Οι σχέσεις Κίνας-Ταϊβάν και η πολιτική των ΗΠΑ
20/06/2022Η ένωση της Ταϊβάν με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας βρίσκεται στον πυρήνα των εθνικών συμφερόντων της τελευταίας. Οι ηγεσίες της Κίνας πάντα έβλεπαν στο θέμα της Ταϊβάν το τελευταίο ίχνος του “αιώνα της ταπείνωσης”, δηλαδή της περιόδου που άρχισε με τους Πολέμους του Οπίου και τις συνεχείς παραχωρήσεις εδαφών σε ξένες δυνάμεις μέχρι το τέλος του Εμφυλίου και την επικράτηση των κομμουνιστών (1945-49).
Την 1η Οκτωβρίου 1949, ο Μάο Τσετούνγκ, όταν κήρυξε την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, δεν ανέφερε κάποιο διεθνιστικό σύνθημα, αλλά το εθνικιστικό σύνθημα “Ο κινεζικός λαός όρθωσε το ανάστημά του“. Ο Μάο μάλλον δεν το είπε στην ομιλία του στην Τιεν Αν Μεν, αλλά σε μια συνάντηση του ΚΚ Κίνας εκείνες τις μέρες, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει τί διδάσκονται οι σημερινοί Κινέζοι ότι είπε ο πρώτος ηγέτης της χώρας τους.
Ο εμφύλιος με τους εθνικιστές του Τσανγκ Και Σεκ δεν τέλειωσε με την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Ο Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός απέτυχε να καταλάβει όχι μόνο την Ταϊβάν, αλλά και κάποια νησάκια. Ο πόλεμος στην Κορέα και η παρουσία αμερικανικών πολεμικών στην Ταϊβάν, καθώς και η απροθυμία της Σοβιετικής Ένωσης να συγκρουστεί με τις ΗΠΑ για την Ταϊβάν, άφησε σε εκκρεμότητα τον στόχο της ένωσης με το νησί. Οι δύο κρίσεις 1954-55 και1958 επέφεραν μικρά κέρδη για την Κίνα, ενώ ενίσχυσαν τις σχέσεις ΗΠΑ-Ταϊβάν. Πλέον, η Ταϊβάν (μαζί με την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα) ήταν βασικός κρίκος της αμερικανικής στρατηγικής για ανάσχεση της Κίνας, η οποία είχε μπροστά της μια αλυσίδα νησιών που εμπόδιζε την προβολή ισχύος στον δυτικό Ειρηνικό.
Η αρχή της μιας Κίνας
Στην Ταϊβάν το καθεστώς του Τσανγκ Και Σεκ ήταν δικτατορία που επιδιδόταν σε διώξεις αντιφρονούντων. Η Ταϊβάν, ως η αναγνωρισμένη από τη Δύση “Κίνα”, είχε εδαφικές διαφορές με την Ιαπωνία στην Ανατολική Σινική Θάλασσα και με άλλες χώρες στη Νότια Σινική Θάλασσα. Αυτές οι διεκδικήσεις κληρονομήθηκαν από την Κίνα όταν πήρε τη θέση της Ταϊβάν στον ΟΗΕ. Από τη δεκαετία του 1970 και την προσέγγιση ΗΠΑ-Κίνας, οι ΗΠΑ φρόντισαν να υιοθετήσουν μια στρατηγική αμφισημίας για το θέμα των σχέσεων Κίνας-Ταϊβάν. Ενώ αναγνώριζαν την αρχή της μιας Κίνας, δεν δέχονταν την επίλυση του θέματος με βίαια μέσα, ενώ μετά από λίγα χρόνια άρχισαν να εφοδιάζουν την Ταϊβάν με οπλικά συστήματα. Αυτό προκάλεσε την οργή της κινεζικής ηγεσίας.
Τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και η δεκαετία του 1990 έφεραν Κίνα και Ταϊβάν σε
διαφορετικούς δρόμους. Η Ταϊβάν μπήκε σε τροχιά εκδημοκρατισμού με τις πρώτες προεδρικές εκλογές να διεξάγονται το 1996, με νικητή τον Lee Teng-hui του Εθνικιστικού Κόμματος, ο οποίος είχε ήδη προκαλέσει την τρίτη κρίση στις σχέσεις Κίνας-Ταϊβαν (1995- 1996). Οι προσπάθειες του Lee για διπλωματικά τετελεσμένα είχαν μερική επιτυχία. Τελικά οι ΗΠΑ επαναδιατύπωσαν την αρχή της μιας Κίνας, ενώ η Κίνα (του Jiang Zemin) είχε ήδη δείξει την πρόθεσή της να αντιδράσει αποφασιστικά σε παραβίαση της αρχής της μιας Κίνας.
Παρά την αποφασιστικότητα της Κίνας, το γεγονός ήταν ότι πλέον η Ταϊβάν ανέπτυσσε μια διακριτή ταυτότητα. Μέχρι τότε η κυρίαρχη άποψη και στις δύο πλευρές ήταν η αρχή της μιας Κίνας: αυτή ήταν η βάση των διαπραγματεύσεων. Οι διαφωνίες αφορούσαν τους όρους με της ένωσης. Μάλιστα, η δημιουργική διπλωματία της Κίνας για το Χονγκ Κονγκ (“μια χώρα δύο συστήματα”) άφηνε υποσχέσεις για ανάλογη επίλυση του θέματος με την Ταϊβάν. Μετά τα γεγονότα στην Τιεν Αν Μεν το 1989, η Κίνα έβαλε τέλος σε συζήτηση για εκδημοκρατισμό.
Η ανάδειξη ταϊβανέζικης ταυτότητας
Οι σχέσεις των δύο πλευρών επιδεινώθηκαν με τις νίκες του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (ΔΠΚ) στις προεδρικές εκλογές του 2000 και του 2004. Το κόμμα αυτό πίστευε στην ιδέα μια ανεξάρτητης Ταϊβάν και λιγότερο στην αρχή της μιας Κίνας, σε αντίθεση με το Εθνικιστικό Κόμμα. Ο παράγοντας που έφερε πιο κοντά τις δύο πλευρές ήταν οι στενές οικονομικές σχέσεις και η άνοδος της κινεζικής οικονομίας από την οποία ωφελήθηκαν οικονομίες της ανατολικής Ασίας, όπως το Χονγκ Κονγκ, η Νότια Κορέα, η Σιγκαπούρη και φυσικά η Ταϊβάν. Ταυτόχρονα, στην Κίνα η περίοδος των Hu Jintao και Wen Jiabao χαρακτηρίστηκε (τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της) από μια πιο ήπια στάση απέναντι στην Ταϊβάν, με την οποία οι σχέσεις βελτιώθηκαν.
Η εκλογή του Ma Ying-jeou (Εθνικιστικό Κόμμα) το 2008 και ξανά το 2012 οδήγησαν τις σχέσεις Κίνας-Ταϊβάν στο καλύτερο σημείο τους. Από την αρχή της προεδρίας του ο Ma αναφέρθηκε στα τρία “όχι”: όχι στην επανένωση με την Κίνα, όχι στην ανεξαρτησία και όχι στον πόλεμο. Σε σχέση με άλλους πολιτικούς στην Ταϊβάν αυτό ίσως ήταν η καλύτερη περίπτωση για την Κίνα που που δεν ήθελε να συρθεί σε πόλεμο. Η βοήθεια από τις ΗΠΑ και οι αγορές οπλικών συστημάτων μειώθηκαν επί διακυβέρνησης του Εθνικιστικού Κόμματος, ενώ είχαν αυξητικές τάσεις όταν κυβερνούσε το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα. Η συνάντηση του Ma με τον ηγέτη της Κίνας Xi Jinping στη Σιγκαπούρη το 2015 παραμένει μέχρι σήμερα το υψηλό σημείο προσέγγισης των δύο πλευρών.
