Πιο τυχερός ο Ζάκι από τον Ρετζένι – Ρώμη καλεί Κάιρο
10/12/2021Μεγάλο ενδιαφέρον δείχνει η ιταλική κυβέρνηση για την τύχη του Πάτρικ Ζάκι, ενός Αιγύπτιου φοιτητή στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ο οποίος συνελήφθη τον Φεβρουάριο του 2020 όταν επισκέφθηκε την οικογένειά του στην Μανσούρα. Αιγυπτιακό δικαστήριο διέταξε την αποφυλάκιση του φοιτητή, με τον Ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι να χαιρετίζει την απόφαση. Ο ίδιος ο Ζάκι, που είχε μπει στο μάτι των αιγυπτιακών αρχών λόγω του ακτιβισμού του στην κοινότητα των ΛΟΑΤΚΙ, ευχαρίστησε την ιταλική πρεσβεία και την κοινή γνώμη, για την συμπαράσταση τους στην περιπέτεια του.
Ο Ζάκι, ο οποίος καταγγέλλει πως βασανίστηκε από τις αιγυπτιακές αρχές, φαίνεται να είναι πιο τυχερός από τον Τζούλιο Ρετζένι. Ο 28χρονος Ιταλός πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών στο Girton College του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, είχε βρεθεί νεκρός στις 3 Φεβρουαρίου του 2016, πεταμένος σε χαντάκι στην άκρη του αυτοκινητόδρομου που ενώνει το Κάιρο με την Γκίζα. Το συγκεκριμένο επεισόδιο επισκίασε για χρόνια τις σχέσεις Ιταλίας-Αιγύπτου.
Ο Ρετζένι είχε εγκατασταθεί στο Κάιρο το 2014 για να ολοκληρώσει τη διδακτορική του εργασία, που αφορούσε τις αυτόνομες συνδικαλιστικές οργανώσεις που είχαν δημιουργηθεί μετά την πτώση του Μουμπάρακ. Κατάφερε να έρθει σε επαφή με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, έμαθε να συνεννοείται στα αραβικά και έστελνε ανταποκρίσεις στην εφημερίδα il Manifesto της Ρώμης. Στις 25 Ιανουαρίου του 2016 εξαφανίστηκε για να βρεθεί λίγο μετά νεκρός. Ήταν ημίγυμνος και στο σώμα του έφερε εμφανέστατα σημάδια από βασανιστήρια.
Τι του συνέβη; Η αιγυπτιακή αστυνομία αρχικά είχε προσπαθήσει να μιλήσει για τροχαίο. Αργότερα ισχυρίστηκε πως διεξήγαγε έρευνες και κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο νεαρός έπεσε θύμα εγκληματικής συμμορίας. Για ποιο λόγο όμως μια εγκληματική συμμορία να απαγάγει, να βασανίσει και να δολοφονήσει έναν καθόλου εύπορο Ευρωπαίο ερευνητή, δεν ήταν σε θέση να το εξηγήσει.
Όταν, μετά από δύο περίπου χρόνια, εξαρθρώθηκε πολυμελής συμμορία που είχε απαγάγει και δολοφονήσει Αιγύπτιους και ξένους για να εισπράξει λύτρα, της αποδόθηκε, χωρίς κανένα στοιχείο, και η δολοφονία του Ρετζένι. Καθώς όμως επρόκειτο για την απαγωγή και τη δολοφονία Ιταλού πολίτη, το θέμα ανέλαβε η εισαγγελία της Ρώμης, η οποία κινητοποίησε το υπουργείο Εξωτερικών, την πρεσβεία στο Κάιρο, αλλά και την ιταλική αντικατασκοπεία AISE.
Από τον Ρετζένι στον Ζάκι
Τον περασμένο Δεκέμβρη, μετά από ακριβώς πέντε χρόνια, οι δύο εισαγγελείς της Ρώμης που είχαν αναλάβει την υπόθεση, ολοκλήρωσαν την δικογραφία. Παρέπεμψαν σε δίκη και εξέδωσαν ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εναντίον τεσσάρων αστυνομικών της αιγυπτιακής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας, που είναι η πολιτική αστυνομία της χώρας. Οι τέσσερις υπόδικοι αναφέρονται ονομαστικά, με όλα τα στοιχεία τους. Είναι οι αστυνομικοί που είχαν συλλάβει τον Ρετζένι, τον έκλεισαν στο περιβόητο “Γραφείο 13” της Υπηρεσίας, που είναι το δωμάτιο των βασανιστηρίων, από όπου ο νεαρός Ιταλός βγήκε νεκρός.
Το επόμενο βήμα τους ήταν να ξεφορτωθούν το πτώμα του κάπου στην έρημο. Η δικογραφία βασίστηκε στα στοιχεία που βρέθηκαν στον υπολογιστή του θύματος, στις μαρτυρίες των φίλων του, αλλά κυρίως στις καταθέσεις τεσσάρων προστατευόμενων μαρτύρων που δεν κατονομάζονται και που τώρα βρίσκονται σε “ασφαλές περιβάλλον”, εκτός Αιγύπτου. Είναι άνθρωποι που είδαν τους κατηγορούμενους να συλλαμβάνουν τον νεαρό, άκουσαν τα σχόλια τους και πληροφορήθηκαν από πρώτο χέρι τι ακριβώς συνέβη στο “Γραφείο 13”.
