Όταν ο Χάφταρ αιχμαλωτίστηκε από τον “Πινοσέτ της Αφρικής”
10/07/2025
Η τέταρτη και τελευταία απόπειρα του Μοαμάρ Καντάφι να ελέγξει το βόρειο Τσαντ, συγκεκριμένα τη Λωρίδα Αούζου, οδήγησε στον αποκαλούμενο “Πόλεμο των Toyota”, το 1986. Ήταν τότε που οι πιο ευκίνητες δυνάμεις του Αφρικανού πολέμαρχου, Χισέν Χαμπρέ, διέσπασαν τις πολύ καλύτερα εξοπλισμένες λιβυκές δυνάμεις και συνέλαβαν τον διοικητή τους.
Αυτός ο Λίβυος αξιωματικός έτυχε να είναι ο Χαλίφα Χάφταρ, ο αρχηγός του Λιβυκού Εθνικού Στρατού και πρόσωπο των ημερών, μετά το επεισόδιο στην Βεγγάζη και την έξαρση του μεταναστευτικού. Ο Χάφταρ, μετέχων στο πραξικόπημα του 1969 και για δύο σχεδόν δεκαετίες “αγαπημένο παιδί” του Καντάφι, μετά την αιχμαλωσία του έχασε την αμέριστη στήριξη του Λίβυου ηγέτη και οι δύο άνδρες μετατράπηκαν σε θανάσιμους εχθρούς.
Ο Χάφταρ απελευθερώθηκε έπειτα από παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, όπως φαίνεται και της ίδιας της CIA, καθώς λίγο μετά (τέλη του 1987) συμμάχησε με μία φιλοδυτική-ισλαμική αντικαθεστωτική ομάδα, την NFSL. Το 1988 ίδρυσε τον Λιβυκό Εθνικό Στρατό και κατέφυγε στις ΗΠΑ, όπου έζησε επί δύο σχεδόν δεκαετίες, λαμβάνοντας αμερικανική υπηκοότητα και με το στίγμα του “πράκτορα της CIA” από το λιβυκό καθεστώς.
Ο καταστροφικός για τους Καντάφι-Χάφταρ “πόλεμος των Toyota” στο Τσαντ, έδειξε την αποτελεσματικότητα βαρέων όπλων που τοποθετούνται στην καρότσα ημιφορτηγών. Τα οχήματα αυτά, τα γνωστά technicals, χρησιμοποιούνται τώρα ευρέως σε μάχες ατάκτων και πολιτοφυλακών σε Ιράν, Ιράκ, Συρία και Λιβύη.
Η Λιβύη εισέβαλε στο Τσαντ τον Ιούλιο 1980, καταλαμβάνοντας και προσαρτώντας τη Λωρίδα Αοζού. Οι ΗΠΑ και η Γαλλία απάντησαν, βοηθώντας το Τσαντ, η κυβέρνηση του οποίου επέλεξε να υπογράψει συνθήκη με τη Λιβύη. Ο λιβυκός στρατός βοήθησε τις κυβερνητικές δυνάμεις του Τσαντ, υπό τον Γκουκούνι και έδιωξε τους, υποστηριζόμενους από την Δύση, μαχητές του FAN (Armed Forces of the North) από μεγάλο μέρος του βόρειου Τσαντ. Ο Γκουγκούνι έχασε την στήριξη των λιβυκών στρατευμάτων (αποχώρησαν το Νοέμβριο 1981) και ο Χαμπρέ με την πολιτοφυλακή του FAN κατέλαβε την εξουσία το 1982.
De facto διχοτόμηση του Τσαντ
Όπως η σημερινή Λιβύη είναι χωρισμένη σε δύο κυβερνήσεις, έτσι και το Τσαντ ήταν de facto χωρισμένο από το 1983, με το βόρειο μισό να ελέγχεται από την κυβέρνηση Γκουκούνι, που υποστηριζόταν από τη Λιβύη, ενώ το νότιο ήταν υπό την κυβέρνηση Χαμπρέ, ο οποίος υποστηριζόταν από την Δύση. Αυτή η κατάτμηση στον 16ο παράλληλο (η λεγόμενη “Κόκκινη Γραμμή”) σε ζώνες επιρροής Λιβύης και Γαλλίας αναγνωρίστηκε ανεπίσημα από το Παρίσι το 1984, μετά από συμφωνία να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από το Τσαντ. Η συμφωνία δεν τηρήθηκε από τη Λιβύη, η οποία διατηρούσε τουλάχιστον 3.000 άνδρες στο βόρειο Τσαντ.
Κατά την περίοδο 1984-86, ο Χαμπρέ ενίσχυσε τη θέση του, χάρη στη δυτική υποστήριξη και τις συγκρούσεις στο αντίπαλο στρατόπεδο μεταξύ Γκουκούνι και Ατσέιχ Ιμπν Ουμάρ για την ηγεσία. Ο Χαμπρέ συνήψε συμφωνίες με μικρότερες ομάδες, οι οποίες άλλαξαν στρατόπεδο. Στις αρχές 1987, η δύναμη της Λιβύης στο Τσαντ αποτελείτο από 8.000 στρατιώτες, 300 άρματα μάχης, πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών, συμβατικά πυροβόλα, ελικόπτερα Mi-24 και 60 μαχητικά αεροσκάφη. Αυτές οι δυνάμεις χωρίστηκαν στην Επιχειρησιακή Ομάδα Νότου και Ανατολής.
