόνο για τους Άραβες, αλλά συνολικά για το μουσουλμανικό κόσμο, από το Μαρόκο μέχρι την Ινδονησία.
Το συμβολικό αυτό πολιτικό φορτίο μεγάλωσε ακόμα περισσότερο με την άνοδο του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Μάζες μουσουλμάνων δαιμονοποίησαν τον αμερικανικό παράγοντα, επικαλούμενες τις δικές του πράξεις. Δηλαδή, το αναμφισβήτητο γεγονός ότι αυτός υποστήριζε άνευ όρων το Ισραήλ και ανεχόταν σκανδαλωδώς ακόμα και την πιο άγρια κρατική τρομοκρατία εναντίον των Παλαιστινίων.
Ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς δυτικότροποι μουσουλμάνοι δεν είχαν επ’ αυτού αντεπιχείρημα. Μ’ αυτή την έννοια, το Παλαιστινιακό εκ των πραγμάτων λειτουργούσε ως βασικός μηχανισμός πολιτικής νομιμοποίησης της ισλαμικής τρομοκρατίας στα μάτια της μουσουλμανικής κοινής γνώμης. Γι’ αυτό και η επίλυσή του αποτελούσε κλειδί για την γεφύρωση του χάσματος μεταξύ Δύσης και Ισλάμ.
Στην Ουάσιγκτον ήταν αρκετοί, που το είχαν αντιληφθεί, αλλά λίγοι τολμούσαν να έλθουν σε αντίθεση με μία γραμμή, η οποία αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί ταμπού της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, στους κόλπους των ελίτ προστέθηκαν φωνές, που θεωρούν ότι η άνευ όρων υποστήριξη της Ουάσιγκτον προς το Ισραήλ βλάπτει σοβαρά τα αμερικανικά συμφέροντα. Από τότε, όμως, οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή ευνόησαν τη σκληρή γραμμή του Τελ Αβίβ, ειδικά όπως την εξέφρασε ο Νετανιάχου.
Νεκρό γράμμα το παλαιστινιακό κράτος
Γενικά κι αφηρημένα και η κυβέρνηση Μπους είχε ταχθεί υπέρ της ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους. Τίποτα, όμως, δεν έπραξε προς αυτή την κατεύθυνση. Κάποια στιγμή τέθηκε θέμα να αναληφθεί σχετική πρωτοβουλία, αλλά τελικώς δεν δόθηκε συνέχεια. Ο Ομπάμα έκανε την προσπάθειά του, αλλά κι αυτός χλιαρά και χωρίς αποτέλεσμα. Στη συνέχεια ήλθε ο Τραμπ που μετέτρεψε την ανομολόγητη ιδιότυπη εξάρτηση της αμερικανική εξωτερικής πολιτικής από την ισραηλινή οπτική σε επίσημο δόγμα. Τώρα πλέον ο Μπάιντεν επιχειρεί να επιστρέψει στη γραμμή Ομπάμα.
Ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και κατέχοντας θέσεις-κλειδιά στους πολιτικοδιοικητικούς θεσμούς και στην οικονομία, το εβραϊκό λόμπι κατάφερε να αποτρέψει τη λύση με ίδρυση βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους. Το εβραϊκό λόμπι επέτυχε να παρουσιάσει την στρατηγική του Τελ Αβίβ σαν αιχμή του δόρατος της αμερικανικής αντιτρομοκρατικής εκστρατείας!
Στην πραγματικότητα, όμως, το Ισραήλ είχε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να χειραγωγεί εμμέσως την υπερδύναμη. Η υπεράσπισή του αποτελεί για δεκαετίες όχι μόνο σταθερά, αλλά και υψηλή προτεραιότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτή είναι η αιτία, που με διάφορα προσχήματα η ρητορική υπέρ της αναγνώρισης παλαιστινιακού κράτους έμεινε νεκρό γράμμα.
Έχοντας δεδομένη την αμέριστη υποστήριξη των ΗΠΑ και την ανοχή της ΕΕ, το Ισραήλ υπέκυψε στην αλαζονεία της στρατιωτικής και διπλωματικής ισχύος του. Στην πραγματικότητα, όμως, παρά τις διπλωματικές επιτυχίες του και στον Αραβικό Κόσμο, αναπαρήγαγε τον φαύλο κύκλο της αστάθειας και του αίματος. Το απέδειξε η πρόσφατη σύγκρουση με τη Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.