Ήδη στις έρευνες που έκαναν αμέσως μετά την εύρεση της σωρού οι γονείς του νεαρού, σε συνεργασία με την ιταλική Πρεσβεία στο Κάιρο, εξακριβώθηκε πως ο Ρετζένι για κάποιο λόγο είχε μπει στο στόχαστρο της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας της Αιγύπτου. Τον είχε καταγγείλει ο Μωχαμέντ Αμπνταλλάχ, πρόεδρος του συνδικάτου των πλανόδιων πωλητών, λέγοντας στην αστυνομία πως είναι «πράκτορας των Άγγλων» και πώς είχε έρθει στο Κάιρο «για να ανατρέψει την κυβέρνηση». Ήταν η “εκδίκηση” του “συνδικαλιστή”, που έβγαζε και κάποια έξτρα πουλώντας πληροφορίες στην αστυνομία.
Ο Ρετζένι είχε κάνει το τραγικό λάθος να μιλήσει αφελώς μαζί του για τη δυνατότητα να κερδίσει, χάρη στην έρευνα του στο Κάιρο, υποτροφία 10 χιλιάδων ευρώ από το βρετανικό ίδρυμα Antipode. Η απάντηση του Αιγύπτιου ήταν πόσα θα εισέπραττε ο ίδιος. Ο Ρετζένι είχε καταγράψει τη στιχομυθία στο κομπιούτερ του, με το σχόλιο πως επρόκειτο για «ανθρώπινη αθλιότητα». Τότε είναι που ο Αμπνταλλάχ σκέφτηκε να αυξήσει τα έσοδα του, πουλώντας εκδούλευση στην Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας.
Καμία εξήγηση από την Αίγυπτο
Η πολιτική αστυνομία είχε σπεύσει να στείλει αμέσως μια κοπέλα καλυμμένη με φερετζέ να φωτογραφήσει τον Ιταλό, κατά την διάρκεια μιας συνδικαλιστικής συνέλευσης. Σε ένα στρατοκρατικό καθεστώς, η αστυνομία δεν χρειάζεται και πολλές αποδείξεις για να συμπεράνει ότι κάποιος είναι πράκτορας ξένων δυνάμεων. Ήδη ένας ξένος που εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα είναι εξ ορισμού ύποπτος. Όταν έρχεται και κάποια καταγγελία, όσο “ξεκάρφωτη” και να είναι, λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψη.
Είχε προκαλέσει εντύπωση στους Ιταλούς καραμπινιέρους το γεγονός πως οι Αιγύπτιοι αστυνομικοί δεν διεξήγαγαν καμία έρευνα και αδιαφόρησαν ακόμη και να εξετάσουν το κινητό και τον υπολογιστή του “ξένου πράκτορα”, αφού και τα δύο βρέθηκαν ανέγγιχτα στο διαμέρισμα του. Η μόνη τους φροντίδα ήταν να τον συλλάβουν και να εξασφαλίσουν μια κάποια ομολογία, μέσω βασανιστηρίων. Προφανώς, αυτή είναι η συνήθης αστυνομική πρακτική στην Αίγυπτο.
Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση του προέδρου Αλ Σίσι, αρνήθηκε πεισματικά να δώσει επαρκείς εξηγήσεις για το θάνατο του Ιταλού πολίτη. Όμως, επίσης αρνητική είχε υπάρξει και η στάση της καθηγήτριας του Κέμπριτζ, που είχε αναλάβει την επιμέλεια του διδακτορικού. Η καθηγήτρια Μάχα Αμπντελαρχμάν αρχικά είχε αρνηθεί να συνεργαστεί με τις ιταλικές αρχές. Αργότερα έδωσε ψευδείς πληροφορίες στους γονείς του Ρετζένι, λέγοντας πως το θέμα τους διδακτορικού ήταν επιλογή του φοιτητή, ενώ η ίδια είχε επιμείνει να διεξάγει αυτή την έρευνα.
Η Αμπντελαρχμάν, που είναι αιγυπτιακής καταγωγής, γνώριζε πολύ καλά πως το θέμα των ανεξάρτητων συνδικάτων δεν ήταν καθόλου εύκολο στην Αίγυπτο του Αλ Σίσι. Σε mail που έστειλε το 2016 σε Καναδέζα δημοσιογράφο, η οποία φρόντισε να το κάνει γνωστό στους γονείς του Ρετζένι, είχε γράψει: «Έστειλα στο θάνατο ένα νέο ερευνητή» και «αισθάνομαι πως πρέπει να σταματήσω να υποδεικνύω στους φοιτητές μου πώς να διεξάγουν μία έρευνα».