Όταν τη δεκαετία του 1970 η Άγκυρα ξεκλήριζε τους Κούρδους της Τουρκίας
03/11/2019Ενδεχομένως η αγριότητα, με την οποία ο τουρκικός στρατός συμπεριφέρθηκε στους Κούρδους της Συρίας να έχει χειρότερο προηγούμενο. Περνώντας τα σύνορα της Τουρκίας και ανηφορίζοντας στην επαρχία του Ντιγιαρμπακίρ, σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας, Τούρκοι στρατιώτες αναγκάζουν έναν Κούρδο πατέρα να παρακολουθήσει τον γιο του να βασανίζεται. Μην αντέχοντας το θέαμα τρέχει πάνω στον ανήμπορο γιο του, που ήταν πεσμένος στο έδαφος, για να τον προστατέψει. Οι εξαγριωμένοι φαντάροι διέλυσαν το κεφάλι του δύσμοιρου πατέρα με τους υποκόπανους των όπλων. Ύστερα από λίγες μέρες ο γέροντας ξεψύχησε σε κλινική.
Ήταν ένα από τα χιλιάδες περιστατικά που έλαβαν χώρα στη νοτιοανατολική Τουρκία, απέναντι από το Αφρίν, τον Απρίλιο του 1970. Τότε, 4.000 Τούρκοι κομάντος και στρατοχωροφύλακες, με την υποστήριξη ελικοπτέρων, βομβαρδιστικών αεροπλάνων και οχημάτων εισέβαλαν στα κουρδικά χωριά και την πόλη Σιλβάν με το πρόσχημα ότι έψαχναν όπλα αντικαθεστωτικών. Στην πραγματικότητα ήταν ένα επαρχιακό πογκρόμ για να “καθαρίσει” η περιοχή.
Λίγους μήνες μετά, το Τουρκικό Εργατικό Κόμμα, που υποστήριζε τα δικαιώματα όλων των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των Κούρδων, φώναζε ότι ο «οι φασιστικές κυβερνήσεις που εκπροσωπούν τις άρχουσες τάξεις εφαρμόζουν πολιτική καταπίεσης, τρομοκρατίας και αφομοίωσης στον κουρδικό λαό, και η τακτική αυτή μεταβάλλεται συχνά σε απάνθρωπη, βάναυση, μεταχείριση». Μιλάμε για μια περίοδο που οι τουρκικές κυβερνήσεις επιζητούσαν στενότερους δεσμούς με την ΕΟΚ ακόμα και ένταξη. Την ίδια στιγμή λάμβανε χώρα μια μακάβρια πρωτοτυπία: διαρκείς μαζικές διώξεις και εκτελέσεις πολιτών και εδικά Κούρδων. Γιατί όμως τόσο μένος για τους Κούρδους;
Ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Νιχάτ Ερίμ είχε συμπυκνώσει την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα απολύτως κατανοητά: «δεν παραδεχόμαστε να ζει καμιά άλλη εθνότητα στην Τουρκία εκτός από Τούρκους. Η άποψή μας είναι ότι υπάρχει μόνο μια εθνικότητα στην Τουρκία: το τουρκικό έθνος. Όλοι οι πολίτες που ζουν στα διάφορα τμήματα της χώρας είναι ικανοποιημένοι να είναι Τούρκοι». Ικανοποιημένοι ναι, περήφανοι όμως;
Του Ερίμ του διέφευγαν σκοπίμως τα σεξουαλικά βασανιστήρια ή τα ηλεκτροσόκ που έκαναν σε χιλιάδες Τούρκους πολίτες ένστολοι συμπατριώτες τους, ακριβώς επειδή διαφωνούσαν με το φασιστικό “μονοπάτι” που είχε πάρει η πατρίδα τους. Η ενταγμένη στο ΝΑΤΟ Τουρκία είχε ξεπατικώσει τον φασιστικό ποινικό κώδικα του Μουσολίνι (άρθρα 141, 142 κτλ). Προφανώς και πολλοί “καθαροί” Τούρκοι δεν ήταν ικανοποιημένοι.