Οι Λίβυοι ήταν προετοιμασμένοι για πόλεμο, στον οποίο θα παρείχαν επίγεια και αεροπορική υποστήριξη στους συμμάχους τους στο Τσαντ και θα λειτουργούσαν ως πεζικό κρούσης. Το γεγονός δε ότι διοικητής των Λίβυων δυνάμεων σε αυτόν τον στρατηγικής σημασίας για την Λιβύη πόλεμο ορίστηκε ο Χαφτάρ, είναι και ένα δείγμα της εμπιστοσύνης που του είχε ο Καντάφι. Μέχρι το 1987, ωστόσο, ο Λίβυος ηγέτης είχε χάσει συμμάχους και οι λιβυκές φρουρές έμοιαζαν με απομονωμένα “νησιά” στη Σαχάρα του Τσαντ. Αυτό ήταν το κλίμα στο μέτωπο, όταν αιχμαλωτίστηκε ο Χάφταρ, μαζί με περίπου 600 άνδρες του…
Οι Λίβυοι, λοιπόν, έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσουν τις ενισχυμένες ένοπλες δυνάμεις του Τσαντ, οι οποίες αποτελούνταν από 10.000 στρατιώτες, με επικεφαλής ικανούς διοικητές, όπως ο Ιντρίς Ντέμπι, ο Χασάν Τζαμούς και ο Χαμπρέ. Και ενώ στο παρελθόν είχαν περιορισμένη κινητικότητα, λίγα αντιαρματικά και αντιαεροπορικά κι όχι αεροπορία, το 1987 μπορούσε να βασιστεί στη Γαλλία να κρατήσει μακριά τα λιβυκά αεροσκάφη. Το σημαντικότερο, τους παρείχε 400 ημιφορτηγά Toyota εξοπλισμένα με πυραύλους MILAN.
Ο Χαμπρέ εκδιώκει τους Λίβυους
Ο Χαμπρέ επέλεξε ως πρώτο στόχο για την ανακατάληψή του στο βόρειο Τσαντ, την καλά οχυρωμένη βάση επικοινωνιών της Λιβύης Φάντα. Την βάση υπερασπίζονταν 2.000 Λίβυοι και η τοπική πολιτοφυλακή, εφοδιασμένοι με άρματα και πυροβολικό. Οι δυνάμεις του Χαμπρέ έριξαν 4.000-5.000 άνδρες στη μάχη. Εκμεταλλευόμενες την καλύτερη γνώση του εδάφους, απέφυγαν μια μετωπική επίθεση και με την ευκινησία τους περικύκλωσαν τους Λίβυους και στη συνέχεια συνέτριψαν την άμυνά τους. Στη μάχη, 784 Λίβυοι σκοτώθηκαν και 100 άρματα μάχης καταστράφηκαν, με απώλειες 50 μόνο στρατιώτες του Τσαντ.
Η απρόσμενη ήττα εξέπληξε τον Καντάφι, ο οποίος κήρυξε επιστράτευση. Αψηφώντας τη Γαλλία, διέταξε τον βομβαρδισμό της Αράντα, αρκετά νότια του 16ου παραλλήλου. Η Γαλλία ανταπέδωσε με αεροπορική επίθεση στο Ουάδι Ντουμ και κατέστρεψε το εκεί σύστημα ραντάρ, τυφλώνοντας ουσιαστικά τη Λιβυκή Πολεμική Αεροπορία στο Τσαντ για αρκετούς μήνες. Ο Καντάφι έστειλε και άλλα τάγματα στο Τσαντ (ειδικά στο Φάγια-Λάργκο και το Ουάδι Ντουμ), με αποτέλεσμα το σύνολο των λιβυκών δυνάμεων στο Τσαντ να φτάσει συνολικά τις 11.000 στρατιώτες.
Τον Μάρτιο 1987, η κύρια λιβυκή αεροπορική βάση στο Ουάδι Ντουμ καταλήφθηκε από τις δυνάμεις του Τσαντ. Αν και υπερασπιζόταν έντονα από ναρκοπέδια, 5.000 στρατιώτες, άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα και αεροσκάφη, η βάση των Λιβύων καταλήφθηκε από μια μικρότερη δύναμη του Τσαντ με επικεφαλής τον Τζαμούς. Οι δυνάμεις του Τσαντ επέβαιναν σε φορτηγά εξοπλισμένα με πολυβόλα και αντιαρματικά όπλα. Μεγάλος αριθμός αρμάτων μάχης, τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού, πυροβολικού, αεροσκαφών και ελικοπτέρων καταλήφθηκαν ή καταστράφηκαν. Οι πανικόβλητοι Λίβυοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες, περνώντας μέσα από τα δικά τους ναρκοπέδια.