Το 2016 έφερε σημαντικές αλλαγές στις στο τρίγωνο Κίνας-Ταϊβάν-ΗΠΑ. Ο Xi Jinping είχε ήδη δείξει τις προθέσεις του για ενίσχυση του ρόλου του ΚΚ στην Κίνα, συγκέντρωση των εξουσιών στο πρόσωπό του και δημιουργία μιας “ισχυρής” (όχι μόνο πλούσιας) Κίνας. Στην Ταϊβάν οι προεδρικές εκλογές ανέδειξαν νικήτρια την Tsai Ing-wen που είχε σκληρές θέσεις έναντι της Κίνας.
Η στρατηγική των ΗΠΑ
Το Εθνικιστικό Κόμμα πλήρωσε την πολιτική του Ma που θεωρήθηκε “φιλοκινεζική” και προκάλεσε αντιδράσεις κυρίως στους νέους. Η σύναψη εμπορικής συμφωνίας με την Κίνα το 2010 προκάλεσε κύμα διαδηλώσεων στην Ταϊβάν. Στις ΗΠΑ ο Τραμπ φάνηκε να εγκαταλείπει τη στάση της στρατηγικής αμφισημίας και να στοχοποιεί την Κίνα με πλήθος δασμών σε κινεζικά προϊόντα.
Η Κίνα αντέδρασε στην εκλογή της Tsai, ακολουθώντας επιθετική πολιτική στον Ειρηνικό και στην Αφρική, προσελκύοντας χώρες που είχαν διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν. Στον Ειρηνικό συνήψε σχέσεις με τις Νήσους Σολομώντα και το Κιριμπάτι το 2019, στερώντας την Ταϊβάν από τα σημαντικότερα διπλωματικά της στηρίγματα στην περιοχή. Η Ταϊβάν, τα χρόνια της προεδρίας Τραμπ, προχώρησε σε μια σειρά συμφωνιών για την προμήθεια οπλικών συστημάτων αξίας 18 δισ. δολαρίων και πλέον. Μέχρι τους τελευταίους μήνες της θητείας του, ο Τραμπ δήλωνε την πρόθεσή της να υπερασπιστεί την Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης.
Η εκλογή Biden το 2020 δεν έφερε επιστροφή στην προηγούμενη στρατηγική της αμφισημίας. Ο νέος πρόεδρος διακηρύσσει την πρόθεση των ΗΠΑ να επέμβουν στρατιωτικά σε περίπτωση επίθεσης από τη Κίνα. Μέχρι τις μέρες μας η γεωγραφία και η πολιτική των ΗΠΑ που συνδύαζε την αποτροπή κινεζικής επίθεσης και αποθάρρυνση της μονομερούς κήρυξης ανεξαρτησίας από την Ταϊβάν, λειτούργησε αρκετά καλά.
Αν οι ΗΠΑ δώσουν σαφές μήνυμα στην Ταϊβάν ότι θα την στηρίξουν σαν να ήταν χώρα του ΝΑΤΟ, αυτή η δέσμευση θα εκληφθεί ως ενθάρρυνση να κινηθεί πιο τολμηρά προς μονομερή κήρυξη ανεξάρτητου κράτους και να εγκαταλείψει την πολιτική της μιας Κίνας. Για το ΚΚ Κίνας, η αρχή της μιας Κίνας είναι η πιο ξεκάθαρη κόκκινη γραμμή στην εξωτερική πολιτική. Η ένωση με την Ταϊβάν είναι στον πυρήνα των εθνικών συμφερόντων και οποιαδήποτε κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση θα οδηγούσε την Κίνα σε πολεμική σύγκρουση.