Μόνο Τούρκοι και Κούρδοι!
Ο Νιχάτ Ερίμ –ο πατέρας της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο– είχε εξελιχθεί στον ισχυρό άνδρα της Τουρκίας μετά την επιβολή του πραξικοπήματος του 1970. Ωστόσο, η αχαλίνωτη πολιτική των Τούρκων εναντίον του Κούρδων είχε εγκαινιαστεί ήδη από την δεκαετία του 1920. Όσο οι Κούρδοι πολεμούσαν τους Έλληνες στο πλευρό των Τούρκων την περίοδο 1919-1922, ήταν καλοί πατριώτες. Στην πρώτη τουρκική Εθνοσυνέλευση ακούστηκαν βαρύγδουπα λόγια «Εδώ μπροστά στο έθνος, μόνο Τούρκοι και Κούρδοι έχουν δικαίωμα να μιλούν».
Ο ελληνικός στρατός, όμως, ηττήθηκε το 1922 και για ένα καθεστώς, όπως εκείνο του Κεμάλ Ατατούρκ, με βαρύ βιογραφικό στις εθνοκαθάρσεις (Έλληνες, Αρμένιοι κτλ.) οι Κούρδοι δεν θα αποτελούσαν εξαίρεση. Σημειώνεται ότι οι προηγούμενες γενοκτονίες του Τούρκων εις βάρος μειονοτήτων, είχαν συντελεστεί με τη συμμετοχή Κούρδων. Τις δεκαετίες του 1920-30 η νοτιοανατολική κουρδική Τουρκία θα μετατρεπόταν σε πεδίο εξόντωσης Κούρδων.
Μόνο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Τουρκία επιχείρησε ένα δημοκρατικό άνοιγμα, για τα μάτια της Δύσης και συνεπώς επέτρεψε στους Κούρδους κάποιες ελευθερίες. Εξάλλου το κόμμα που θα τους προσεταιριζόταν θα έπαιρνε και πολλούς ψήφους, όπως ακριβώς συνέβη και στις ΗΠΑ με την χειραφέτηση του μαύρου πληθυσμού: εργαλειοποίηση της ονομαστικής ιδιότητας του πολίτη. Μέχρι το 1960-65 όλα θα πήγαιναν “καλά”, επειδή το μετακεμαλικό καθεστώς είχε “προσαρτήσει” τις παραδοσιακές κουρδικές ελίτ.
Μετά τα πραξικοπήματα του 1960 και ειδικά του 1970, όμως, η κατάσταση επιδεινώθηκε για τον κουρδικό πληθυσμό, τόσο για τους κτηματίες όσο και τους φτωχούς. Πολλοί Κούρδοι συλλαμβάνονταν επειδή διάβαζαν το κουρδικό αλφάβητο, ή μετέφραζαν παραμύθια στα κουρδικά. Τα άθλια οικονομικά της Τουρκίας, η δράση της “Ακροαριστεράς” και ο αμείλικτος Ερίμ θα συντελούσαν στην επιστροφή της πολιτικής των διωγμών.
Οι επιθέσεις του τουρκικού στρατού –ανεξαρτήτως κυβέρνησης– συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι σημερινές στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στη βόρεια “κουρδική” Συρία αποτελούν τις αντίστοιχες επιχειρήσεις στη Σιλβάν του 1970. Εξάλλου, όλες οι πόλεις και τα χωριά με κουρδικό πληθυσμό είναι το ίδιο.
Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εκτιμά ότι εντός της τουρκικής επικράτειας περίπου 3.000 κουρδικά χωριά έχουν εξαφανιστεί από τον χάρτη και περίπου 378.000 Κούρδοι εκτοπίστηκαν, ενώ δεκάδες χιλιάδες εκτελέστηκαν. Για παράδειγμα το χωριό Ulas πλέον είναι ένα φάντασμα λόγω “εξαφάνισης” των κατοίκων.