Οι βαριά εξοπλισμένες λιβυκές δυνάμεις βρέθηκαν απομονωμένες σε ξένο έδαφος, εκτεθειμένες σε έναν ευκίνητο εχθρό. Έτσι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο πόλεμος των Toyota προσέλκυσε την προσοχή των ΗΠΑ, όπου εξετάστηκε η δυνατότητα χρήσης του Χαμπρέ για την ανατροπή του Καντάφι. Κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ουάσινγκτον, όπου τον υποδέχτηκε μάλιστα ο πρόεδρος Ρίγκαν, ο Χαμπρέ έλαβε υπόσχεση για βοήθεια 32 εκατ. δολαρίων και αντιαεροπορικών πυραύλων Stinger.
“Ο Πινοσέτ της Αφρικής”
Ο Χαμπρέ ανέλαβε την εξουσία το 1982, κυβερνώντας με σιδερένια πυγμή. Παρά τη νίκη του επί του Καντάφι, το καθεστώς ήταν αδύναμο και βρήκε γρήγορα δυναμική αντίδραση από τη φυλή Zaghawa, η οποία το Νοέμβριο 1990 νίκησε τις δυνάμεις του Χαμπρέ. Επικεφαλής ήταν ο Ιντρίς Ντέμπι, πρώην διοικητής του στρατού, ο οποίος είχε συμμετάσχει σε συνωμοσία εναντίον του Χαμπρέ το 1989 και στη συνέχεια κατέφυγε στο Σουδάν.
Οι Γάλλοι επέλεξαν να μην βοηθήσουν τον Χαμπρέ, επιτρέποντάς του, όμως, να απομακρυνθεί. Ο Χαμπρέ κατέφυγε στο Καμερούν και οι αντάρτες μπήκαν στη πρωτεύουσα Ντζαμένα στις 2 Δεκεμβρίου 1990. Στη συνέχεια ο Χαμπρέ εξορίστηκε στη Σενεγάλη. Ο Ιντρίς Ντέμπι, είναι ο πατέρας του σημερινού δικτάτορα του Τσαντ, Μαχαμάτ Ιντρις Ντεμπί Ιτνό. Το Τσαντ, όπως ακριβώς και η Λιβύη μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία χώρα που βγάζει ηγέτες-πολέμαρχους, καθώς ο Ιντρίς Ντέμπι πέθανε πολεμώντας αντάρτες το 2021!
Για να επιστρέψουμε στον Χαμπρέ, αυτός ονομάστηκε “Πινοσέτ της Αφρικής”. Συνελήφθη το 2013 και δικάστηκε από ειδικό δικαστήριο που δημιουργήθηκε από την Αφρικανική Ένωση, βάσει συμφωνίας με τη Σενεγάλη. Η δίκη δημιούργησε νομικό και πολιτικό προηγούμενο, αφού για πρώτη φορά μια χώρα διώκει πρώην ηγέτη άλλης χώρας για εγκλήματα.
Πάντως, την στιγμή που οι δυτικοί ανέτρεψαν τον Καντάφι για να υποστηρίξουν την “δημοκρατία”, δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό στο να στηρίζουν το καθεστώς Χαμπρέ, που σημαδεύτηκε από βάναυση καταστολή των διαφωνούντων, από βασανιστήρια και εκτελέσεις. Ενός καθεστώτος που υπολογίζεται ότι ευθύνεται για τον θάνατο περίπου 40.000 ανθρώπων, τον επικεφαλής του οποίου υποδέχτηκε μέχρι και ο Ρήγκαν στον Λευκό Οίκο, ως “μαχητή της ελευθερίας”!
Όσο κυβερνούσε ο Χαμπρέ «έσφαξε τους δικούς του για να καταλάβει και να διατηρήσει την εξουσία… έκαψε ολόκληρα χωριά, έστειλε γυναίκες να υπηρετήσουν ως σκλάβες του σεξ για τα στρατεύματά του και έχτισε κρυφά μπουντρούμια για να βασανίζει τους εχθρούς του», είπε ο Ριντ Μπρόντι, δικηγόρος που εκπροσώπησε τα θύματα του δικτάτορα. Η καταδίκη του Χαμπρέ σε ισόβια κάθειρξη και σε καταβολή αποζημιώσεων θεωρήθηκε καμπή στην δίωξη των εγκλημάτων στην Αφρική.
Το τέλος ενός αιμοσταγούς πολέμαρχου που ταπείνωσε τον πανίσχυρο τότε Καντάφι, συνέλαβε τον Χαφτάρ και μετέπειτα κυβέρνησε το Τσαντ με σιδηρά πυγμή τελικά δεν ήρθε από κάποιο αντίπαλο δέος, ή από κάποια αυτοδικία από θύμα του. Τον σκότωσε ο κορονοϊός, το 2021, σε ηλικία 79 ετών. Όπως λέει ο T.S. Eliot στο ποίημα “Οι Κούφιοι Άνθρωποι” «Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος. Όχι με μια έκρηξη αλλά με έναν κλαυθηρμό».