Η στρατηγική της Κίνας
Η ποιοτική αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της Κίνας τα χρόνια του Xi Jinping δεν είναι άσχετη με την επιδείνωση των σχέσεων με την Ταϊβάν. Όπως αναφέρει ο Κινέζος διεθνολόγος Yan Xuetong, κατά το 2012-13 η στρατηγική της Κίνας μετακινήθηκε από το δόγμα του “κρατάμε χαμηλό προφίλ” που πρώτος διατύπωσε ο Ντενγκ, σε μια εξωτερική πολιτική “ανάληψης πρωτοβουλιών”. Ο Yan που ακολουθεί τη σχολή του ρεαλισμού (σε δική του εκδοχή που ονομάζει “ηθικό ρεαλισμό”) πάντα θεωρούσε ότι μια εξωτερική πολιτική γεμάτη αυτοπεποίθηση και ξεκάθαρους στόχους ήταν προς το συμφέρον της Κίνας αλλά και της σταθερότητας στην περιοχή.
Η υιοθέτηση μιας ενεργούς πολιτικής από την Κίνα, κατά τον Yan, καθιστά τη διαχείριση κρίσεων στις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ πιο εύκολη γιατί αποφεύγονται οι παρερμηνείες. Οι απόψεις αυτές θυμίζουν την ανάλυση του John Mearsheimer για τις σχέσεις Δύσης-Ρωσίας: η μια μεγάλη δύναμη αναγνωρίζει τα συμφέροντα της άλλης και εργάζονται μαζί, ώστε να διαχειριστούν τον αναπόφευκτο ανταγωνισμό τους.
Το σημείο όπου οι ρεαλιστικές θεωρήσεις υστερούν είναι στην ανάλυση δρώντων μικρότερων από τις μεγάλες δυνάμεις. Για τον Mearsheimer η στάση της Ουκρανίας να επιμείνει στη σύγκρουση με τη Ρωσία ήταν ακατανόητη και καταστροφική. Όμως τελικά οι ΗΠΑ βρήκαν μια χώρα πρόθυμη να διεξάγει πόλεμο που εξυπηρετεί κυρίως τα συμφέροντά τους, χωρίς οι ίδιες να ρισκάρουν πολλά.
Είναι πιθανό οι συνεχείς δηλώσεις στήριξης της Ταϊβάν από τον Biden να κρύβουν μια ανάλογη επιθυμία: να αισθανθεί η ηγεσία της Ταϊβάν αρκετά ασφαλής, ώστε να περάσει την κόκκινη γραμμή της Κίνας, ή το Πεκίνο να νιώσει τόσο ανασφαλές ώστε να λάβει μια επικίνδυνη και με κόστος απόφαση, όπως η εισβολή στην Ουκρανία. Βέβαια, η Κίνα του Xi έχει πολλές διαφορετικές πηγές ισχύος και η χρήση στρατιωτικών μέσων δεν είναι μονόδρομος, σε αντίθεση με τη Ρωσία του Πούτιν. Ωστόσο, αυτό που καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνες για τη σταθερότητα τις δηλώσεις Biden είναι ότι δοκιμάζουν την ανοχή της Κίνας στον πυρήνα των εθνικών της συμφερόντων.
Ο Ομπάμα, την τελευταία περίοδο της προεδρίας του παραδέχτηκε ότι η στάση της στρατηγικής αμφισημίας απέναντι σε Κίνα και Ταϊβάν ήταν προβληματική και η βιωσιμότητά της δεν ήταν εγγυημένη. Όμως είχε εξασφαλίσει την ειρήνη στα Στενά για 35 χρόνια με λίγες περιόδους έντασης. Με την σταδιακή απομάκρυνση από αυτή τη στρατηγική, οι ΗΠΑ εξωθούν την Κίνα στην σύγκρουση. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτή την αλλαγή στρατηγικής δεν έχουν βρει υποστηρικτές στις χώρες της Ασίας, αλλά ούτε την Αυστραλία και τον Καναδά.