Στόχευαν τους Κούρδους του εξωτερικού
Εάν οι Τούρκοι επιφύλασσαν τέτοια μεταχείριση στους Κούρδους της Τουρκίας, τότε οι εκτός συνόρων δεν έχουν να περιμένουν πιο προνομιακή μεταχείριση. Το κουρδικό κίνημα στη Συρία, ανδρωμένο ως παρακλάδι του PKK, δεν είχε ποτέ αμφιβολίες για το ποιόν του τουρκικού καθεστώτος. Οι Κούρδοι είναι πεπεισμένοι ότι «οι διαδοχικές τουρκικές κυβερνήσεις, με όλες τις στρατιωτικές τους δυνάμεις και οπλισμένες με τα πιο σύγχρονα όπλα, προσπάθησαν εδώ και δεκαετίες να εξαλείψουν τον κουρδικό λαό. Ο πόλεμος που μόλις ξεκίνησε ενάντια στους Κούρδους, σύντομα θα επεκταθεί».
Το Αφρίν φιλοξενούσε χιλιάδες πρόσφυγες και εκτοπισμένους που διέφυγαν από τις περιοχές που κυριαρχούσε η τζιχαντιστική Άλ Νούσρα (παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία) και το Ισλαμικό Κράτος. Στις αρχές του 2018 δέχτηκε σφοδρή επίθεση από τον συντριπτικά ανώτερο σε αριθμό στρατιωτών και σε οπλικά συστήματα τουρκικό στρατό. Είναι κοινός τόπος ότι η Τουρκία υπήρξε εξαρχής ο υποστηρικτής των τζιχαντιστών στη Συρία και μάλιστα τους χρησιμοποίησε για να συντρίψει το κουρδικό κίνημα.
Οι μνήμες από το Κομπάνι -πόλη της βόρειας Συρίας- δεν έχουν σβήσει. Τότε η Τουρκία για τρία χρόνια διευκόλυνε και εμμέσως πλην σαφώς υποστήριξε το Ισλαμικό Κράτος, όταν αυτό διέπραττε σφαγές και πολιορκούσε την κουρδική πόλη. Αφού απέτυχαν οι τζιχαντιστές στο Κομπάνι, η Τουρκία στράφηκε στο αποκομμένο από τα υπόλοιπα κουρδικά εδάφη Αφρίν και το κατέλαβε.
Ο Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η περιοχή του Ιντλίμπ ελέγχεται από την Αλ Νούσρα και άλλες ομάδες τζιχαντιστών που ελέγχονται από την Άγκυρα και με τη μεσολάβηση των Ρώσων το χρησιμοποίησε ως διαπραγματευτικό χαρτί έναντι της Δαμασκού. Οι Κούρδοι της περιοχής του Αφρίν ανέφεραν ότι η τουρκική επίθεση τις πρώτες ώρες της 23ης Ιανουαρίου, στην περιοχή Jindirs, δεν είχε να ζηλέψει τίποτα σε αγριότητα από ανάλογες προηγούμενες επιθέσεις από το Μέτωπο Άλ Νούσρα και το Ισλαμικό Κράτος. Οι εικόνες που έφτασαν από την περιοχή, χωρίς να πάρουν μεγάλη δημοσιότητα, είναι το λιγότερο δραματικές. Ένα παράπλευρο θύμα του τουρκικού στρατού είναι και τα πολιτιστικά μνημεία της περιοχής, όπως η καταστροφή του συμπλέγματος των αρχαίων ναών Ain Dara όπως φαίνεται και σε επιτόπιο ρεπορτάζ.
Προ ημερών, η τουρκική αντικουρδική αγριότητα επαναλήφθηκε με την επιχείρηση “Πηγή Ειρήνης”. Η δημιουργία μιας “ζώνης ασφαλείας” ήταν ο στόχος αυτή τη φορά, που ουσιαστικά σημαίνει προέκταση της τουρκικής επικράτειας. Έτσι, καθώς φαίνεται η επιχείρηση “Εξαφανίστε τους Κούρδους” που ξεκίνησε πριν 100 χρόνια στέφεται από επιτυχία μετά τις συμφωνίες της Τουρκίας με ΗΠΑ και Ρωσία.