Όταν η Μέρκελ αποχαιρέτησε το Δόγμα Μέρκελ
19/05/2020Η προ τριών ετών επιλογή του Βερολίνου να προσθέσει στο ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα τη διάσταση της άμυνας-ασφάλειας σηματοδότησε μια στροφή στην εξωτερική πολιτική του. Η Γερμανία, δια της Μέρκελ, ουσιαστικά αποχαιρέτισε το Δόγμα Μέρκελ και προώθησε την αναβάθμιση του ρόλου της στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στις εμπόλεμες ζώνες.
Για χρόνια το Δόγμα Μέρκελ επικαθόριζε τη γερμανική εξωτερική πολιτική. Βάσει αυτού, το Βερολίνο επιδίωκε την εξωτερική ασφάλεια της χώρας μέσω της εξαγωγής όπλων και των συνεργασιών, κυρίως σε επίπεδο στρατιωτικής εκπαίδευσης. Ο στόχος αυτής της πολιτικής, όπως η ίδια η καγκελάριος τον είχε εκφράσει σε ομιλία της το 2011, ήταν η ενίσχυση του ρόλου της Γερμανίας ως εγγυήτριας δύναμης για την ασφάλεια χωρών υψίστης στρατηγικής σημασίας.
Με αυτή τη στρατηγική, το Βερολίνο εξασφάλιζε και τη μη συμμετοχή της Γερμανίας σε στρατιωτικές αποστολές στο εξωτερικό (ή την περιορισμένη συμμετοχή). Από το 2017, όμως, εγκατέλειψε σταδιακά αυτό το δόγμα και ξεκίνησε να γυρίζει σελίδα, σε βαθμό που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί μέχρι πριν από λίγα χρόνια, όταν ο “μεταμοντέρνος ειρηνισμός” αποτελούσε το βασικό χαρακτηριστικό της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής.
Αυτός είναι πλέον αλλάζει. Μεγάλη μερίδα της Χριστιανοδημοκρατίας δικαιολογημένα εκτίμησε πως οι αρχικές επιφυλάξεις των πολιτών σχετικά με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό θα αίρονταν, όπως και σταδιακά συνέβη. Σ’ αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι η πολιτική των Σοσιαλδημοκρατών δεν διαφοροποιείτο ουσιαστικά από την πολιτική των κυβερνητικών εταίρων τους.
Πάνω απ’ όλα η σταθερότητα
Η πρόθεση της Γερμανίας για αναπροσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής, λόγω και της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης, είναι τα τελευταία χρόνια σαφής. Η νέα κατεύθυνση φαίνεται να διέπεται από το παρακάτω δόγμα: «Η δημοκρατία και το κράτος δικαίου στις χώρες της κρίσης εξασθενούν και περνούν σε δεύτερη μοίρα. Αντ’ αυτού υπερισχύει η σταθερότητα ακόμη και αν αυτό σημαίνει υποστήριξη σε αυταρχικά καθεστώτα».
Η ανησυχία της Μέρκελ για την πολιτική που ακολουθεί η προεδρία Τραμπ ήταν εξαρχής έκδηλη. Φοβόταν ότι ο ιδιόρρυθμος Αμερικανός πρόεδρος ίσως κάποια στιγμή υλοποιούσε τις απειλές του για μείωση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη, εάν οι Ευρωπαίοι δεν αποφάσιζαν να ξοδέψουν αναλογικά με τις ΗΠΑ για τον τομέα της άμυνας. Η Μέρκελ μάλιστα, είχε αποκαλέσει «αφελές» να πιστεύουν οι Ευρωπαίοι ότι θα μπορούν στο διηνεκές να στηρίζονται σε ξένες πλάτες για την ασφάλειά τους.
Η Γερμανία, που επί πολλά χρόνια σχεδόν αδιαφορούσε για τις αμυντικές δαπάνες της, έχοντας ρίξει όλο το βάρος στην οικονομία, τα τελευταία χρόνια πραγματοποιεί σταδιακά μία στροφή που δείχνει ανησυχία για την ασφάλειά της. Η ανησυχία της επιτάθηκε και λόγω του Brexit. Η καγκελάριος δεν κρύβει ότι επείγει η ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας των υπολοίπων 27 κρατών-μελών της ΕΕ.
Αν και η Μέρκελ φροντίζει στο επίπεδο αυτό να μην κάνει προκλητικές κινήσεις, αν και πάντα κινείται από κοινού με τη Γαλλία, συνειδητοποίησε, λόγω και των πιέσεων Τραμπ, ότι η άμυνα είναι ο πραγματικός πολλαπλασιαστής ισχύος που μπορεί να καταστήσει την Γερμανία ολοκληρωμένη δύναμη. Όλα αυτά τα χρόνια είναι ηγέτιδα στο οικονομικό επίπεδο και “ατμομηχανή” της ΕΕ, αν και με τις επιλογές της οδηγεί την Ένωση “στα βράχια”. Κι αυτό, επειδή διαπνέεται από μια κοντόφθαλμα εθνοκεντρική οπτική.
Αμυντικές δαπάνες
Μετά το Brexit, οι εξελίξεις στην άμυνα και την ασφάλεια της ΕΕ ήταν γρήγορες και καθοριστικές. Ο στόχος ήταν τριπλός:
- Πρώτον, να αντιμετωπιστεί το κενό που άφησε η αποχώρηση της Βρετανίας.
- Δεύτερον, να συνδεθεί η Βρετανία με τα αμυντικά σχέδια της ΕΕ.
- Τρίτον, να βρεθούν συμβιβασμοί με την Ουάσιγκτον στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, όπως σε γενικές γραμμές και έγινε στην πράξη.
Με τα δεδομένα αυτά είχαν εκπονηθεί δύο σχέδια: Το πρώτο από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης με την επωνυμία Security and Defense Implementation Plan-SDIP. Το δεύτερο από την Κομισιόν με την επωνυμία European Defense Action Plan-EDAP. Τα σχέδια αυτά δημιούργησαν τον πρώτο ενιαίο ευρωπαϊκό αμυντικό προϋπολογισμό, γνωστό ως EU Defense Fund. Στόχος είναι η δημιουργία μίας ενιαίας αμυντικής αγοράς, γνωστής ως EDTIB.
Τα σχέδια αυτά έχουν σκοπό να ωθήσουν τα κράτη-μέλη στη δημιουργία κοινών στρατιωτικών μονάδων βασισμένων στο εργαλείο της Μόνιμης Δομημένης Συνεργασίας, που προβλέπεται από τη Συνθήκη της Λισαβώνας. Επίσης, τείνουν να αναδείξουν τη διακριτή στρατιωτική παρουσία της ΕΕ και τη σχετική αυτονόμηση των αποφάσεών της από το ΝΑΤΟ.
Η αποδοχή από τη Γερμανία ότι θα δαπανά για αμυντικές δαπάνες το 2% του ΑΕΠ της, στο πλαίσιο της γενικής συμφωνίας που υπάρχει στο ΝΑΤΟ, δεν έγινε μόνο λόγω των πιέσεων του προέδρου Τραμπ. Έγινε και με τη προοπτική να δημιουργηθεί ένα είδος ευρωπαϊκού πυλώνα μέσα στο ΝΑΤΟ, ως αντιστάθμισμα της αμερικανικής ηγεμονίας στην Ατλαντική Συμμαχία.